Νίκος Κατσαλίδας: «Το ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών», εκδόσεις Ελληνική Παιδεία, 2021.

Ακάματος, σταθερός, στοχοπροσηλωμένος, συνεπής και ακριβής με τους θεματικούς, αλλά και τους υφολογικούς του πυλώνες παραμένει, εδώ και δεκαετίες, ο Έλληνας Βορειοηπειρώτης ποιητής, Νίκος Κατσαλίδας. Η ποίησή του ελαύνεται από τη γενέτειρά του την ταπεινή Άνω Λεσινίτσα στην Αλβανία, αλλά απολήγει, απευθύνεται και αγκαλιάζει τον όπου γης ελληνισμό. Και συνάμα στηρίζεται σε τέσσερα γερά μα ιερά αγκωνάρια, τις έννοιες φύση, πατρίδα, πίστη και παράδοση.

«Το ξύπνημα των κοιμωμένων οφθαλμών» είναι το 22ο ποιητικό βιβλίο του Κατσαλίδα. Ο ποιητής παραμένει πιστός στην παραδοσιακή ομοιοκατάληκτη γραφή. Ωστόσο, αυτή τη φορά θεωρώ ότι έγινε ακόμη πιο εύτολμος, πιο πειραματικός, πιο πλουραλιστικός και πιο ελευθερόφρων ως προς τις μετρικές του επιλογές. Ο Ν.Κ. δοκιμάζει και δοκιμάζεται μέσα από διάφορες μετρικές παραλλαγές, κυρίως στο πρώτο μέρος του βιβλίου του. 

 Συμμερίζομαι απόλυτα τα όσα καταγράφει στον πρόλογο του βιβλίου η ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας Άννα Αφεντουλίδου. Όντως, μόνο ως «ένας ευφορικός λυρισμός και μια φυσιολατρική εποποιία της πατρίδας» (σελ. 10) μπορεί να χαρακτηριστεί η πεμπτουσία της ποίησής του. Την ίδια ώρα, πράγματι, ο Κατσαλίδας καταγράφει «ένα ποιητικό όραμα εμποτισμένο από τη νοσταλγία μιας πατρίδας ιδεατής, χαμένης στο βάθος της ιστορίας, που συνεχίζει να βαδίζει τους μύθους της ως το τέλος του χρόνου». (σελ. 16)

Ώρα όμως ν’ αρχίσουμε την περιδιάβαση στη νέα συλλογή του Ν.Κ. Η ευρηματικότητά του παραμένει ανεξάντλητη, σε ομοιοκαταληξίες, σε εικόνες, σε πανσπερμία χρωμάτων, ήχων, αρωμάτων ή ακόμα και γεύσεων. Κι όλ’ αυτά μαζί να παραπέμπουν στη φύση και στη βαθύριζη ελληνική παράδοση: «Μύρια τριζόνια τρι τρι τρι, / τριζοβολούνε στο μαντρί. / Η κελαηδότσιχλα η τρελή, / στου συκοφάγου την αυλή. / Βραχνή η κίσσα, κουνιστή, / πάνω στη λεύκα κρεμαστή».  (σελ. 45)

Ο Ν.Κ. είναι ένας βιρτουόζος στη συγκρότηση ειδυλλιακών εικόνων που συνταιριάζουν την ομορφιά της φύσης μα και το κάλλος της ψυχής. Άπειρες οι φορές που, μέσω αυτής της προσέγγισης, ο ποιητής πετυχαίνει την πρόκληση συγκινησιακού ρίγους αλλά και ψυχικής ανάτασης στον αναγνώστη. Όπως εδώ: «Φορές φορές ο ουρανός φωλιάζει στο κεφάλι μου. / Φορές φορές ο κότσυφας στις τσέπες μου κοιμάται. / Και στα παραθυρόφυλλα πουλιά και άστρα τρέμουν». (σελ.81)

