Στην Αθήνα οι θεατρόφιλοι τον γνωρίζουν, αφού δραστηριοποιείται ενεργά τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια με όλες του τις ιδιότητες: ερμηνεύει, σκηνοθετεί, γράφει, ενώ επίσης τραγουδάει, συνθέτει και στιχογραφεί. Όπως γνωρίζουν και το έργο του «170 τετραγωνικά» που ανεβαίνει στον ΘΟΚ, επειδή έκανε την παγκόσμια πρώτη του στην Αθήνα σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη με τον Γιωργή Τσουρή επί σκηνής. Καιρός να τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα.
– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις σε σχέση με το θέατρο; Χάνονται στο βάθος της βρεφικής ηλικίας. Δεν έχω φανταστεί τον εαυτό μου ποτέ χωρίς το θέατρο. Θυμάμαι παραστάσεις, πρόβες, ατάκες, τραγούδια από παιδικές -κι όχι μόνο- παραστάσεις που έγιναν το πρώτο soundtrack της ζωής μου. Αγαπώ κάθε πτυχή της θεατρικής πράξης, από τη σκηνή μέχρι το ταμείο κι από το ηλεκτρολογείο μέχρι το βεστιάριο.
– Πόσο επηρέασε ο πατέρας σου, Ανδρέας Τσουρής, τον τρόπο που βλέπεις την τέχνη σου; Είναι ο δάσκαλός μου κι ο θεατρικός μου πατέρας. Βλέπω τον εαυτό μου σαν καθαρή προέκταση της ιδεολογικής και αισθητικής του τοποθέτησης πάνω στο θέατρο. Πάνω απ’ όλα μου εμφύσησε την αγάπη για ένα θέατρο λαϊκό, που αφορά το σύνολο του κοινού κι όχι κάποια θεατρική ελίτ. Το πραγματικό στοίχημα είναι το λαϊκό θέατρο να υπόκειται σε αυστηρό ποιοτικό έλεγχο και να έχει αισθητική πρόταση. Επίσης από τον πατέρα μου έλαβα από πολύ μικρή ηλικία το μήνυμα ότι ο ηθοποιός είναι αυτοτελής δημιουργική μονάδα κι όχι εκτελεστικό όργανο.
– Ποια εικόνα έχεις για εκείνον ως καλλιτέχνη; Είναι καλλιτέχνης με πρόταση, φυσιογνωμία και δικαίωμα στην επαγγελματική και καλλιτεχνική του αυτοδιαχείριση. Φέρει δηλαδή την ποιότητα και τις επιλογές του σ’ όλα τα περιβάλλοντα στα οποία επιλέγει να δραστηριοποιηθεί. Αυτό φυσικά κατά τον ίδιο και κατ’ εμέ, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη αφορά στη δυνατότητα του ηθοποιού, χωρίς να χάνει το προσωπικό του στίγμα, να συνεργάζεται και να γίνεται γρανάζι στη μηχανή, υπέρ της υπέρτερης ιδέας του θεάτρου, που είναι πάντα πάνω από την όποια ατομική φιλοδοξία.
– Ποιοι παράγοντες μέτρησαν περισσότερο στην απόφαση να μείνεις μόνιμα στην Αθήνα; Αγαπάω να ζω στην πόλη της Αθήνας. Αγαπάω και το θέατρο στην Αθήνα. Έτσι, η πόλη παντρεύει κάπως τον τρόπο που θέλω να ζω με τον χώρο στον οποίο θέλω να εργαστώ. Η Κύπρος βέβαια είναι πάντα η πατρίδα μου. Το μέρος που αγαπάω πιο πολύ απ’ όλα.
– Τι σημαίνει για σένα αυτή η πρώτη συμμετοχή σε κυπριακή παραγωγή; Η Κύπρος έχει πολλές ιδιαιτερότητες που κάνουν, πιστεύω, πολύ γόνιμη την παρουσίαση του συγκεκριμένου έργου και της παράστασης που φτιάξαμε. Θέλω να πιστεύω ότι το κοινό θα επικοινωνήσει με την ιστορία των ηρώων.
