Η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι η 7η παραγωγή της ομάδας πάνω στο αρχαίο δράμα τα τελευταία 12 χρόνια και το ΜΙΤΟΣ εξακολουθεί να αναζητεί την άκρη του νήματος αρθρώνοντας λόγο ουσίας, διαμορφώνοντας τη δική του γλώσσα κι αναζητώντας νέους πνευματικούς λαβυρίνθους. Με την παράσταση αυτή η ομάδα προκαλεί μέσα σε χώρους τέχνης, όπως οι Αποθήκες Παπαδάκη στη Λεμεσό και το Γκαράζ στη Λευκωσία, μια πολιτική συζήτηση για την εύρυθμη λειτουργία της πόλης και την ανάγκη να ακούμε τον άλλο. Από το καλοκαίρι το Κέντρο έχει γυρίσει σελίδα και η Έλενα Αγαθοκλέους δηλώνει έτοιμη να μηδενίσει το κοντέρ και να επαναπροσδιορίσει το πού βρίσκεται.
– Γιατί την Αντιγόνη; Στο τέλος κάθε ιστορίας στην αρχαία τραγωδία επέρχεται η τάξη. Ναι μεν όχι ευχάριστη, αλλά μια τάξη. Αυτού του είδους την «τακτοποίηση», τη μη χριστιανική, σαν άνθρωπος φαίνεται πως την είχα ανάγκη, γι’ αυτό κι όλο γυρόφερνα τα κείμενα αυτά. Πάντως, η συγκεκριμένη τραγωδία ποτέ δεν υπήρξε το αγαπημένο μου έργο από την αρχαία δραματουργία.
– Γιατί; Με εμπόδιζε ο γερμανικός ιδεαλισμός του 19ου αιώνα με τον οποίον το κείμενο ήταν βαφτισμένο και που έτσι μας το έμαθαν στο σχολείο. Δεν μπορούσα να ταυτιστώ με το μεγαλείο του θεϊκού νόμου που αντιπροσώπευε η Αντιγόνη, ούτε και έλεγα ποτέ «καλά να πάθει ο Κρέοντας, τέτοιος που ήταν». Αυτή η ηθικολογία με απομάκρυνε.
– Και πότε άλλαξε αυτό; Άρχισα να αποκτώ έντονο ενδιαφέρον όταν ξεκίνησα να μελετώ το κείμενο για το θεατρικό εργαστήρι ΜΙΤΟΣ και το τμήμα ενηλίκων, πριν από περίπου δύο χρόνια. Οι μαθητές μου είναι σκεπτόμενοι άνθρωποι κι έπρεπε να είμαι καλά προετοιμασμένη. Έτσι, η επαφή με τις σύγχρονες αναλύσεις μού αποκάλυψαν νέες ερμηνείες που με αφορούσαν πολύ.
– Ποια είναι η ερμηνεία που σε αφορά περισσότερο; Βασίστηκα κυρίως στην ανάλυση του σπουδαίου θεωρητικού Κορνήλιου Καστοριάδη, ο οποίος προσεγγίζει πολιτικά την τραγωδία κι επισημαίνει πως την επομένη του πολέμου η πόλη δεν αντέχει άλλη αναστάτωση. Η επερχόμενη σύγκρουση, όμως, της Αντιγόνης με τον Κρέοντα, σχετικά με την ταφή ή όχι του νεκρού αδελφού της, του Πολυνείκη, προκαλεί νέες αναταράξεις στην πόλη. Αυτοί οι δύο όχι μόνο δεν μετακινούνται από τη θέση τους, αλλά και υπερασπίζονται με τυφλό και απόλυτο τρόπο τη γνώμη τους. Η Αντιγόνη θεωρεί πως φέρει το χρέος του οίκου κι από την άλλη ο Κρέοντας δεν κάνει εξαιρέσεις στους νόμους που ο ίδιος μόλις έφερε ως νέος άρχοντας, μέχρι που ένας νέος κύκλος αίματος ανοίγει. «Άπολις» κι ο ένας, «άπολις» κι ο άλλος, που θα πει ότι αναταράσσουν την πόλη, δεν είναι χρήσιμοι πολίτες αυτή τη στιγμή.
