Όσα έγιναν στη μουσική παράσταση «Βάλε στα όργανα φωτιά».

Βλέποντάς τον στο πάλκο, ζορίζεσαι να πιστέψεις ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος οδεύει προς τη δύση της ζωής του. Εξάλλου, «ξέρει απ’ έξω τη διαδρομή» Ανατολή- Δύση. Έχει μια απίθανη έφεση «να βρίσκει την άκρη δηλαδή» ανάμεσα στα σημεία του ορίζοντα. Τα παίζει στα δάχτυλά του. Ένας μετρ των συγκερασμών. Τον Δεκέμβρη κλείνει τα 78 του, ωστόσο εδώ και 20 τουλάχιστον χρόνια που τον παρακολουθώ ζωντανά μού φαίνεται απαράλλαχτος. Ένας ανήλικος παππούς- παραμυθάς, σαν μετενσάρκωση του Ομήρου: ραψωδός, μελωδός, αοιδός.

Στην παράσταση με τίτλο «Βάλε στα όργανα φωτιά», που παρουσιάστηκε στην Κύπρο για να τιμήσει την επέτειο των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, είχε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει για μια ακόμη φορά τις απαράμιλλες αφηγηματικές του αρετές. Μνήμες, ήχοι και ιστορίες συνυφασμένες με τις χαμένες πατρίδες και τους ξεριζωμένους συμπλέχτηκαν με την προσωπική και οικογενειακή του μυθολογία. Ο Χατζιδάκις κάποτε παρατηρούσε ότι η μυθολογία αυτή του Σαββόπουλου είναι συνδυασμός καταγωγής και κλίματος εποχής. Εν προκειμένω, δεν χρειάστηκε να πάει μακριά. Αρκούσε να μοιραστεί μερικές διηγήσεις από το ίδιο το σπίτι που μεγάλωσε, με μια παραστατικότητα που τις έκανε στα μάτια μας να μοιάζουν με κινηματογραφική ταινία. Με την κάθε εξιστόρηση να δίνει ουσιαστικά «πάσα» σε τραγούδια «σμυρνέικα, πολίτικα, ανατολίτικα και σαββοπουλικά».

Η παράσταση ξεκίνησε με τη «Θαλασσογραφία» να υπόσχεται ότι θα μας πάρει μακριά, να μάς πάει στα πέρα μέρη. Η πρώτη αφήγηση είχε ως θέμα την άφιξη της οικογένειας της μητέρας του από τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας στη Θεσσαλονίκη, κατά τις ανταλλαγές πληθυσμών που έγιναν ουσιαστικά με κριτήριο την υποστήριξη στο Φανάρι ή την Εξαρχία. «Ο παππούς μου, που φέρω και τ’ όνομά του, είπε ότι θα πήγαινε στη Φιλιππούπολη να εκποιήσει την περιουσία. Έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Μάς έλεγαν ότι τον βρήκε ο αποκλεισμός της Καβάλας, ότι πέθανε, τον σκοτώσανε κ.λπ. Όταν γίνεσαι 15 χρονών, όμως, υπάρχει πάντα ένας θείος που σου σκάει το μυστικό: ο παππούς σκέφτηκε ‘πού με τρέχει τώρα αυτή η τρελή με τα πατριαρχεία’ και γύρισε πίσω στη Φιλιππούπολη όπου έκανε άλλη ζωή, με άλλη γυναίκα. Φαίνεται ότι αυτή η Πράσινη Γραμμή που χωρίζει τόπους καμιά φορά περνά και μέσα από κρεβατοκάμαρες». Ο Σαββόπουλος θυμόταν τη γιαγιά του, πάντα με τα μαύρα και με την κοτσίδα να βγαίνει από το φακιόλι, να μην πολυμιλάει και να μουρμουρίζει ένα θρακιώτικο τραγούδι: «Να ‘μαν πουλί να πέταγα/ Να ‘βλεπα την αγάπη μου/ Σε τι τσαντήρια κάθεται».