– Την αντιμετωπίζεις διαφορετικά απ’ ότι μια παράσταση στην Αθήνα; Ο τρόπος παραγωγής και η διαδικασία της πρόβας σε σχέση με μία παράσταση στην Αθήνα είναι λίγο- πολύ ο ίδιος. Η γλώσσα του θεάτρου είναι παγκόσμια. Αυτό που αλλάζει είναι το κοινό και ο ορίζοντας προσδοκίας του. Τι περιμένει δηλαδή από μια παράσταση το κυπριακό κοινό σε σχέση με αυτό που έχει δει μέχρι τώρα. Υπό αυτή την έννοια, νιώθω ότι η παράσταση μας μπορεί να προσφέρει μια ξεχωριστή εμπειρία, με την εναλλαγή χιούμορ, σκληρότητας, αγωνίας και έντασης.
– Αισθάνεσαι περισσότερο ηθοποιός, σκηνοθέτης ή θεατρικός συγγραφέας; Πώς αλληλεπιδρούν αυτές οι ιδιότητες; Μου αρέσει η διαδικασία της θεατρικής δημιουργίας στο σύνολό της. Από τη λευκή κόλλα χαρτί μέχρι το χειροκρότημα. Πρώτα και πάνω απ’ όλα είμαι ηθοποιός και δραστηριοποιούμαι ως επαγγελματίας ηθοποιός εδώ και 11 χρόνια, έχοντας πολλές όμορφες εμπειρίες, και έχοντας εισπράξει αποδοχή σε μια δύσκολη συγκυρία στη θεατρική Αθήνα της κρίσης. Με γοητεύει βέβαια το να φτιάχνω τις δικές μου παραστάσεις κρατώντας σ’ αυτές το ρόλο του ηθοποιού, του συγγραφέα, του δραματουργού, του μουσικού, προσφάτως και του σκηνοθέτη. Αυτές με εκφράζουν καλλιτεχνικά εκατό τοις εκατό γιατί φέρουν την υπογραφή μου σε πολλά πόστα. Ουσιαστικά βάζω ό,τι έχω από τον εαυτό μου στο ίδιο καλάθι.
– Τι σε έλκυσε στη θεατρική γραφή; Ξεκίνησα γράφοντας στίχους για τραγούδια. Η αγάπη μου για την ποίηση με οδήγησε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας όπου τελείωσα παράλληλα με το Εθνικό Θέατρο, με την πτυχιακή μου εργασία και τον συνολικό μου προσανατολισμό στοχευμένο στην νεοελληνική λογοτεχνία και ποίηση. Ασχολήθηκα με τη μετάφραση, τη διασκευή και τη δραματουργική επεξεργασία σε διάφορα θεατρικά έργα. Η πιο αποκαλυπτική εμπειρία όμως, που με οδήγησε στο να γράψω θέατρο και να θέλω να συνεχίσω να γράφω, ήταν η συνεργασία μου με τον αδερφικό μου φίλο και συνάδελφο Βαγγέλη Ρωμνιό για την παράσταση «Χαρτοπόλεμος», στην οποία βρεθήκαμε να δουλεύουμε μαζί στο κείμενο. Αυτή η συνεργασία – που καρποφόρησε τα μέγιστα – μας έκανε να αναθαρρήσουμε και να στοχεύσουμε σε συνέχεια. Το ταξίδι όμως του Βαγγέλη τερματίστηκε αιφνίδια πριν καλά – καλά ολοκληρώσουμε τις πρώτες 30 παραστάσεις μας.
– Ποια είναι τα επόμενά σου σχέδια; Μετά τα «170 τετραγωνικά» ετοιμάζω ακόμη ένα έργο που είναι προγραμματισμένο για την επόμενη χρονιά, ενώ μέσα στα άμεσα σχέδια είναι και το ανέβασμα του «Χαρτοπόλεμου» στην Κύπρο, καθώς είναι ένα έργο που πιστεύω ότι θα αγγίξει πολύ και το κυπριακό κοινό.