– Γιατί «κανείς δεν έχει ποτέ δίκαιο μόνος του»; Αυτό είναι το μεγάλο μάθημα που δεν διδαχθήκαμε. Όποιος δεν το καταλάβει νωρίς, θα το καταλάβει αργά με βίαιο τρόπο. Γιατί εκείνος που θέλει να ακούει μόνο τον εαυτό του, ακόμη κι αν έχει δίκιο, αποδεικνύεται άδικος. Το καλό και το κακό, ως εκ τούτου, δεν κατανοείται με όρους ηθικολογίας, άλλα πολιτικά. Η δίκαιη πολιτική πράξη, για να είναι αυθεντικά δίκαιη, πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο στενά πολιτικούς παράγοντες, αλλά και πολλούς άλλους μη-πολιτικούς. Αυτά προσπαθεί να πει ο Αίμονας, με ορθολογισμό και αγάπη προς τον πατέρα του, με ανείπωτο έρωτα προς την Αντιγόνη, στο Γ’ Επεισόδιο. Το τραγικό είναι ότι εξαιτίας των δύο αμετακίνητων απόψεων μέσα σε μια άβουλη πόλη χάθηκε ο Αίμονας -ο μόνος «υψίπολις» όπως τον λέει ο Καστοριάδης- το πιο υγιές μέρος της.
– Πότε ξεκινά η τραγωδία στα μάτια του θεατή; Με το που λέει η Αντιγόνη «Ισμήνη αδελφή μου, αγαπημένη μου…», με τις πρώτες φράσεις δηλαδή. Στη δική μας παράσταση από την αρχή είναι φανερό πως κάτι δεν πάει καλά.
– Πώς συγκρούονται το ανδρικό με το γυναικείο πρότυπο στη δική σας πρόταση; Συγκρούονται δύο άνθρωποι παθιασμένοι. Δεν ακούνε, ούτε υπολογίζουν τι προκαλούν. Στο πολιτικό βρίσκεται το κύριο ενδιαφέρον μου. Φυσικά υπάρχουν κι άλλες δεύτερες αναγνώσεις και αναλύσεις. Το πρόσωπο της Αντιγόνης έχει ιδωθεί μέσα από φεμινιστικές θεωρίες και σε σχέση με τον Κρέοντα που συχνά φροντίζει να μας υπενθυμίσει πόσο λίγο εκτιμά τις γυναίκες. Μα η σύγκρουση των φύλων είναι κάτι που θέλω να προκύπτει στην παράσταση μας κι όχι να τονίζεται. Εμπιστεύομαι τον ποιητή και το κείμενο. Γνωρίζουμε ότι η ιστορία της Αντιγόνης, όπως τη διαβάζουμε στην ομώνυμη τραγωδία, είναι επινόηση του Σοφοκλή που βάζει την έφηβη αδελφή του νεκρού να θάβει και να συγκρούεται με τον νέο άρχοντα κι όχι ας πούμε με κάποιον επιζώντα συν-στρατηγό του Πολυνείκη. Οπότε η ιστορία αμέσως αποκτά ένταση δραματουργική και το θέμα του φύλου είναι ένα ζητούμενο.
– Θεωρείς την Αντιγόνη μια αναρχική ηρωίδα; Θεωρώ ότι η Αντιγόνη είναι μια έφηβη ηρωίδα με όλη την ορμή της ηλικίας της, που θα μπορούσε να διαδηλώνει για την οικολογική καταστροφή ή θα μπορούσε να είναι ένα από τα κορίτσια της χορογραφημένης διαδήλωσης στη Χιλή. Μόνο που στην ιστορία μας είναι μόνη της, είναι η τελευταία που έμεινε στη γραμμή.