Αλλού πάλι, πάντα ορμώμενος από την σαγηνευτική ομορφιά της φύσης, υμνωδεί το κάλλος της αντινομίας, της αντίφασης, της αντίθεσης. Ο ποιητής χειρίζεται με μαεστρία λέξεις, εικόνες, ήχους μα και γεύσεις συγκροτώντας μια αισθητική πανδαισία: «Αχ, πικροδάφνη μου, / α, κυπαρισσόμηλό μου, / κι εσύ κιτρολέμονό μου, / λέξεις γλυκές, ποιητικές, / αλλά κουκούτσια άπειρα, / όλα γεμάτα γεύση πίκρας!». (σελ. 89)

Οι στίχοι που Ν.Κ. είναι συνήθως κυριολεκτικοί. Ο ποιητής κυριολεκτεί, έστω κι αν μετέρχεται συχνά τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις. Κι ενώ κυριολεκτεί, κάποτε οι στίχοι του μπορεί να εικάσει κανείς ότι έχουν και αλληγορική χροιά, φτάνει το τοπίο της φύσης να μετατραπεί σε αστικό τοπίο: «Τι είδος χειμώνας είναι  αυτός δίχως σκυλιά / μονάχα με τσακάλια και με άγριους λύκους; / Τα χιονισμένα μας βουνά μες την ανεμελιά. / Θεριεύει η ραχοκοκαλιά μες στους ιλίγγους». (σελ. 25)

Θα μπορούσαν να γραφτούν ολόκληρες μελέτες, μονογραφίες, διατριβές, για τη θέση των πουλιών ή των δέντρων ή των ποταμών ή των ζώων του δάσους στην ποίηση του Ν.Κ. Αυτή είναι η εμπροσθοφυλακή των συμβόλων που χρησιμοποίει στα έργα του. Το δάσος όμως και τα δέντρα που το συναποτελούν είναι το δεσπόζον θέατρο των δρωμένων στον ποιητικό του λόγο. Ιδού ένα δείγμα γραφής από το ποίημα που τιτλοφορείται «Η σπονδυλική των δέντρων»: «Όλος ο κόσμος περπατά και όλη η οικουμένη. / Έρημο δέντρο ριζιμιό στα ριζοβούνια μένει… / …Ο κοκκαλιάρικος κορμός σαν ξύλινα λελέκια, / ανατριχιάζει, αρπάζεται από τ’ αστροπελέκια». (σελ. 61)

Το δημώδες μαζί με το επικό στοιχείο απαντώνται συχνά στην ποίηση του Ν.Κ. Ακολουθούν αποσπάσματα από ένα ποίημα που προφανώς γράφτηκε για να τιμηθούν τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Ο ποιητής αναδεικνύει μια άγνωστη για το ευρύ κοινό πτυχή της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου. Σ’ αυτήν μετείχαν και 250 αγωνιστές από τη Χιμάρα: «Στα ακαπίστρωτα βουνά και τα καμαρωμένα, / φλάμπουρα τα γελέκα μας τα καταματωμένα…/…Οχλοβοές κι αλαλαγές, αντιλαλούν οι λόγγοι. / Μια είναι η Χιμάρα μας κι ένα το Μεσολόγγι…». (σελ. 71-72)

Γενικά, όπως είχα την ευκαιρία να σημειώσω και στο παρελθόν αναφερόμενος σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Ν.Κ., «ο νόστος στην ποίηση του προσλαμβάνει διαστάσεις μαγικές, σαγηνευτικές, μυθικές. Είναι νόστος καθαρτικός, νόστος ενδοσκόπησης, αισθητικής και φυσιολατρικής καλλιέργειας». (Φιλελεύθερος 17.12.2018) 

Θα ήθελα όμως να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με μια από τις κλασικές στιγμές του Ν.Κ. Με το γνωστό δέος του ποιητή απέναντι στην ομορφιά της χλωρίδας και της πανίδας, την ομορφιά όλης της φύσης. Της φύσης της οποίας ο ποιητής παραμένει, αέναος και ταπεινός προσκυνητής για πάντα: «Γονυπετής ξεδίπλωσα το πράσινο υφάδι. / Η χλόη άχνισε χαλί στρωμένο με αλφάδι». (σελ. 33)

g.frangos@cytanet.com.cy

Ελεύθερα, 27.2.2022.