Το 1922, απέναντι από την κάμαρη που νοίκιαζε η γιαγιά με τα πέντε κορίτσια της στην οδό Αναλήψεως στη Θεσσαλονίκη, ήρθαν κι έμειναν δύο αδέρφια από την Κωνσταντινούπολη. «Η μητέρα μου, που ήταν η πιο μικρή κόρη, ερωτεύτηκε τον ένα, όπως μας έλεγε ‘για τη λευκότητα του προσώπου του κι επειδή φορούσε γκέτες’. Εγώ ξέρω ότι κάτι άλλο έπαιξε ρόλο: το παλικαράκι ήταν από το Φανάρι για το οποίο τόσα άκουγε από μικρή και για το οποίο τόσα έδωσε η οικογένειά της. Ε, καιρός δεν ήταν να της δώσει κάτι πίσω κι αυτό;» Έτσι προέκυψε η οικογένεια κι έτσι ανατράφηκε κι ο ίδιος με τις ιστορίες και τα τραγούδια ενός κόσμου «βασανισμένου, αλλά αξιοπρεπέστατου, εξευρωπαϊσμένου, αλλά χωρίς ποτέ να πάθει τίποτε η πολιτιστική του ταυτότητα». Η συνέχεια δόθηκε με το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα του: «Καροτσέρη τράβα/ να πάμε στα Ταταύλα», ερμηνευμένο από τον Δημήτρη Φανή και την Αννίτα Κωνσταντίνου.

Ο αφηγητής συνέχισε περιγράφοντας το γεγονός ότι στο σπίτι τα δύο σόγια μιλάγανε όλοι μαζί, φιλιόντουσαν, αγκαλιαζόντουσαν, γινόταν ένα πανδαιμόνιο από χαιρετούρες, ερωτήσεις και φιλιά. Κι όταν καθόντουσαν μαζί στο τραπέζι ξεχώριζες πού και πού και καμιά κουβέντα τουρκική ή βουλγάρικη. Θυμήθηκε ότι βουτούσαν φέτες καθαρισμένου μήλου μέσα σε κόκκινο κρασί κι έπιαναν το τραγούδι. Ορισμένα δεν ήταν από αυτά που άκουγε στο ραδιόφωνο, ούτε ήταν ελαφρά, κλασικά ή δημοτικά. «Ήταν αυτό που μετά από χρόνια το μάθαμε ως σμυρνέικο τραγούδι. Μουσικά κράματα, Ευρώπης, Δύσης και Ανατολής, σε μουσική και λόγια». Έδωσε έτσι πάσα για το επόμενο τραγούδι, κράμα επτανησιακής καντάδας με μικρασιατικά ακούσματα: «Μενεξέδες και ζουμπούλια/ και θαλασσινά πουλιά/ αν ιδείτε το πουλί μου/ χαιρετίσματα πολλά».

Ακολούθησαν ιστορίες όπως αυτή του μουγκού Ψωματιανού που είχε μανάβικο στην Καμάρα Θεσσαλονίκης, αλλά κάποτε ήταν ο μεγαλύτερος κιθαρωδός στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τον πατέρα του Διονύση Σαββόπουλου, ο Ψωματιανός μουγγάθηκε στον δρόμο για το πανηγύρι του Μπαλουκλή, επειδή προσπάθησε να μιλήσει σε νεράιδες που είχε δει να πλατσουρίζουν σε μια λίμνη. Ο Ψωματιανός όχι μόνο ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αλλά έγραψε και τραγούδια όπως το «Τικ, τικ, τίκι, τίκι, τακ/ κάνει η καρδιά μου σαν σε βλέπω να διαβαίνεις». Το τραγούδι «Ψηλά στο μέτωπο» από την οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Ο Βαφτιστικός», έδωσε την ευκαιρία στον αφηγητή να αναφερθεί στη μουσική μόδα της εποχής να μετατρέπονται γαλλικές, βιεννέζικες ή ιταλικές μελωδίες σε ελληνικά τραγούδια. «Είχε γίνει από μουσικής απόψεως εντελώς ευρωλιγούρικη η Ελλάς» σχολίασε. Στο ίδιο πλαίσιο αναφέρθηκε στην περίπτωση του τραγουδιού της Λέσβου «Ζήτω ο Αβέρως» που είναι καταχωρημένο ως παραδοσιακό, ενώ δεν ήταν παρά «ένα βαλσάκι βιεννέζικο που κάποιος δάσκαλος του έβαλε πατριωτικά λογάκια».

