Για το ιστορικό μυθιστόρημα βιβλίο «Μόρια, Παμμήτωρ γη» η Νίκη Γκίζη έλαβε το Α’ Βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό που διοργάνωσαν το Πολιτιστικό Σωματείο Culture 4All και η Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Μέσα από γεγονότα άλλοτε αστεία κι άλλοτε δραματικά, το βιβλίο ταξιδεύει τον αναγνώστη στα 2500 χρόνια ιστορίας της Λέσβου, για να γνωρίσει τη δημιουργία και τον πολιτισμό, να θυμηθεί όλες τις στιγμές που λοιδορήθηκε και πάσχισε να βρει δικαίωση.

– Τι έστρεψε το ενδιαφέρον σας στο συγκεκριμένο θέμα; Η ενασχόλησή μου με την ιστορία και την κοινωνιολογία για πολλά χρόνια και το ενδιαφέρον για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, ασύνειδα μ’ έστρεψε στη Λέσβο, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Με τις τελευταίες ταχύτατες εξελίξεις της εισροής τόσων ανθρώπων στον ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα στα ακριτικά νησιά, το ζήτημα έγινε νέο πεδίο αντιπαράθεσης ενός μανιχαϊστικού διπόλου: «εμείς» κι οι «άλλοι». Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να βάζουμε εύκολα θετικό και αρνητικό πρόσημο για τις αντιλήψεις. Συνήθως αυτό που μας ξενίζει, όταν κάποιος απρόσκλητος εισβάλλει στη χώρα, είναι ο φόβος της διαφορετικότητας, της εθνικής απειλής, του ξεβολέματος. Αυτόματα, ο «Άλλος» γίνεται μαύρο πρόβατο γιατί ταυτίζεται με τον εισβολέα που θα μας επιβάλλει τις «κακές συνέπειες» της πολυπολιτισμικότητας.

– Τι επιδιώκει να προσφέρει το βιβλίο πάνω στη συζήτηση για το μεταναστευτικό; Την αποτύπωση του φαινομένου στις πραγματικές του διαστάσεις, χωρίς μισαλλόδοξες και ξενοφοβικές κραυγές. Είναι μια προσπάθεια ν’ αναδείξει απλά, σαν παραμύθι, την ανθρώπινη διάσταση των προσφύγων και των κατοίκων που μιλάνε ανθρώπινα. Αφού λοιπόν μιλάμε όλοι ανθρώπινα, μπορούμε να καθίσουμε γύρω από ένα τραπέζι και με τη συζήτηση να βρούμε τη λύση στην πίεση του μεταναστευτικού ζητήματος. Καλοπροαίρετα, συντονισμένα, με λογική, μακριά από ακραίες ξενοφοβικές κραυγές, αφορισμούς και ιδεοληψίες.

– Τι σας τρομάζει περισσότερο σε σχέση με όσα συμβαίνουν σήμερα στη Μόρια; Το μόνο που με τρομάζει είναι η αδιαφορία, η έλλειψη ενσυναίσθησης, ο αποκλεισμός, η σκληράδα του ανθρώπου που γεννιέται μαλακός σαν ζυμάρι και μέχρι να πεθάνει γίνεται άκαμπτος, σκληρός σαν πέτρα.

– Μπορεί ν’ αλλάξει η επικρατούσα εικόνα για περιοχές υποδοχής, όπως η Λέσβος; Μπορεί κάλλιστα, όταν υπάρχει η σωστή πληροφόρηση. Η Μυτιλήνη είναι ένα νησί που κουβαλά πάνω του 2500 χρόνια ιστορίας. Η έρευνά μου σε ιστορικά, λαογραφικά, τοπιογραφικά, μουσειακά στοιχεία, σε διατριβές, συγγράμματα, μύθους, παραμύθια, ποίηση, ζωγραφική, σε συνδυασμό με τη βοήθεια των εργαζομένων στο ΚΥΤ, στη Frontex, σε ΜΚΟ, στη EUROPOL, στην OXFAM, στην EASO, στο ΚΕΕΛΠΝΟ, καθώς επίσης οι εθελοντές, οι τοπικές αρχές, ο απλός κόσμος, οι πρόσφυγες κι οι μετανάστες με βοήθησαν ν’ αναδείξω τον πολιτισμό, την κοινωνία, τα αρχαιολογικά τεκμήρια, τη φιλολογική παράδοση, τη λαογραφία, τα ήθη, τα έθιμα, τον Θεόφιλο, τον Ελύτη, τη Σαπφώ κι όχι μόνο, μέσα από τη λογοτεχνία.

