Κώστας Λυμπουρής, «Αθαλάσσα», μυθιστόρημα, εκδόσεις Το Ροδακιό.
Όσο κι αν είναι δύσκολο να πλάθεις ζωντανούς χαρακτήρες, συνυφαίνοντας τις εκδηλώσεις τού ιδιόρρυθμου ψυχισμού τους και αποτυπώνοντας την ιδιαιτερότητα του ατομικού ή του ομαδικού τους βίου σε σκηνική ατμόσφαιρα υποβλητικού ρεαλισμού μέσα από τη συνεκτική δομή μιας ρέουσας ευθύγραμμης πλοκής, αποβαίνει δυσκολότερη η επινόηση των μυθοπλαστικών δρώμενων εντός της ιστορικής πραγματικότητας του τόπου και της δυστοπίας του, των δραματικών γεγονότων και των τραγικών τους διαστάσεων.
Ένα επίπονο, ομολογουμένως, εγχείρημα, που χρειάζεται την εξισορρόπηση του μέτρου, ώστε το μυθιστόρημα να μην καταλήγει υβριδικό συνονθύλευμα πληροφοριακών στοιχείων και πραγματολογικών σχολιασμών.
Την αδιάσπαστη αυτή συσχέτιση δημιουργικής φαντασίας, επιστημονικής προσέγγισης και υπαρκτής υπόστασης των πραγμάτων, ήτοι την τρισυπόστατη εναρμόνιση μεταξύ λογοτεχνίας, ψυχιατρικής και ιστορίας, επιτυγχάνει ο Κώστας Λυμπουρής στο δεύτερο μυθιστόρημά του, που τιτλοφορεί με την τοπωνυμική μετωνυμία του γνωστού ασύλου ψυχοπαθών. Ένα ίδρυμα που καταγράφει τις σκοτεινές πτυχές της πορείας του από την εγκαθίδρυσή του επί Αγγλοκρατίας και τη μετατόπιση των εγκαταστάσεών του μέχρι τη μετεξέλιξή του σε ειδικό νοσηλευτήριο· χωρίς, ωστόσο, να εκλείψει ο στιγματισμός των εγκλεισμένων ατόμων στον χώρο της περιθωριοποίησής τους από μια συντηρητική κλειστή κοινωνία προκαταλήψεων απέναντι στη διαφορετικότητα και τις όποιες παρεκκλίσεις από την καθεστηκυία κανονικότητα των προηγούμενων χρόνων.
Στο Ψυχιατρείο, λοιπόν, Αθαλάσσας, που ανηλεώς βομβαρδίστηκε το 1974 από την τουρκική αεροπορία, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας δεκάδες τροφίμων και νοσηλευτών, επιλέγει ο συγγραφέας να συνθέσει μια πανοραμική τοιχογραφία με τις αληθοφανείς βιωματικές εμπειρίες και τον εύθραυστο συναισθηματικό κόσμο των προσώπων της, περιελίσσοντας συγχρόνως ως σκηνογραφικό υπόβαθρο το αφηγηματικό νήμα γύρω από τα κομβικά σημεία της Νεώτερης Κυπριακής Ιστορίας: από το 1964 της τουρκανταρσίας μέχρι τα οδυνηρά επεισόδια που οδήγησαν στο πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή, μη παραλείποντας τους ενδιάμεσους σταθμούς τής δικτατορίας στην Ελλάδα, καθώς και την τότε επικαιρότητα στον διεθνή στίβο των πολεμικών συγκρούσεων και των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών.
Συνοψίζοντας τους μυθιστορηματικούς άξονες, παραθέτουμε ένα αδρομερές περίγραμμα της συγκρότησής τους. Ο νεαρός δάσκαλος Ισίδωρος, είναι ο κεντρικός ήρωας όχι απλώς υπό τη μεταφορική αλλά την κυριολεκτική έννοια του όρου, εφόσον υποκρίνεται τον παρανοϊκό απαγγέλλοντας πεισιθάνατους στίχους στους μικρούς μαθητές του, προκειμένου να βρεθεί με ιατρική γνωμάτευση στο άσυλο δίπλα στην αγαπημένη μου.
