Ο Στάθης Σταμουλακάτος ξεκαθαρίζει ότι δεν χρειάζεται να ψάξεις στη σκοτεινή πλευρά σου για να υποδυθείς έναν δολοφόνο.

Στην προηγούμενη συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο είχε υποδυθεί τον ταύρο-εν-υαλοπολείω Αντώνη Γερακάρη στο έργο του Γιάννη Οικονομίδη «Στέλλα κοιμήσου». Αυτή τη φορά ανέλαβε να ερμηνεύσει τον Αίαντα, στη φερώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, γεγονός που σηματοδοτεί την πρώτη του αναμέτρηση -στα 50 του χρόνια- με το αρχαίο ελληνικό δράμα. Ο Στάθης Σταμουλακάτος είναι ένας ηθοποιός που καταξιώθηκε σε πιο ώριμη ηλικία, υποδυόμενος κυρίως άγριους και στυγνούς χαρακτήρες, ανθρώπους που δεν θα ήθελες να είναι στη διπλανή σου πόρτα. Αυτό συνέβη μέσω του Οικονομίδη, ο οποίος τον είχε δει σε μια θεατρική παράσταση κι από τον «Μαχαιροβγάλτη» κι έπειτα ο ηθοποιός συμμετείχε σε όλες του ταινίες. Από κοντά διακρίνεις έναν άνθρωπο απλό, αλλά ευπροσήγορο και τρυφερό. Εκ διαμέτρου αντίθετο, δηλαδή, από την εικόνα που δείχνει στην οθόνη και τη σκηνή. Με τον Αίαντα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο ίδιος μοιάζει να έχει συναίσθηση της ευθύνης και δηλώνει απόλυτα αφοσιωμένος για ν’ ανταπεξέλθει σ’ αυτή την πρόκληση όπως και στις άλλες που θα έρθουν.

– Έβλεπες με άλλο μάτι την τραγωδία ως θεατής, απ’ ότι τώρα που συμμετέχεις; Οπωσδήποτε όταν εμπλέκεσαι αποκτάς άλλο πρίσμα. Δεν μπορεί να είναι το ίδιο. Όμως, ο θεατής είναι θεατής. Σε κάθε περίπτωση, ένας ηθοποιός δεν μπορεί να είναι ποτέ θεατής- θεατής. Έστω κι ασυναίσθητα, θα το ανατέμνει αυτό που βλέπει. Ο απλός θεατής είναι πιο αγνός, πιο απονήρευτος, πιο δεκτικός. Ο ηθοποιός έχει περάσει στην απέναντι όχθη και δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Αυτό είναι κατάρα και ευλογία.

– Ήταν προσωπικός στόχος η Επίδαυρος; Δεν σημαίνει κάτι αν δεν έχει τύχει να παίξεις στην Επίδαυρο.

– Σημαίνει, όμως, αν τύχει να παίξεις… Ναι, σημαίνει κάτι. Δεν σου κρύβω ότι έχω την αγωνία μου, τον φόβο μου, την ανασφάλειά μου. Αλλά πιστεύω ότι θα πάει καλά. Ο Αργύρης Ξάφης είναι ένα παιδί που εμπιστεύομαι. Είμαστε κοντά και ηλικιακά, έχει μια άλλη ματιά στα πράγματα. Καθαρή. Όλα τα παιδιά είναι θαυμάσια, υπάρχει αγαστή συνεργασία. Ο καθένας σέβεται τη δουλειά του άλλου. Αυτό δεν μπορεί να μην πιστωθεί στον Αργύρη, ο οποίος είναι σκηνοθέτης- ηθοποιός. Γνωρίζει τον μηχανισμό εκ των έσω, έχει διαφορετική οπτική σε σχέση μ’ έναν σκηνοθέτη- σκηνοθέτη.