– Τι σε ώθησε να γράψεις τα «170 τετραγωνικά»; Η ανάγκη να μιλήσω για τις πιο στενές οικογενειακές σχέσεις. Για τα τραύματα που κουβαλάμε όλοι και για την ελπίδα να ξανασυναντηθούμε, να αγκαλιαστούμε και να γιατρευτούμε. Το ξέρω ότι είναι κοινός τόπος αυτό που λέω, αλλά ελπίζω ότι μέσα από την ιστορία που φτιάξαμε και θα ζωντανέψουμε επί σκηνής, επαναδιατυπώνονται κάποια ζητήματα με μια ιδιαίτερη ματιά, που αφορά το εδώ και το τώρα μας. Το τρόπο που εκδηλώνονται δηλαδή οι ανεπάρκειες στη δική μου γενιά, το 2019.
– Ποια τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της συνθήκης να σκηνοθετεί κανείς το ίδιο του το έργο; Δεν μπορώ να πω με σιγουριά. Φαντάζομαι ότι εάν ο συγγραφέας είναι μόνο συγγραφέας κι όχι και ηθοποιός, πιθανότατα μπορεί να δημιουργηθούν πολλές παρανοήσεις στη διαδικασία της πρόβας και να πνιγεί η δημιουργική πρωτοβουλία του ηθοποιού. Όταν ο συγγραφέας που σκηνοθετεί είναι και άνθρωπος της σκηνής πιστεύω ότι το πράγμα διευκολύνεται. Ως ηθοποιός πρωτίστως αντιμετωπίζω το οποιοδήποτε κείμενο «ανοιχτά» και θέτω τα πάντα υπό διαπραγμάτευση ακόμη κι αν το κείμενο είναι δικό μου. Η ελευθερία του ηθοποιού παράγει πάντα καλύτερα προϊόντα από τη σκλαβιά του κι έμαθα να εμπιστεύομαι τον ηθοποιό όσο κι όπως θέλω να με εμπιστεύονται οι σκηνοθέτες που συναντάω ως ηθοποιός.
– Ποια η γνώμη σου για την κυπριακή θεατρική πραγματικότητα από την απόσταση που την κοιτάζεις; Έχω την αίσθηση ότι γίνονται πολύ όμορφα πράγματα τα τελευταία χρόνια στο κυπριακό θέατρο. Εξάλλου, η Κύπρος έχει πλούσια θεατρική παράδοση κι ο ΘΟΚ έχει στο ιστορικό του σπουδαίες παραστάσεις, που έλαμψαν στην παρουσίασή τους και στην Αθήνα και στην Επίδαυρο.
– Διαπιστώνεις κάποιες διαφορές στη συμπεριφορά και το αισθητήριο του κοινού μεταξύ Κύπρος και Ελλάδας; Η εμπειρία μου είναι δυσανάλογη. Ζω στην Αθήνα 14 – 15 χρόνια και είμαι πολύ εξοικειωμένος με το αθηναϊκό κοινό. Το μεγάλο ατού που έχει είναι ότι επιβραβεύει τις παραστάσεις που ξεχωρίζουν και ακόμη και μία παράσταση με χαμηλό μπάτζετ, εάν είναι αξιόλογη, μπορεί χωρίς πολλή προώθηση και μόνο από στόμα σε στόμα να γεμίζει τρία χρόνια.
