Στην Κύπρια σκηνοθέτρια αρέσουν τα δύσκολα, γι’ αυτό έθεσε τον εαυτό της μπροστά στην υπέρτατη πρόκληση.
Για τη Μαρία Κυριάκου το θέατρο ενέχει πάντα ρίσκο. Γι΄αυτό στην πρώτη της απόπειρα στο πεδίο του αρχαίου δράματος δεν δίστασε να βουτήξει κατευθείαν στα βαθιά επιλέγοντας τον Οιδίποδα Τύραννο. Δηλώνει άνθρωπος των πράξεων και της μελέτης, αλλά δεν κρύβει ότι έχει άγχος μπροστά στο πιο δύσκολο εγχείρημα της (θεατρικής) ζωής της. Εμπιστεύεται, ωστόσο, το ένστικτό της και αφήνει το κείμενο να την καθοδηγήσει. Το ζητούμενο για την ίδια είναι να προκύψει μια εμπειρία συγκίνησης. Θεωρεί άλλωστε ότι το θέατρο είναι μια φέτα ζωής. Που περιμένει να τη βιώσουμε.
– Με ποια συναισθήματα αποδέχτηκες την πρόταση του ΘΟΚ; Ήταν δύσκολη απόφαση, γιατί δεν είχα σκεφτεί ποτέ να κάνω αρχαίο δράμα. Δεν αισθάνομαι ότι έχω εμβαθύνει και μέχρι τώρα είχα ασχοληθεί κυρίως με το σύγχρονο θέατρο. Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να φανταστώ ότι θα σκηνοθετήσω κάποιο από τα μεγάλα κλασικά έργα- λ.χ. Σαίξπηρ ή αρχαίο δράμα. Μ’ ενδιαφέρουν πολύ ως θεατή και τα απολαμβάνω. Αλλά δίσταζα ν’ αναμετρηθώ μαζί τους. Έχω την τάση να μελετώ βαθιά τα πράγματα κι αυτά έχουν ένα απύθμενο βάθος που μού προκαλεί ίλιγγο. Αποδέχτηκα, λοιπόν, πρώτιστα για ν’ αντιμετωπίσω τους φόβους μου. Έτσι, βρέθηκα σ’ ένα ανεξερεύνητο πεδίο. Ήταν μια αρκετά ανοιχτή πρόταση κι η επιλογή του έργου ήταν ουσιαστικά δική μου. Κι αφού ήταν η πρώτη μου φορά, αποφάσισα να καταπιαστώ μ’ ένα κείμενο που νιώθω ότι επικοινωνεί μαζί μου.
– Και διάλεξες τον Οιδίποδα Τύραννο, που θεωρείται από τα πιο πολυεπίπεδα και πολύπλοκα; Από τη μια είναι το πιο πολύπλοκο έργο, αλλά από την άλλη έχει μια πολύ γερή και πλούσια πλοκή, γεγονός που το καθιστά πιο σύγχρονο. Είναι μια συνεχής διαδικασία ανακάλυψης. Εννοείται ότι μου αρέσουν κι άλλα έργα, όπως ο Προμηθέας ή η Αντιγόνη. Ένιωσα όμως ότι με τον Οιδίποδα η πρόκληση θα ήταν μεγαλύτερη. Αφού ούτως ή άλλως θα κολυμπήσω σε άγνωστα νερά, είπα να πέσω στα βαθιά. Επιπλέον, διάβασα κι αυτή τη μαγική μετάφραση του Βολανάκη. Με συνεπήρε ο τρόπος που διατηρεί την ένταση ταυτόχρονα με τη λυρικότητα του λόγου, τις συμπυκνώσεις του Σοφοκλή με τα διπλά νοήματα. Εκεί έγειρε η πλάστιγγα. Αφού ιντρίγκαρε εμένα, αποφάσισα να το δοκιμάσω κι αν αποτύχω ν’ αποτύχω μεγαλοπρεπώς.
– Ποια η σχέση σου με την προοπτική της αποτυχίας; Αυτό είναι μέρος της δουλειάς μας. Για μένα το θέατρο ενέχει πάντα ρίσκο. Προσπαθώ βέβαια να το ελαχιστοποιήσω μελετώντας και δοκιμάζοντας. Ακόμη μελετώ το έργο, δεν σταμάτησα ποτέ. Αν κάτι δεν μου κολλάει, μια ατάκα, ένα χορικό, μια κίνηση, μελετώ. Είχα και στο παρελθόν αποτυχίες, ή τουλάχιστον έχω κάνει πράγματα που δεν μου βγήκαν όπως τα ήθελα. Δεν με φοβίζει το ρίσκο. Το θέμα είναι να νιώσω ότι έχω κάνει ό,τι καλύτερο μπορώ στον χρόνο που διαθέτω. Οι δύο μήνες που είχαμε στη διάθεσή μας, κακά τα ψέματα, είναι πολύ λίγος χρόνος.