– Τι σε συγκινεί σ’ αυτή; Το περιβάλλον που ζει είναι σαφώς πατριαρχικό και μ’ αυτό συγκρούεται δημόσια. Είναι αυτή που ακόμα φωνάζει πως δεν τη νοιάζει αν ο Πολυνείκης ήταν προδότης, γι’ αυτήν είναι ένας αδελφός. Υποστηρίζει τη γραμμή του αίματος, του οίκου κι ότι η λέξη αδελφός είναι σαφώς ανώτερης αξίας από κάθε ηθική. Με συγκινεί ο ιδεαλισμός της, με συγκινεί η ηλικία της, με συγκινεί το πάθος της, με συγκινεί που η Αντιγόνη είναι η ηθοποιός Στυλιάνα Ιωάννου.
– Η πρωτοτυπία είναι στόχος; Παγίδα η ερώτηση. Μ’ ενδιαφέρει η ερμηνεία ενός κειμένου (λατρεύω τα παλιά κείμενα, τη γλώσσα) με την έννοια της νέας ανάγνωσης, της νέας οπτικής. Αν γι’ αυτή την ιδέα έχω καθαρή παραστατική φόρμα και μπορεί τελικά να επικοινωνήσει με το κοινό, τότε φτάσαμε στον στόχο μας. Την πρωτοτυπία την αντιλαμβάνομαι ως αποτέλεσμα μιας σειράς από γενναίες αποφάσεις σε σωστές δόσεις. Δεν συμβαίνει πάντα. Οι παράγοντες είναι πολλοί: διαβάσματα, πρακτική εμπειρία και μέθοδος, μνήμες, ασυνείδητοι συνειρμοί, προσωπικές ανάγκες, ασύνδετες αναφορές, τυχαιότητες κι ο πλούτος που φέρουν μαζί τους οι υπόλοιποι συντελεστές.
– Αισθάνεσαι ότι το Κέντρο Παραστατικών Τεχνών ΜΙΤΟΣ έχει περάσει σε μια νέα εποχή; Σίγουρα. Το καλοκαίρι που μάς πέρασε ήταν κομβικό. Το ΜΙΤΟΣ έκλεισε 12 χρόνια δραστηριοποίησης κι ο Λούκας Βαλέβσκι, με τον οποίο δημιουργήσαμε μαζί τον οργανισμό όπως και το Ξυδάδικο, έχει επιλέξει άλλο δρόμο. Οπότε έπρεπε να μηδενίσω το κοντέρ για να αναπροσδιορίζω πού βρίσκομαι εγώ. Η διατήρηση του Ξυδάδικου είναι πολύ απαιτητική όπως και η διαχείριση του οργανισμού, η στήριξη ελάχιστη και η εντύπωση ότι το ΜΙΤΟΣ «καλά την έχει» είναι έντονη. Ό,τι καταφέραμε δεν μας χαρίστηκε κι έχουμε εργαστεί πάρα πολύ. Σ’ αυτή τη βάση επιστρέφω και ξαναπατώ. Με βασικό συνεργάτη την Κωνσταντίνα Πήτερ σχεδιάζουμε πρότζεκτ τα οποία έχουμε την περιέργεια να υλοποιήσουμε και θέλουμε να δουλεύουμε με ανθρώπους με τους οποίους θα έρθουμε καλλιτεχνικά πιο κοντά.
– Υπό ποιες προϋποθέσεις θα εγκατέλειπες την πειραματική και ερευνητική φιλοσοφία του Κέντρου; Το πειραματικό– ερευνητικό, αν και δεν προσδιορίζω τη δουλειά μου ως τέτοια, αλλά καταλαβαίνω τον χαρακτηρισμό – είναι ακόμη ένας τρόπος για να αφηγηθούμε μια ιστορία. Για μένα δεν είναι μια ματιά, είναι τρόπος αντίληψης, κατανόησης και ανάπτυξης μιας γλώσσας και μεθοδολογίας στη δουλειά, που συνδέεται με τη ζωή, τον χρόνο και τον τόπο. Κάθε project είναι μια ευκαιρία για άσκηση πάνω σε μια ιδέα και πρακτική. Όσο συνεχίζω να ασκώ τα εργαλεία μου και να έχω συνείδηση, θεωρώ ότι μπορώ να υπάρξω σε οποιαδήποτε συνθήκη.
