Παρόλο που η ευθανασία βρίσκεται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος του ταλαντούχου ηθοποιού, δεν είναι αυτή ακριβώς το θέμα του βιβλίου του, όπως εξηγεί ο ίδιος, αλλά η διαχείριση του πόνου – σωματικού και ψυχικού.
– Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Η εργασία του ηθοποιού μπορεί να φαίνεται περιπετειώδης και πλήρης, παραμένει όμως πάντα ένα επάγγελμα μεταπρατικό. Με δυο λόγια, είμαστε οι μεσολαβητές ανάμεσα στον θεατή και στον συγγραφέα, δευτερογενείς δημιουργοί. Η συγγραφή αναπληρώνει αυτό το κενό.
– Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε το βιβλίο «Να θυμηθώ να παραγγείλω»; Πριν από πολλά χρόνια με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος, από μια χώρα όπου από τότε επιτρεπόταν η καθοδηγούμενη ευθανασία, για να μου αναγγείλει ότι διαγνώστηκε με μια πολύ επιθετική ανίατη ασθένεια. Και μου είπε πως ανέθεσε στη σύζυγό του την καθοδηγούμενη ιατρική ευθανασία όταν θα έφτανε στο σημείο που δεν θα είχε επικοινωνία με το περιβάλλον και η κατάστασή του θα γινόταν τραγική. Ευτυχώς ο φίλος μου, χρόνια μετά, ακόμη ζει, διαψεύδοντας ιατρικά προγνωστικά και δεδομένα. Το γεγονός αυτό ήταν η αφορμή να ασχοληθώ με ένα τόσο δύσκολο ζήτημα, αλλά φλέγον από κοινωνική, ηθική, μεταφυσική και ψυχολογική πλευρά. Και εννοείται πως αποτελεί λογοτεχνική θρυαλλίδα για ένα πλήθος άλλων θεμάτων που συμπαρασύρει. Όμως δεν είναι η ευθανασία το θέμα του βιβλίου μου, είναι η διαχείριση του πόνου – όχι μόνο του σωματικού, κυρίως του ψυχικού. Ομολογώ πως η Φραγκογιαννού από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, με την τρέλα και την απόγνωσή της, αλλά και ο Ντοστογιέφσκι με το συνολικό του έργο, υπήρξαν για μένα συγγραφικά και λογοτεχνικά πρότυπα.
Είχατε στο στενό σας περιβάλλον κάποιο άτομο που ήθελε να κάνει ευθανασία; Ευτυχώς στο εγγύς περιβάλλον μου δεν είχα κάποιον που προχώρησε σε αυτή τη λύση – που ακόμη βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση, υπό αμφισβήτηση, σε πολλές χώρες. Δεν είναι τυχαίο πως μόνο τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες έχουν επιτρέψει την καθοδηγούμενη ιατρική ευθανασία. Αποτελεί όχι ζήτημα ταμπού, αλλά μια πάρα πολύ σοβαρή απόφαση που χρειάζεται τη μελέτη πολλών διαφορετικών παραμέτρων.
– Η ιδιότητα του ηθοποιού σάς βοήθησε στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα της ηρωίδας σας; Ως ηθοποιός διαβάζω πολλά κείμενα που πρέπει να ερμηνεύσω. Το θέατρο, που πιστεύω πως είναι η πιο δύσκολη τέχνη, δίνει τη δυνατότητα στον παρατηρητή του να καταλάβει και αυτά που είναι γραμμένα κάτω από τις γραμμές του κειμένου – το λεγόμενο υποκείμενο. Εξάλλου, βασικό προσόν και απαραίτητο στοιχείο για να εξασκήσει κάνεις αυτό το επάγγελμα είναι η παρατήρηση. Όποιος διαβάσει το βιβλίο μου θα καταλάβει αμέσως ότι είναι γραμμένο με εικόνες. Η ηρωίδα μου, βέβαια, είναι σκιαγραφημένη με δανεικά στοιχεία από πολλές πραγματικές ηρωίδες, γυναίκες του στενού αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντός μου. Κάθε πρόσωπο, κάθε γεγονός, όταν μπαίνει σε μια ιστορία παύει να είναι πραγματικότητα, γίνεται λογοτεχνία.
– Ποιοι συγγραφείς σάς έχουν επηρεάσει; Μόνο θαυμάζω. Μόνο αγαπάω. Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντης, Θεοτοκάς, Δημοσθένης Βουτυράς, Ανδρέας Μήτσου, Θωμάς Κοροβίνης, Γιόζεφ Ροτ, Στέφαν Τσβάιχ, Χαρούκι Μουρακάμι, Μισέλ Ουελμπέκ.
– Ποιο βιβλίο διαβάζετε αυτές τις μέρες; Τώρα διαβάζω Γιάννη Μαρή, την «Εξαφάνιση του Τζον Αυλακιώτη» και τον συγκλονιστικό «Αύγουστο» του Τζον Γουίλιαμς.
maria.panayiotou@phileleftheros.com
Ελεύθερα, 19.6.2022.