– Σε ποιο βαθμό η σκηνοθεσία είναι μελέτη και σε ποιο ένστικτο; Όντας ανίδεη, σαν τον Οιδίποδα, ακολούθησα το ένστικτο κι άφησα το κείμενο να με καθοδηγήσει. Αναδεικνύοντας τον λόγο, αποκαλύπτονται και τα νοήματα, προκύπτουν όλοι αυτοί οι συνειρμοί. Η μελέτη δίνει τροφή. Από εκεί και πέρα, δεν μπορώ να την πάρω και να τη βάλω μέσα στην παράσταση. Εμπιστεύομαι το ένστικτό μου και την όποια εμπειρία έχω από το θέατρο. Όμως, δεν μπορώ ποτέ να ξέρω αν αυτό που κάνω είναι λειτουργικό ή όχι.
– Νιώθεις ότι πίεσες τον εαυτό σου υπερβολικά; Θεατρικά, αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα που έχω κάνει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Ζορίζομαι. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να κατανοήσω σε βάθος αυτό που κάνω. Και λόγω έλλειψης χρόνου, νιώθω σαν να τρέχω συνεχώς καθώς η κλεψύδρα ν’ αδειάζει. Στην Κύπρο λέμε ότι ένα έργο είναι έτοιμο στην τελευταία παράσταση. Εδώ ο βαθμός δυσκολίας είναι ακόμη μεγαλύτερος. Είναι γενικότερα ένα τεράστιο εγχείρημα για όλους μας. Ένα δυσεπίλυτο παζλ. Δεν μου τυχαίνει κάθε μέρα να έχω 14 ανθρώπους να μιλάνε ταυτόχρονα και να πρέπει να συντονίσουν τις κινήσεις τους. Οι ηθοποιοί χρειάζονται χρόνο για να αφομοιώσουν τις πληροφορίες και να προσαρμοστούν στην περίπλοκη υποκριτική φόρμα. Πρέπει να βρούμε τρόπο να μεταφέρουμε το κείμενο στον θεατή με αμεσότητα και χωρίς στόμφο.
– Είναι κάτι που θα ξανάκανες; Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι θα χρειαστώ δύο χρόνια αποχής για να συνέλθω (γέλια). Η πίεση είναι τρομερή. Δεν μπορώ να φάω και να κοιμηθώ. Το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτό.
– Καλά, αν είναι να ταλαιπωρείσαι έτσι γιατί το κάνεις; Δεν είναι ότι δεν το απολαμβάνω, μωρέ. Με το που βρίσκομαι στην πρόβα μπορώ να δουλεύω για 12 ώρες σερί. Όταν δεν είμαι στην πρόβα είναι που με πιάνει το άγχος.
– Δεν σου αρέσουν τα δύσκολα; Δεν έχω πρόβλημα με τα δύσκολα. Μην ξεχνάς ότι άρχισα να κάνω θέατρο στα 30 μου και άρχισα ερασιτεχνικά. Μου αρέσει να μπαίνω φόρτσα και να κάνω πράγματα. Είμαι άνθρωπος των έργων. Εδώ όμως μιλάμε για μεγάλα μεγέθη. Είναι το έργο, η παραγωγή, το πλαίσιο, οι προσδοκίες όλων για το αποτέλεσμα. Κι επειδή είμαι τελειομανής, επιφορτίζω ακόμη περισσότερο τον εαυτό μου.
– Τι σε γοήτευσε περισσότερο στο έργο; Στο έργο του Σοφοκλή η γλώσσα ισοδυναμεί με τη γνώση κι αυτό που κινεί τα πάντα είναι η επικοινωνία. Το αρχαίο δράμα είναι μια ρωγμή σ’ αυτό που δεν ξέρουμε. Ένας δρόμος που οδηγεί σε νέα επίπεδα κατανόησης. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι παρόλο που η υπόθεση είναι πασίγνωστη -όλοι ξέρουμε τι θα συμβεί- το κείμενο μάς κρατάει συνεχώς σε αγωνία. Σε πρώτο επίπεδο είναι μια αναζήτηση ταυτότητας. Η πορεία του διαχρονικού ανθρώπου που θέλει αυτόβουλα να πάει κόντρα στη μοίρα του. Παίρνει πάνω του τις αποφάσεις και τις συνέπειές τους, σε μια πορεία την οποία έχει εξιδανικεύσει.