– Δεν είναι μόνο η Επίδαυρος. Είναι γενικότερα η πρώτη σου εμπειρία με το αρχαίο δράμα. Πώς τη βιώνεις; Η τραγωδία είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για κάθε ηθοποιό κι όχι μόνο ερμηνευτικά. Σε κάθε ρόλο που αναλαμβάνεις οφείλεις να μελετάς όσα αφορούν τον χαρακτήρα και το υπόβαθρό του. Αλλά στην τραγωδία η πρόκληση είναι δυο φορές μεγαλύτερη. Εδώ ο ρόλος είναι μια ολόκληρη διαδρομή. Ξεκίνησα την προεργασία τουλάχιστον τρεις μήνες πιο πριν. Είναι σαν να κάνεις ένα μικρό διδακτορικό στο πανεπιστήμιο. Διαφορετικά, δεν μπορείς να την προσεγγίσεις. Αφήνεις πίσω αυτά που ήξερες. Τα λόγια μπορεί να τα μάθει ο καθένας. Το θέμα είναι πώς θα πεις κάτι και κυρίως τι βρίσκεται πίσω απ’ αυτό που λες. Αναγκάστηκα να ξαναπιάσω μέχρι και την Ιλιάδα που είχα να τη διαβάσω από το σχολείο. Σκάλισα να βρω λεπτομέρειες για τον Αίαντα. 

– Τι είδε σε σένα ο Αργύρης Ξάφης και σου ανέθεσε αυτόν τον ρόλο; Είδε τον Αίαντα. Τουλάχιστον, αυτό μου είπε, χωρίς να επεκταθεί. Μένει να τον δω κι εγώ. Με είχε δει στο «Στέλλα Κοιμήσου» και του άρεσε αυτό το μπρουτάλ, το άγριο, το τραχύ που είχε ο Αντώνης Γερακάρης που υποδύθηκα τότε. Θεωρεί ότι κατά κάποιον τρόπο είναι κι αυτός ένας Αίαντας.

– Εσύ πώς βλέπεις τον Αίαντα; Είναι τραχύς, αλλά στο βάθος ανακαλύπτεις ότι είναι φιλόσοφος και ποιητής. Τουλάχιστον μέσα από τη μετάφραση του Νίκου Παναγιωτόπουλου, προκύπτει ένας στοχαστικός, ένας λυρικός ήρωας.

– Ένιωσες ποτέ «Αίαντας» στο παρελθόν; Έχω υπάρξει κάποιες φορές κι έχω χάσει το δίκιο μου. Αυτό παθαίνει κι αυτός. Χάνει τα όπλα του Αχιλλέα από θεϊκή παρέμβαση και νιώθει αδικημένος. Κάποιες φορές ένιωσα να με πνίγει το δίκιο και τα έκανα όλα γης Μαδιάμ. Στο τέλος έχασα το δίκιο μου. Εντάξει, δεν έσφαξα κανέναν, αλλά εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι αν χρησιμοποιούσα -ας πούμε- τη διπλωματία του Οδυσσέα, ίσως να κέρδιζα πιο πολλά. 

– Γενικότερα στους ρόλους που υποδύεσαι, όπως στις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη, αναζητείς κοινά χαρακτηριστικά με τους χαρακτήρες; Όχι. Με φονιάδες δεν έχω καμία σχέση. Κοίταξε, έχω υποδυθεί και στον κινηματογράφο και στο θέατρο χαρακτήρες που είναι τενεκέδες ξεγάνωτοι. Αποβράσματα. Καθάρματα. Ούτε διανοούμαι ότι θα σκεφτόμουν ποτέ να κάνω τις αθλιότητες που πράττουν αυτοί οι τύποι.

– Δεν έχεις σκοτεινή πλευρά; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει. Δεν πρόκειται βέβαια να σου την αποκαλύψω. Πάντως, άνθρωπο δεν έχω σκοτώσει… ακόμα. 

– Για να ερμηνεύσεις πειστικά έναν φονιά, δεν χρειάζεται να σκάψεις σε κάποια σκοτεινή πτυχή σου; Εντάξει, αναζητείς ό,τι καταπιεσμένο έχεις στις χειρότερες πτυχές του εαυτού σου. Αλλά και πάλι απέχεις πολύ. Δεν σου κρύβω ότι επιστρατεύω και μια τεχνική, έτσι; Η τέχνη μας είναι και τεχνική. 