– Ποιο είδος θεάτρου σε ελκύει περισσότερο; Σαν ηθοποιός έχω κάνει λίγο- πολύ τα πάντα. Από ρεαλιστικό θέατρο μέχρι κομέντια κι από την Επίδαυρο μέχρι το πιο μικρό υπόγειο θεατράκι. Νιώθω ότι σε κάθε είδος εντάσσομαι αρμονικά και αφομοιώνω το στόχο κάθε παράστασης. Σε ό,τι αφορά τις δικές μου παραστάσεις, κρίνοντας από τις δυο πιο ολοκληρωμένες δουλειές του θιάσου μας τα τελευταία χρόνια («Χαρτοπόλεμος», «170 τετραγωνικά»), νιώθω ότι αγαπάω το ρεαλιστικό θέατρο, το οποίο όμως έχει κωμική καρδιά. Εκμεταλλεύεται δηλαδή και εντάσσει στη φόρμα του ρεαλισμού τους τρόπους της κωμωδίας, χωρίς να φοβάται να εξερευνήσει τα όρια της θεατρικής σκληρότητας.
– Ποιες είναι από εδώ και πέρα οι φιλοδοξίες σου; Θέλω να συνεχίσω να κάνω θέατρο με τους δικούς μου όρους, όπως κάνω μέχρι τώρα κι ελπίζω οι δουλειές μου να έχουν την απήχηση που απολαμβάνουν τα τελευταία χρόνια. Μου αρέσει να δουλεύω σκληρά και να χαίρομαι τη δουλειά μου. Έχω από τον Νοέμβρη μέχρι τον Απρίλη στην Αθήνα τρεις θεατρικές πρεμιέρες και μια κινηματογραφική. Επιλέγω οι φιλοδοξίες μου να εκτείνονται μέχρι τους επόμενους 10-15 μήνες και να είμαι ανοιχτός σε ό,τι μου φέρει η ζωή. Φέτος η σαιζόν έφερε στο δρόμο μου εκτός από τη σκηνοθεσία των «170 τετραγωνικών» στον ΘΟΚ και τις δύο παραστάσεις μας που επαναλαμβάνονται στην Αθήνα, μία μετάφραση που έκανα σ’ ένα σπουδαίο έργο, το «The Children» της Λούσι Κέρκγουντ που ανεβαίνει στο θέατρο Ιλίσια στις 27 Οκτωβρίου και μία σκηνοθεσία στο Εθνικό Θέατρο που αφορά στον ιστορικό Ξενοφώντα και ανεβαίνει τον Φεβρουάριο. Ανυπομονώ για τις προσεχείς υποχρεώσεις κι από κει και πέρα αρχίζω δειλά – δειλά να διαμορφώνω το πλάνο της επόμενης χρονιάς. «Λαθραία» μέσα στην άνοιξη θα πραγματοποιήσω και κάποια μουσικά live στην Αθήνα, όπου θα παρουσιάσω και κάποια καινούρια τραγούδια που έκατσαν στο συρτάρι καιρό.
– Πόσο ουτοπικό είναι να λέμε ότι η ποίηση, η τέχνη, σώζει; Μπορεί στις μέρες μας να λειτουργήσει «σα μια γροθιά σφιγμένη»; Πιστεύω ότι η αποστολή της τέχνης είναι να συγκινήσει. Δεν ξέρω αν σώζει ή αν πρέπει να σώζει. Μπορεί να πλουτίσει τον διανοητικό, τον αισθητικό και τον συναισθηματικό κόσμο του θεατή δια της συγκίνησης. Μπορεί να μοιράσει γροθιές, μπορεί να δώσει και χάδια, μπορεί να προσφέρει ψυχαγωγία, εκτόνωση, χαρά, προβληματισμό, βίωμα… Μπορεί να μας βοηθήσει να κοιτάξουμε από μια άλλη οπτική γωνία τη ζωή μας. Να κοιτάξουμε για λίγο το ακοίταχτο. Να μας κάνει να αποδώσουμε στη ζωή μας νόημα και αξία. Από μια άποψη, ναι. Σώζει. Όχι με τη στενή έννοια. Σώζει στιγμές. Τις διαστέλλει και τις νοηματοδοτεί. Και η ζωή είναι οι στιγμές.
* «170 τετραγωνικά», Νέα Σκηνή ΘΟΚ. Από 25 Οκτωβρίου και κάθε Παρασκευή, Σάββατο 8.30μ.μ. & Κυριακή 6μ.μ. 77772717