– Δεν αποφεύγει τη μοίρα του, βέβαια… Ναι, αλλά το ζήτημα είναι τι έχει μάθει στην πορεία κι ότι αντιστάθηκε στη μοίρα του. Τι είναι η ζωή μας; Η μεγαλύτερη βεβαιότητα είναι ότι θα πεθάνουμε. Η φύση μας μοιάζει προκαθορισμένη. Αλλά συνεχίζουμε ν’ αντιστεκόμαστε κι όσο πάει. Ο Οιδίποδας φτάνει στην επίγνωση του εαυτού του όταν πια τυφλώνεται. Η τύφλωση είναι και το φως του. Η κρυφή δύναμη είναι η γνώση. Αυτή η αναζήτηση, το ψάξιμο, το σκάψιμο, η ανάγκη μας να γνωρίζουμε, να συζητούμε, να επικοινωνούμε: αυτό είναι που μας κάνει ανθρώπους. Η ανάγκη μας να μάθουμε ποιοι είμαστε πραγματικά.
– Εσύ ποια είσαι πραγματικά, Μαρία Κυριάκου; Δεν ξέρω. Είμαι 1000 πράγματα. Μία και πολλοί. Έχω πολλά καπέλα. Ο Οιδίποδας αντιλαμβάνεται ότι έχει πολλές ταυτότητες ταυτόχρονα. Έτσι αισθάνομαι κι εγώ: πολλαπλή. Από τη μια είναι η γυναικεία φύση. Είμαι μια γυναίκα που προσπαθεί να επιβιώσει σ’ ένα κόσμο πατριαρχικά δομημένο κι έχει αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Από την άλλη είμαι και σκηνοθέτις. Διαθέτω και μια καλλιτεχνική περσόνα.
– Φοβάσαι ότι κάποια στιγμή θα χρειαστεί να διαλέξεις; Μεγάλωσα μέσα στο βιβλιοπωλείο, είναι η δεύτερη φύση μου. Είναι μέρος της ζωής μου, της προσωπικότητάς μου, η συνέχεια αυτού που έφτιαξαν οι γονείς μου. Όμως είναι μια δουλειά με ευθύνες και απαιτήσεις. Το θέατρο είναι έρωτας, αυτό που πραγματικά θέλω να κάνω. Διαχωρίζω το μυαλό μου σε κουτάκια. Είμαι πρακτικός άνθρωπος. Βγάζω το ένα κοστούμι και φορώ το άλλο. Αυτή την εποχή, βέβαια, βρέθηκα τόσο βαθιά μέσα σ’ αυτή την πρόκληση, που δυσκολεύομαι να μπω στο πετσί του βιβλιοπώλη. Τα τελευταία δύο χρόνια πήρα έξτρα βοήθεια στο βιβλιοπωλείο για να μπορώ να είμαι όσο γίνεται ανεξάρτητη και προσηλωμένη στο θέατρο. Βέβαια, από βιοποριστικής απόψεως, δεν μπορώ να επιβιώσω μόνο από το θέατρο.
– Γιατί διάλεξες τη Λένια Σορόκου για τον ρόλο του Τειρεσία; Ο Τειρεσίας είναι άφυλος. Κι άλλοι σκηνοθέτες έχουν επιλέξει γυναίκα για τον ρόλο αυτό. Πάντα ήθελα να δουλέψω με τη Λένια και της το είχα προτείνει, αλλά δεν βόλεψε. Νιώθω ότι της ταιριάζει πολύ ο ρόλος. Διαθέτει χιούμορ που νομίζω ότι καλύπτει και μια ιλαρυντική πλευρά του χαρακτήρα. Ταιριάζει επίσης το φιζίκ της, ενώ έχει κι ένα υποκριτικό βάρος που ενισχύει τον ρόλο. Έχει ταυτόχρονα και μια ελαφράδα. Δεν βγάζει στόμφο η Λένια. Όλη η ομάδα είναι πλήρως αφοσιωμένη, δεν έχω παράπονο.