– Εννοείς μανιέρα; Όχι, απαραίτητα. Ξέρεις, οι Άγγλοι ηθοποιοί δεν ακολουθούν μεθόδους υποκριτικής όπως οι Αμερικανοί. Η λογική είναι «μπες και κάν’ το». Ακούγεται δύσκολο, αλλά ίσως να μην είναι και τόσο. Αυτής της σχολής μάλλον είμαι κι εγώ. Όταν χρειάζεται, εννοείται ότι θα «σκάψω». Αλλά, όταν εκ των πραγμάτων δεν είμαι δολοφόνος -πώς να το κάνουμε;- αλλά πρέπει να παριστάνω έναν φονιά, τότε απλώς μπαίνω και το κάνω. Δεν θ’ αναζητήσω να βρω τον δολοφόνο μέσα μου. Υπάρχει κανένας λόγος να τον ερεθίσω; (γέλια) 

– Οι πλείστοι δολοφόνοι, πάντως, δεν γεννιούνται δολοφόνοι. Προηγείται μια πορεία που τους οδηγεί στον φόνο. Συχνά η ίδια η κοινωνία μπήγει το μαχαίρι. Μια τέτοια περίπτωση δεν είναι κι ο Νίκος στον «Μαχαιροβγάλτη»; Μπορεί ο Νίκος να μην είναι γεννημένος δολοφόνος, αλλά κουβαλά έναν κωλοπαιδαρισμό. Αντιπροσωπεύει μια εκδοχή του νεοέλληνα με την οποία δεν έχω κι ούτε θέλω να έχω καμία σχέση. Πιστεύει ότι όλα είναι κτήμα του. Απλώνει το χέρι και τ’ αρπάζει. Ένας τεμπελχανάς που δεν τον ενδιαφέρει τίποτα και τελικά δαγκώνει το χέρι που τον ταΐζει. Ένα παράσιτο που κλέβει τη ζωή ενός άλλου. Συμφωνώ, ότι αυτή η ταινία είναι η πιο κοινωνιολογικά διεισδυτική απ’ όλες του Οικονομίδη. Εντάσσει τον χαρακτήρα μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Στο τέλος ο Νίκος εγκλωβίζεται σ’ αυτό που σκότωσε. Μεταμορφώνεται στο ίδιο του το θύμα. Είχαμε πει με τον Γιάννη, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι θα είχε ενδιαφέρον να κάναμε ξανά τον «Μαχαιροβγάλτη» όπως θα έχει εξελιχθεί 20 χρόνια μετά…

– Δεν επηρεάζεσαι από τους χαρακτήρες που υποδύεσαι; Δεν κουβαλάς κάτι από την έντασή τους; Γίνεται να φεύγεις από το θέατρο έχοντας μόλις υποδυθεί τον Γερακάρη και να είσαι ο ίδιος άνθρωπος; Δεν φεύγεις εντελώς ο ίδιος άνθρωπος. Αλλά δεν θα μεταμορφωθείς και στον χαρακτήρα κιόλας. Περισσότερο μ’ επηρεάζει ένας χαρακτήρας με τον οποίο μπορεί κάπως να ταυτίζομαι. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Σταύρος στον «Άγριο Σπόρο» του Τσίρου. Πέρα από όσα καταδικαστέα έχει κάνει, είναι ένας βαθιά πονεμένος άνθρωπος, που έφαγε όλη του τη ζωή δουλεύοντας σε μια παραλία και τελικά βρέθηκε κατηγορούμενος εξαιτίας της καλοσύνης του. Μπήκα στο πετσί αυτού του χαρακτήρα. Γενικότερα μ’ αρέσουν τα νεοελληνικά έργα, αλλά ο Τσίρος αγγίζει κάποια χορδή μου.

– Η τριβή με τους χαρακτήρες, η ενασχόληση με την υποκριτική γενικότερα, σ’ έκανε καλύτερο άνθρωπο; Αποφάσισα να γίνω ηθοποιός στα 25 μου. Δηλαδή, ήξερα πια τι ήθελα να κάνω. Ένα παιδί στα 18 του συνήθως δεν έχει την ωριμότητα στη σκέψη και τη σαφήνεια στον στόχο, τα σωστά κίνητρα που οδηγούν σ’ αυτόν τον δρόμο. Εγώ ήξερα πού έμπλεκα και τι θέλω να κάνω. Είχα επίγνωση των δυσκολιών. Πολλά παιδιά το έχουν κάπως μπερδέψει στο μυαλό τους. Πιστεύουν ότι θα γίνουν σταρ, ότι θα βγουν από τη σχολή και θα πέφτουν οι προτάσεις βροχή. Αλλά δεν είναι έτσι.