– Νιώθεις να κατανοείς την εποχή που ζούμε; Όλοι κατανοούμε την εποχή που ζούμε κι αυτοί που δεν κατανοούν σίγουρα συναισθάνονται. Για τον εαυτό μου παρατηρώ ότι για μεγάλα διαστήματα είχα άρνηση να τη δεχτώ και να συμμετέχω, με αποτέλεσμα να δυσκολεύομαι να βρω τη θέση μου και να ταλαιπωρώ τον εαυτό μου. Ευτυχώς το θέατρο είναι ένα όχημα μέσα από το οποίο μπορώ να αποκωδικοποιώ τις παρορμήσεις μου, τις αντιδράσεις μου και να επικοινωνώ. Με βοηθά στην κοινωνική μου συνύπαρξη.
– Από πού κρατιέσαι στα δύσκολα; Από τους ανθρώπους που έχουν πίστη και συνεχίζουν παρόλα τα εμπόδια. Από τους ανθρώπους που είναι τολμηροί και που βρίσκουν τον δρόμο τους χωρίς να παραβιάζουν τον δρόμο του άλλου.
– Μαλώνεις με τους συνεργάτες σου; Έχω βιώσει ως ηθοποιός στο παρελθόν περίπτωση σκηνοθέτη που χειραγωγούσε και πρόσβαλε τους συνεργάτες του μέσα στη δουλειά. Σήμερα το βρίσκω τουλάχιστο παλιομοδίτικο. Όση περισσότερη αυτοπεποίθηση έχω μέσα στη δουλειά και μεγαλύτερη πίστη γι’ αυτό που κάνω, τόσο λιγότερο με αφορούν οι εντάσεις. Είναι χαμένη ενέργεια. Η επιλογή των συνεργατών είναι σημαντικός παράγοντας. Θέλω να συνεργάζομαι μ’ αυτούς που ερωτεύομαι, αυτούς με τους οποίους υπάρχει εμπιστοσύνη για το ταξίδι. Μ’ αυτούς που αγαπούν την τέχνη τους και σέβονται το κοινό.
– Παράγουμε περισσότερο θέατρο απ’ ότι καταναλώνουμε στην Κύπρο; Τι θα άλλαζες στο θεατρικό τοπίο αν μπορούσες; Το μόνο προβληματικό που βρίσκω στο πολύ θέατρο που παράγεται είναι το γεγονός ότι δεν προλαβαίνω να δω όλες τις παραστάσεις που θέλω. Η καθημερινότητα μου είναι πολύ απαιτητική κι όμως βλέπω δύο παραστάσεις τη βδομάδα. Για να συμβαίνουν όλες αυτές οι παραστάσεις σημαίνει πως υπάρχει μια ανάγκη από τους δημιουργούς να δοκιμάζουν. Αυτή την ανάγκη εγώ τη σέβομαι.
– Τι θα απαντούσες σε όσους αντιμετωπίζουν με καχυποψία τις θεατρικές επιχορηγήσεις; Πρόσφατα ήμουν σε ημερίδα στην ΕΘΑΛ κι επιβεβαίωσα από την τοποθέτηση της Νάταλης Αλκιβιάδου πως ο πολιτισμός είναι θεσμοθετημένο ανθρώπινο δικαίωμα στην Κύπρο. Η οπτική αυτή κάνει τα πράγματα ενδιαφέροντα. Δεν είναι χαριστικά που δίδονται χορηγίες στις ομάδες και τους καλλιτέχνες. Είναι συνταγματική υποχρέωση του κράτους. Αυτό που εμείς διεκδικούμε είναι ήδη θεσμοθετημένο, μα αποδυναμωμένο και κυρίως λάθος τοποθετημένο χωρίς πολιτιστική πολιτική. Όλα είναι πολιτική. Γι’ αυτό κι η Αντιγόνη είναι τόσο μα τόσο επίκαιρη.
* Αντιγόνη, Λεμεσός, Αποθήκες Παπαδάκη, 21, 22, 28, 29/12, 4 & 5/1 7μ.μ., 23/12 & 3/1 8.30μ.μ., Λευκωσία, Γκαράζ, 10 & 13/1 8.30μ.μ., 11 & 12/1 7μ.μ., 97879793
Φιλgood, τεύχος 251