– Ήταν δική σου επιλογή το πρωταγωνιστικό δίδυμο; Πολύ καθαρή επιλογή. Με την Πόπη (Αβραάμ) είναι η τέταρτη φορά που συνεργαζόμαστε κι έχουμε κι οι δύο το ίδιο δημιουργικό άγχος, αφού παρά την τεράστια εμπειρία της είναι η πρώτη φορά και γι’ αυτή που συμμετέχει σε αρχαία τραγωδία. Αισθάνομαι τυχερή που την έχω ως Ιοκάστη, όπως αισθάνομαι τυχερή που για Οιδίποδα έχω τον Θανάση (Γεωργίου), ο οποίος κρατά στους ώμους του το βάρος του 80% του έργου. Το κείμενο που έχει να διαχειριστεί όπως και η μετάβαση του χαρακτήρα είναι μια γιγάντια πρόκληση. Υπάρχει αλληλοκατανόηση. Ο Θανάσης μού δίνει πολλά και σκηνοθετικά, γιατί με «ξεκλειδώνει» σε πολλά πράγματα. Ανάλαβε αυτόν τον ρόλο στη σωστή στιγμή, με όλη την εμπειρία που έχει στο θέατρο. Έχει και σκηνοθετική ματιά, γνωρίζει το μέτρο. Άλλωστε, εγώ θεωρώ τον ηθοποιό συνδημιουργό. Είναι συν-σκηνοθεσία αυτό που κάνουμε. Ο ηθοποιός δεν είναι μαριονέτα και με τον Θανάση το αισθάνομαι έντονα αυτό.
– Ποια πτυχή σε προβλημάτισε περισσότερο; Ο Χορός με προβλημάτιζε θεωρητικά. Στην πράξη με ζορίζει ακόμη περισσότερο. Τι είναι σήμερα ο Χορός; Η κοινή γνώμη; Και τι σημαίνει αυτό στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τον τρόπο που λειτουργεί και επηρεάζεται η δημόσια σφαίρα; Στον Οιδίποδα είναι ένας Χορός γερόντων, ανδρών, που είναι και λίγο προνομιούχοι. Δεν είναι ο απλός λαός. Αυτό το άλλαξα ελαφρώς. Επέλεξα έναν πολυμορφικό Χορό πολιτών, με άνδρες και γυναίκες απ’ όλες τις ηλικίες και κατά κύριο λόγο νέους ανθρώπους.
– Με τα σημερινά δεδομένα πρόκειται για μια τερατώδη ιστορία που δύσκολα κάποιος θα δημοσίευε. Ωστόσο, βλέπουμε ότι συμπυκνώνει ένα σωρό αρχέτυπα και νοήματα. Μήπως η πολιτική ορθότητα τελικά μάς «μπουκώνει»; Το αρχαίο δράμα είναι υπεράνω της πολιτικής ορθότητας. Κατανοώ τη χρησιμότητά της, αλλά ταυτόχρονα νιώθω ότι μάς οδηγεί σε ακόμη πιο ασφυκτικά καλούπια, αντί να μας απελευθερώνει και να προστατεύει αυτούς που διατείνεται ότι προστατεύει. Η πολιτική ορθότητα έχει την τάση να θέλει να κρίνει τα πάντα κι αυτό εμένα δεν με βρίσκει σύμφωνη. Ούτε μπορώ να δω θετικά τη λεγόμενη «κουλτούρα ακύρωσης» και τα σύγχρονα κυνήγια μαγισσών. Κάποιος λέει κάτι κι αμέσως πέφτουμε να τον φάμε, αναιρώντας όλα όσα έχει κάνει. Όλοι δικαιούμαστε να κάνουμε ένα λάθος ή ένα λεκτικό ολίσθημα στη ζωή μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε βορά στην ανθρωποφαγία.
– Ανέφερες τη γυναικεία σου ιδιότητα. Αισθάνεσαι καταπιεσμένη γυναίκα σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο; Προσωπικά, θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχα. Ζω σε μια δυτική κοινωνία, προέρχομαι από μια οικογένεια που μου έχει δώσει εφόδια, έχω συνείδηση του εαυτού μου μέσα στην κοινωνία. Δεν θεωρώ απαραίτητα τον εαυτό μου θύμα της πατριαρχικής κοινωνίας. Έτσι δεν μπορώ να μιλήσω εκ μέρους κανενός θύματος, καμιάς καταπιεσμένης γυναίκας. Είναι ένα ζήτημα, γενικότερα, το ποιος μιλά εκ μέρους ποιου. Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ζούμε σε μια κοινωνία πατριαρχικά δομημένη. Αυτό δεν μπορούμε έτσι απλά να το αποτινάξουμε από πάνω μας, αναγορεύοντας τους εαυτούς μας σε φεμινιστές. Πρέπει ν’ αναζητούμε τη ρίζα ενός προβλήματος, ενός φαινομένου κι εκεί να το χτυπήσουμε. Η πατριαρχική δόμηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό και την ιδιοκτησία. Αν δεν μας αρέσει το πατριαρχικό σύστημα, εκεί πρέπει να εστιάσουμε.