– Πώς κατέληξες στο συμπέρασμα ότι αυτό ήθελες να κάνεις; Έβλεπα πολύ κινηματογράφο και κάποια στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτό μου αρέσει, αυτό μου ταιριάζει κι ότι μπορώ να το κάνω. Ένιωσα ότι αυτό που βλέπω στην οθόνη με κάποιον τρόπο με εκφράζει. Δεν είχα πρόβλημα να εκτεθώ. Δεν το είχα σχηματοποιήσει στο μυαλό μου. Ήθελα απλώς να το κάνω κι ας ήξερα ότι θα είναι δύσκολο. Θα μπορούσα να είχα φάει και τα μούτρα μου, έτσι;

– Μήπως σου άρεσε η ιδέα ότι αυτό που βλέπεις στην οθόνη μένει; Ισχύει ότι με τον κινηματογράφο κατακτάς κατά κάποιον τρόπο την αθανασία. Σε αντίθεση, ας πούμε, με το θέατρο που είναι «αέρας». Ωστόσο, δεν ήταν αυτή η σκέψη που με παρακίνησε. Αυτό προκύπτει στην πορεία. Αν το καλοσκεφτείς, στα περισσότερα έργα του ελληνικού κινηματογράφου αυτό που βλέπουμε είναι νεκρούς ανθρώπους. Δεν υπάρχουν πια ούτε τα δέντρα. Είναι μια ενδιαφέρουσα σκέψη.  

– Καλή η τεχνική, αλλά κι από κάπου αλλού πρέπει ν’ αντλείς για να γυρίσεις τόσο πειστικά μια σκληρή σκηνή, όπως εκείνη του τραμπουκίσματος στο «Μικρό Ψάρι»… Ξέρεις από πού; Έχω δει με τα μάτια μου εργοδότες ή προϊστάμενους να φέρονται έτσι, να τραμπουκίζουν υπαλλήλους. Ευτυχώς, δεν συνέβη σε μένα προσωπικά. Κι έχω δει πελάτες να τραμπουκίζουν εργαζόμενους. Αυτή η λεκτική και εν μέρει σωματική βία, είναι καθημερινό φαινόμενο.

– Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι δεν έχεις τραμπουκίσει ποτέ κάποιον… Είναι αλήθεια ότι ορισμένοι το παίρνουν πολύ τοις μετρητοίς. Ηρεμήστε παιδιά, μια ταινία είναι, δεν είμαι τραμπούκος. Στον «Μαχαιροβγάλτη» γυρίσαμε μια σκηνή που τελικά κόπηκε. Είναι ο Νίκος που πηγαίνει κάπου να πιει μια μπύρα και τραμπουκίζει το γκαρσόνι επειδή δεν τη βρίσκει αρκετά κρύα. «Καλά, ρε» μου λέει ο Γιάννης «δεν έχεις τραμπουκίσει ποτέ κανέναν;» Του λέω «όχι, ρε Γιάννη, δεν έχω». Σίγουρα, δεν έχω τραμπουκίσει εργαζόμενο. Ήμουν κι εγώ εργαζόμενος για πολλά χρόνια. Είναι διαφορετικό να διαμαρτυρηθείς στη σερβιτόρα επειδή δεν σου έφερε τις πέντε ζαχαρίνες που ζήτησες με τον καφέ και διαφορετικό να την τραμπουκίζεις. Στέκομαι πάντα απέναντι σ’ αυτές τις συμπεριφορές. Γι’ αυτό και εύχομαι να μην πάρω ποτέ εξουσία στα χέρια μου.

– Γιατί η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Οικονομίδης στις ταινίες του συζητιέται ακόμη τόσο πολύ; Γιατί η λεκτική βία στις ελληνικές ταινίες ενοχλεί περισσότερο κι από τη σωματική; Επειδή είμαστε ένας λαός υποκριτών. Βρίζουμε ίσως περισσότερο απ’ όλους στην καθημερινή μας ζωή, αλλά όταν πρόκειται για σινεμά, θέατρο κ.λπ. μας πιάνουν οι μούχλες μας και εξανιστάμεθα. 