Μετά από «Της Αμύνης τα παιδιά», που γράφτηκε για τους πρωταγωνιστές της τριανδρίας της Θεσσαλονίκης, ακούστηκε ηχογραφημένο ηχητικό ντοκουμένο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο να ερμηνεύει το τραγούδι του Διγενή. Ακολούθησαν δύο τραγούδια για τη Σμύρνη: «Σμύρνη πατρίδα μου γλυκιά, χαριτωμένη χώρα, δεν θα σε βγάλω από το νού/ ούτε στιγμή και ώρα» και «Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι/ στο ντουνιά δεν έχει γίνει». Στην εξίσωση της παράστασης είχε προστεθεί κι ο Χορευτικός Όμιλος Διόνυσος. Η εκτέλεση του «Τσάμικου» για την Ελλάδα που «αντιστέκεται και επιμένει» έδωσε την ευκαιρία στο Σαββόπουλο να μιλήσει για τα γεωπολιτικά σύνορα που άλλαζαν, τις αυτοκρατορίες που διαλύονταν και τον κόσμο που πηγαινοερχόταν και την επακόλουθη συνήθεια των ανθρώπων να ρωτούν αμέσως «από πού είστε;» όταν γνωρίζονται με κάποιον: «τι σε μέλλει εσένανε από πού είμαι εγώ/ απ’ το Καραντάσι φως μου ή απ’ το Κορδελιό;»

Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με το «1922» του Γκάτσου και του Μούτση: «μες στου πολέμου τη φωτιά/ έριξ’ η μοίρα τα χαρτιά/ και με την πρώτη καραβιά/ γλιτώσαμε απ’ τη σκλαβιά/ και πέσαμε στην προσφυγιά». Για το 1922 σχολίασε ότι ήταν σαν να βούλιαξε το καράβι και Ίωνες, Καππαδόκες, Πόντιοι, Θρακιώτες σαν ναυαγοί αρπάχτηκαν από μια σχεδία. «Αυτή η σχεδία είναι η Ελλάδα. Κι όλοι μαζί πια μισοπνιγμένοι, ηττημένοι, συχνά αλληλοφαγωμένοι, μισοπεθαμένοι, να που καταφέραμε εν τέλει και φτιάξαμε κάτι. Πέφτουμε σηκωνόμαστε και συνεχίζουμε. Είναι στη φύση μας δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Φορτωνόμαστε το παρελθόν και ανοιγόμαστε στο μέλλον». 

Το Αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών σείστηκε από τους στίχους τραγουδιών όπως «Τα σμυρνέικα τραγούδια ποιος σου τα ΄μαθε;», «Με αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς», «Μαύρη θάλασσα κλειστή, μακρινές μου πεδιάδες, πίσω από τις Συμπληγάδες», «Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Tαταύλα μπόρα, βασίλισσα των κοριτσιών είναι η μαυροφόρα», «Ας κρατήσουν οι χοροί και θα βρούμε αλλιώτικα στέκια επαρχιώτικα» και –ως ανκόρ- «κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει είναι π’ ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη».

Εκτός από τους δύο ερμηνευτές, τον Σαββόπουλο συνόδευσαν το Φωνητικό Σύνολο Διάσταση, η Φιλαρμονική Μέσα Γειτονιάς και οκταμελής λαϊκή ορχήστρα πάνω σε εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις του πολύπειρου μπασίστα και συνθέτη Γιώτη Κιουρτσόγλου.

Ελεύθερα, 4.9.2022