– Δηλαδή, να καταργήσουμε την ιδιοκτησία; Αντιλαμβάνομαι ότι πλέον δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε ιδεολογίες του παρελθόντος που στην πράξη απέτυχαν. Όμως, να μη βλέπουμε μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Η ανισότητα υπάρχει παντού, δεν είναι μόνο θέμα φύλου. Ο πρώτος διαχωρισμός που πρέπει να αναθεωρήσουμε είναι αυτός ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Η πατριαρχία κι ο ρατσισμός είναι συμπτώματα, όχι αίτια. Πηγάζουν από αλλού. Πρέπει ν’ αποκτήσουμε συνείδηση του προβλήματος, να κάνουμε ορθή διάγνωση για να θεραπεύσουμε σταδιακά το κακό από τη ρίζα του. Δεν αρκεί εμείς οι προνομιούχοι να εξανιστάμεθα καθισμένοι στ’ αυγά μας και να το παίζουμε ευαίσθητοι κάνοντας λάικ ή υπογράφοντας petition ή ακόμη πηγαίνοντας σε πορείες για να νιώθουμε ότι κάνουμε κάτι. Καλύτερα να λέμε ότι μένουμε αμέτοχοι, αφού ούτως ή άλλως δεν πετυχαίνουμε τίποτα αν δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το πραγματικό πρόβλημα. Στις χώρες όπου έχει συγκεντρωθεί ο πλούτος γεννιόμαστε μ’ ένα προνόμιο. Από εκεί και πέρα, κάποιοι έχουν περισσότερα προνόμια και κάποιοι δεν βρίσκουν τις ευκαιρίες. Πρέπει να επιδιώκουμε ένα κράτος που να δίνει φωνή και ευκαιρίες και στους μη προνομιούχους.
– Το θέατρο είναι όντως θνησιγενής τέχνη; Δεν αφήνει κάτι πίσω του; Πώς, δεν αφήνει! Αφήνει στιγμές. Είναι σαν τη ζωή. Βιώνεις κάτι το οποίο σου μένει. Το καλό θέατρο είναι μια φέτα ζωής, μια εμπειρία συγκίνησης. Οποιαδήποτε μορφή τέχνης είναι κάτι που μάς υπερβαίνει, μάς συγκινεί, μάς παρασέρνει.
– Έχει όμως τον αντίκτυπο που εμείς θεωρούμε ότι έχει; Πιστεύω πως ναι. Εγώ το ένιωσα έντονα αυτό με το «Out of Necessity». Ο ντόρος που έγινε μ’ αυτή την παράσταση, όλες αυτές οι συζητήσεις που προέκυψαν με άγνωστο κόσμο συνέτειναν σε μια αξέχαστη εμπειρία. Το θέατρο είναι επικοινωνία. Σαν να βρίσκεις στον δρόμο έναν άγνωστο, να βρίσκετε κάτι κοινό και να κάνετε μια πολύ ουσιαστική κουβέντα. Κι ας μην τον ξαναδείς ποτέ. Αυτό κάτι θ’ αφήσει. Κυρίως όμως το θέατρο θέτει ερωτήματα. Αυτό είναι πολύ σημαντικό σε μια εποχή που λείπει η κριτική σκέψη κι έχει αρχίσει να επικρατεί η αποσπασματική σκέψη. Ο χρόνος που επενδύουμε σε μια πληροφορία ολοένα και λιγοστεύει. Τα παιδιά σήμερα διερωτώνται γιατί πηγαίνουν σχολείο, αφού ό,τι χρειάζεται να γνωρίζουν, λέει, μπορούν να το βρουν μέσα σε μια συσκευή που κρατούν στα χέρια τους.
INFO ΘΟΚ, Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, Λευκωσία: 1, 2, 21 & 22 Ιουλίου, Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ’/ Λεμεσός: 8 & 9 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου/ Πάφος: 13 Ιουλίου, Αρχαίο Ωδείο/ Λάρνακα: 16 Ιουλίου, Παττίχειο Αμφιθέατρο/ Δερύνεια: 29 Ιουλίου, Δημοτικό Αμφιθέατρο, 9μ.μ. 77772717