– Μετά τον Αίαντα, μήπως «γλυκοκοιτάζεις» και άλλον ανάλογο ρόλο; Δεν έχω καλλιτεχνικά απωθημένα. Ήρθε τώρα ο Αίαντας κι είναι μια χαρά ρόλος, αλλά δεν είχα και καμιά πρεμούρα. Αν δεν ερχόταν η πρόταση από τον Αργύρη, δεν θα έτρεχε και τίποτε. Αυτή τη στιγμή έχω στα σκαριά δύο ταινίες, ένα θεατρικό κι ένα σίριαλ στην τηλεόραση. Αποφεύγω να επιθυμήσω έναν ρόλο, γιατί όταν δεν πραγματοποιείται η επιθυμία μένει η πικρία. Εμένα μου αρέσει να έρχονται οι ρόλοι και να με βρίσκουν. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν μπορεί να παίξει τα πάντα. Και δεν προλαβαίνει κιόλας. Μην τρελαθούμε. Δεν μπορώ εγώ να υποδυθώ έναν ζεν πρεμιέ. Δεν μπορώ να παίξω τον Ρωμαίο. Και ηλικιακά να το πάρεις, δεν γίνεται.

– Θα σ’ ενδιέφερε να παίξεις κάποιον σαιξπηρικό χαρακτήρα; Έχω χρόνια μπροστά μου. Οι φοβερότεροι χαρακτήρες του Σαίξπηρ, εξάλλου, είναι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία. Και δεν εννοώ μόνο τους πρωταγωνιστικούς. Καλά να είμαστε να παίζουμε μέχρι τα 70 μας κι ότι καλό προκύψει, είναι καλοδεχούμενο.

– Τι μπορεί να σε βγάλει από τα όριά σου;  Ό,τι μπορεί να βγάλει από τα όριά του έναν συνηθισμένο άνθρωπο: η αδικία, το ψέμα, η καταπίεση. Δεν είμαι εξωγήινος. Ό,τι μπορεί να σε βγάλει εσένα από τα ρούχα σου, μπορεί κι εμένα. Δεν διαφέρω από τους άλλους. Είμαστε άνθρωποι με αδυναμίες. Ξέρεις κάτι; Έχω πει ψέματα, όπως μου έχουν πει. Έχω απατήσει, όπως κι έχω απατηθεί. Έχω βρίσει όπως μ’ έχουν βρίσει, έχω περάσει με κόκκινο. Κάπου πρέπει να είσαι προσεκτικός και ειλικρινής όταν λες «με εκνευρίζει το ψέμα». Δηλαδή εσύ, ρε μεγάλε, δεν έχεις πει ποτέ ψέμα στη ζωή σου; Όλο και κάτι θα συμβεί και θα ξεχάσουμε την όποια διαγωγή μας. Καθώς ερχόμουν με το μηχανάκι για τη συνέντευξη, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μ’ έναν ηλικιωμένο που κοκάλωσε πανικόβλητος στη μέση του δρόμου και παραλίγο να πέσω πάνω του. Του έριξα κατευθείαν μια μούντζα. Είναι ανθρώπινη αντίδραση. Όλοι έχουμε νεύρα και όρια. Δεν είμαστε άγιοι, ούτε ζεν.

– Φαντάστηκες ποτέ τον εαυτό σου φραγκάτο και μεγαλοπιασμένο; Εφόσον δεν μου έχουν έρθει τα λεφτά μέχρι αυτή την ηλικία, δεν το βλέπω. Δεν ξέρω κι αν θα ήμουν ο εαυτός μου αν γινόταν αυτό. Αν ποτέ μεγαλοπιαστώ, πάντως, τότε ζήτα μου πάλι μια συνέντευξη κι αυτή τη φορά θα συναντηθούμε να την κάνουμε στο «Μεγάλη Βρετανία»…

INFO Αίας του Σοφοκλή από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου, Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, 5 & 6 Αυγούστου, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, Προσέλευση: 8μ.μ. 70002414 soldoutticketbox