Μια συζήτηση με την Τζούλη Γρηγορίου με αφορμή την παράσταση «Φαύστα», που αυτές τις μέρες παρουσιάζεται στη Λευκωσία.
– Τι ενεργοποίησε την επιθυμία σου να σκηνοθετήσεις αυτή την παράσταση; Καταρχάς, πρόκειται για ένα τρομερό κείμενο, στο οποίο ο Μποστ κατέθεσε μαεστρία και απλότητα, για να είναι διαχρονικό, όπως ο ίδιος ήθελε. Η «Φαύστα» έχει να πει πολλά τόσο για το χθες όσο και για το σήμερα, για μια κοινωνία που κλαίει υποκριτικά και παίζει την αγία, ταυτοχρόνως. Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα να σκηνοθετηθεί ένα κείμενο του 1964 και είπαμε να πάρουμε το ρίσκο με την Εύα Καλομοίρη. Είναι έντονο, οι σκηνές συνδέονται, είναι σατιρικό και ειρωνικό, είναι δύσκολο για έναν ηθοποιό του 2022, είναι δύσκολο για έναν σκηνοθέτη. Μα νομίζω άξιζε τον κόπο να το σκηνοθετήσουμε εκ νέου, χωρίς βαρύγδουπες πινελιές και χωρίς, ασφαλώς, να του αλλάξουμε τα φώτα.
– Το κείμενο του Μποστ ανέβηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα το 1964. Τι το κάνει επίκαιρο στη Λευκωσία του 2022; Ο ίδιος ο Μποστ, σε μια από τις λίγες συνεντεύξεις του, είχε δηλώσει πως η «Φαύστα» είναι κείμενο διαχρονικό και έτσι ήθελε να μείνει. Αυτό μπορεί εύκολα κανείς να το αντιληφθεί, παρακολουθώντας τόσο τη δική μας παράσταση αλλά και το ίδιο το κείμενο από μόνο του. Ο μικρόκοσμος της «Φαύστας» είναι η κοινωνία μας –και στην Αθήνα και στη Λευκωσία- και το 1964 και το 2022. Μία σάτιρα βασισμένη στη γελοιοποίηση του καθωσπρεπισμού, που καθρεφτίζει την υποκρισία της κοινωνίας μας. Τώρα και πάντα.
– Ποια είναι η Φαύστα του Μποστ και τι συμβολίζει στην κοινωνία μας; Η Φαύστα του Μποστ είναι η μητέρα της μικρής Ρίτσας. Την οποία, επί της ουσίας, απαγάγει ένα θαλάσσιο τέρας και καταφέρνει να επιβιώσει και να επιστρέψει σπίτι μετά από αρκετά χρόνια. Η Φαύστα είναι μια κυρία των Αθηνών, κομμένη και ραμμένη σε αυτό που αποκαλούμε «υψηλή κοινωνία». Και συμβολίζει αυτό που πραγματικά είναι: Μια κυράτσα που κλαίει για τον χαμό της κόρης της, αλλά δεν θα τα βάψει και μαύρα για να μην της πέσει η μύτη. Χαίρεται για την επιστροφή της, αλλά με το… γάντι. Τι πιο συμβολικό από την προσωπικότητα της Φαύστας; Αυτό δεν είμαστε ως κοινωνία;
– Ο Μποστ ασχολείται με τα πάθη και τα λάθη της κοινωνίας. Ποια είναι κατά τη γνώμη σου τα μεγαλύτερα; Η υποκρισία, ο ωχαδερφισμός, η υπεροψία, η αλαζονεία, ο εγωκεντρισμός. Αυτό, το τελευταίο, θεωρώ πως αντικατοπτρίζει όλα τα κακά της μοίρας μας. Όταν ο καθένας ενδιαφέρεται πρωτίστως για το «εγώ» του, τότε παύει να υπάρχει κοινωνία. Ο καθένας είναι μόνος του, με το άτομό του.
– Αυτή είναι η πρώτη παράσταση που σκηνοθετείς. Τι νιώθεις να απολαμβάνεις περισσότερο σε αυτό τον ρόλο; Πρώτα-πρώτα τη δημιουργικότητα. Και τις ώρες που χρειάζονται, συνήθως πάνω από ένα κείμενο, για να γίνει κάτι δημιουργικό. Με την Εύα Καλομοίρη που συνσκηνοθετούμε την παράσταση, έχουμε ως γενικό στόχο να εμφυσήσουμε τη φρεσκάδα των ιδεών της ομάδας, για να δώσουμε μια νέα πνοή στο έργο του Μποστ. Να το επεξεργαστούμε μέσα από το φίλτρο της αλήθειας μας, των ανθρώπων της γενιάς μας. Το πάλεμα με τους συνεργάτες, για να βγει κάτι που να μας ικανοποιεί και να σέβεται το ίδιο το κείμενο, όποιο κι αν είναι αυτό. Την αλληλοβοήθεια και τη συμπόρευση με τους ηθοποιούς, τη σύνδεση με τους ρόλους, το συγκέρασμα με τα σκηνικά, τα κοστούμια και ό,τι υπάρχει μπροστά και πίσω από τη σκηνή. Γενικά την απόλυτη επικοινωνία.
– Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, τι πυροδότησε την επιθυμία σου να ασχοληθείς με την υποκριτική; Η Σαπφώ Νοταρά. «Και τα καθολικά και τα ορθόδοξα». Πέραν της πλάκας, πάντα με γοήτευε το θέατρο και ο κινηματογράφος. Μεγάλωσα βλέποντας ελληνικό κινηματογράφο, αδερφούς Μαρξ και Μαίρη Πόπινς. Λάτρευα τον ελληνικό κινηματογράφο, μαζί και την ανεπανάληπτη Σαπφώ. Νομίζω ήταν επόμενο, αν και δεν θυμάμαι κάποια πυροδότηση. Ήταν ένα όνειρο και προσπάθησα να το συνδέσω με τη ζωή μου.
– Ποια ήταν η στιγμή που κατάλαβες ότι αυτό θέλεις να κάνεις στη ζωή σου; Νομίζω πάντα μέσα μου το ήξερα, όμως η στιγμή εκείνη ήρθε, όταν γράφτηκα στην σχολή. Όταν άρχισα να συνδέομαι με τη δουλειά που χρειάζεται η υποκριτική και όχι απλώς με το φαντασιακό της.
– Τι ανακάλυψες για τον εαυτό σου κάνοντας αυτό επάγγελμα; Πώς το είπε ο μεγάλος Ιρλανδός Όσκαρ Ουάιλντ; «Αγαπώ την υποκριτική. Είναι πολύ πιο πραγματική από τη ζωή». Ε, αυτό. Από την υποκρισία της καθημερινότητας, τους καθωσπρεπισμούς, την αγένεια, την ψευτιά, την κλεψιά, καλύτερο δεν είναι να έχει ο καθένας τον ρόλο του;
– Εκτός από το θέατρο, πού αλλού διοχετεύεις τη δημιουργικότητά σου; Έχω πτυχίο Εσωτερικής Διακόσμησης και δουλεύω παράλληλα σε αρχιτεκτονικό γραφείο. Επομένως, η δημιουργικότητά μου μοιράζεται σε αυτά τα δύο. Προσπαθώ να μην μπερδεύω τα αρχιτεκτονικά σχέδια με τα σενάρια.
– Καλλιτεχνικά, τι ακολουθεί για σένα στο αμέσως επόμενο διάστημα; Πρόσφατα, δημιουργήσαμε με την Εύα Καλομοίρη την εταιρεία-ομάδα «Λατέρνα Παραγωγές». Σκοπός μας είναι η εργασία μας στο θέατρο από κοινού, αλλά και η αγάπη μας για την παραγωγή θεατρικών παραστάσεων γενικότερα. Έχουμε αρκετό προγραμματισμό, πολλές σκέψεις για νέα έργα και προτάσεις, άρα το μέλλον φαντάζει ελπιδοφόρο. Τούτο το διάστημα, μας πετυχαίνεις σε περίοδο διαβάσματος και μελέτης, ώστε να καταλήξουμε στην επιλογή έργου για την επόμενη παραγωγή μας.
– Υπάρχει σήμερα κάποιο καλλιτεχνικό σου απωθημένο που θα ήθελες οπωσδήποτε να πραγματοποιήσεις; Πολλά. Δεν ξέρω αν είναι απωθημένα αλλά είναι πολλά έργα, πολλά κείμενα, πολλές ιδέες που έχω στο κεφάλι και στις σημειώσεις μου. Μα απωθημένα δημιουργούνται συνέχεια, όταν ασχολείσαι με το θέατρο. Το θέμα είναι να υπάρχει χρόνος και διάθεση, ώστε να μην γίνονται με το ζόρι. Και προπαντός, να μην γίνονται για να μπαίνουν σε «κενά» βιογραφικά.
Info: «Φαύστα»: 5 & 12/9, 20:30, Flea Theater, Λευκωσία. Τηλ.: 9776650. Tickethour.com.cy 6/9, 20:00, Αμφιθέατρο Πλατείας Ελευθερίας.
Ελεύθερα, 4.9.2022.