– Ποιες σκέψεις σας προκαλεί η ταύτιση της Μόριας με την έννοια του κολαστηρίου; Ένα χωριό που δάνεισε το όνομα του στο Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης και οι Μοριανοί είναι άδικο να λοιδορούνται με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς στα ξένα μέσα ενημέρωσης. Όταν διάβασα τέτοια σχόλια στον ευρωπαϊκό τύπο θεώρησα χρέος μου να μιλήσω. Κι ο καλύτερος τρόπος να ακουστεί η ιστορία του μεταναστευτικού προβλήματος καθαρά, σταθερά και με σαφήνεια, ήταν μέσα από τη μυθιστοριοποιημένη αφήγηση λεπτών προσωπικών καταστάσεων των ηρώων, που όσο κι αν αρχικά φαντάζουν ατομικές, τελικά επηρεάζουν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. 

– Είναι η έκφραση συμπόνιας βασικός στόχος της λογοτεχνίας; Σ’ ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα που αναπαριστά μια πιστή ανάπλαση του εξωτερικού κόσμου, σε συγκεκριμένη εποχή, η έκφραση συμπόνιας δεν είναι μια μονοσήμαντη λεκτική κατασκευή. Αποτυπώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλύπτει την ιδεολογία, τις πρακτικές, την κοινωνική αλληλεγγύη μιας κοινωνίας. Σε μια εποχή άνυδρου ορθολογισμού και αμφισβήτησης βασικών αξιών της ζωής μας, σκοπό έχει να κάνει τον αναγνώστη ν’ αποφύγει την εμμονική αναπαραγωγή αρνητικών στερεοτύπων με στόχο την διαμόρφωση κοινωνικών στάσεων, ή ακόμα και να βγει από τον βάλτο. Να του κινητοποιήσει τα ανθρώπινα ένστικτα μέσα από τη μνήμη, τη γνώση του συλλογικού εαυτού για ένα καλύτερο μέλλον.

– Ποια πτυχή της αφήγησης σας δυσκόλεψε περισσότερο τεχνικά και συναισθηματικά; Δυο φορές επισκέφτηκα τη Μυτιλήνη. Η πρώτη ήταν ταξίδι εξερεύνησης, τη δεύτερη λύγισα. Λύγισα γιατί ο Μοριανός που σήκωσε φράχτες γύρω από το σπίτι του είχε πλέον όνομα και πρόσωπο, είχαμε πιει κρασί και ούζο μαζί. Τον έλεγαν Γιώργο, Νίκο, Εριφύλη. Δεν ήταν κάποιος απρόσωπος «δικός μου» που θα έκρινα τη συμπεριφορά, την υπομονή, τις αντοχές και τα νόμιμα δικαιώματά του. Το ίδιο ένιωσα όμως και με τους πρόσφυγες. Πέρασα κοντά είκοσι μέρες μαζί τους μέσα κι έξω από τον καταυλισμό. Δεν ήταν ο λαθραίος «ξένος» που έκαψε τις ελιές, έκλεψε τις κότες, τα κατσίκια, τα μαρούλια. Ήταν ο Ραζάν με το χαριτωμένο τσουλούφι στο πλάι που συνόδευε τη μαμά του στη θάλασσα αν και δεν του άρεσε το μπάνιο. Η Αΐσα που ονειρευόταν να πετάξει με αεροπλάνο να συναντήσει τον μπαμπά της στον ουρανό. Ο Μουράτ, που κάθε βράδυ ένας ηλικιωμένος τον περίμενε στο πολυτελέστατο αυτοκίνητο έξω από τον καταυλισμό κι εκείνος έτρεχε να τον βρει γιατί θα γυρνούσε τα ξημερώματα με δέκα ευρώ στην τσέπη. Είχε πέντε αδέρφια και μια μάνα στη σκηνή και το Βερολίνο είναι πολύ μακριά. 

– Τι απασχολεί κυρίως τη σκέψη σας και επιδιώκετε να το περάσετε μέσα από τη συγγραφή; Αυτό που με απασχολεί είναι η μεγάλη εικόνα που κάνει τον άνθρωπο μικρό. Αυτό είναι υγεία, τουλάχιστον για εμένα. Λειτουργώ σαν συνωμότης. Χρησιμοποιώ λαθραία τον λογοτεχνικό λόγο. Ξεκλειδώνω τη διαδικασία της συνδιαλλαγής του εσωτερικού και του εξωτερικού κόσμου μου.