Η νεαρή, επίσης, εκπαιδευτικός και δασκάλα του κατηχητικού Ανθούλα έχει ήδη εισαχθεί στην εκεί πτέρυγα γυναικών λόγω της εμμονής της να φορά κίτρινα παπούτσια, κυρίως όμως της υποσυνείδητης βούλησής της να εκφράζει τις προσωπικές αισθητικές της επιλογές ενάντια στα αντιδραστικά στερεότυπα των γύρω της. Πολύ γρήγορα, εντούτοις, ο προϊστάμενος των νοσηλευτών στο άσυλο αντιλαμβάνεται ότι ο Ισίδωρος δεν πάσχει από καμιά ψυχασθένεια και του εμπιστεύεται τον καταρτισμό ομάδας λειτουργικών ασθενών, ώστε να συμβάλει τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην ψυχοπνευματική τους βελτίωση.
Μέσα από τις συστηματικές αυτές συναντήσεις σκιαγραφούνται άτομα, ανάμεσά τους και δυο Τουρκοκύπριοι, με διαφορετικές ηλικίες και διακριτές ιδιότυπες συμπεριφορές, καλλιτεχνικές κλίσεις, παράδοξες επιθυμίες, ιδεοληψίες και φυσιολογικά έως αλλόκοτα ενδιαφέροντα. Κομίζοντας ο καθένας τα απωθημένα και τα παράλογα ανακλαστικά της ασύνειδης δυστυχίας του, απορριπτέος και ξεχασμένος από την αναλγησία του οικογενειακού και κοινωνικού του περίγυρου, ένα όνειδος και βαθύ τραυματικό στίγμα μέχρι και τη στιγμή της απαξίωσής του, μετά από δεκαετίες, για την ταυτοποίηση των βομβαρδισμένων οστών του.
Είναι ο μικρός Σωτηράκης με τις βαρκούλες του, που κάποτε τον βρίσκουν θανάσιμα κτυπημένο στα βράχια του παρακείμενου ποταμού, ο Πλούτωνας με τη μελέτη των άστρων, ο Λουκής με τα καναρίνια του, ο Γρηγόρης με τις ζωγραφιές του, ο Στέλιος με τα φίδια του, ο Αντρόνικος με το τραγούδι και ο Φώτης με τη φυσαρμόνικα, ο Θεοχάρης με τις προσευχές του, ο Αρτέμης που βλέπει σκιές ύστερα από τον βασανισμό του από τους Άγγλους ως πρώην αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο γέροντας βρακάς, θύμα του εκμεταλλευτή γαμπρού του, ο επονομαζόμενος Μακάριος και όσοι παρουσιάζονται ως άγιοι, ο ταβλαδόρος «μεγαλοφυής μικρόνους» και τόσοι άλλοι.
Είναι όμως και ασθενείς στον θάλαμο γυναικών, εκτός από την Ανθούλα και την καλλίφωνη φίλη της Χριστίνα, όπως η Μαρία με επιθετικά επικίνδυνα σύνδρομα, που τρελαίνεται ύστερα από τον θάνατο των γονιών της, τον πνιγμό του παιδιού της και την εγκατάλειψή της από τον ανεπρόκοπο άντρα της. Δεν απουσιάζουν, όμως, και κάποιοι εγκληματικοί τύποι, που παραπέμπονταν στο ίδρυμα, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα σε ασθενείς και προσωπικό.
Ο συγγραφέας δεν ανατέμνει μόνο την ψυχολογία των ασθενών και των συγγενών τους, αλλά και αποτιμά τον επαγγελματικό ζήλο είτε την ακαταλληλότητα ορισμένων νοσηλευτών, αναφερόμενος στο δύσκολο έργο τους. Ενδεικτικές οι διευκρινίσεις του προΐστάμενου Δαμιανού: «[…]Συχνά λέμε ότι η επικινδυνότητα του ασθενούς μπαίνει στο ψυχιατρείο και όχι ο ασθενής. Άλλωστε η ψυχική ασθένεια εξισώνει τους πάντες.[…]Σκέψου τι σημαίνει να φροντίζεις με αγάπη τον άλλο κι εκείνος όχι μόνο να μην το εκτιμά –γιατί δεν μπορεί να το εκτιμήσει– αλλά να σου επιτίθεται κιόλας!». Σε διαλεκτική, ωστόσο, αντίστιξη οι απόψεις της προϊσταμένης Ιουλίας: «…αν συμπεριφερθείς στον άρρωστο προσπαθώντας να βρεις τον άνθρωπο που κρύβει μέσα του, πιθανόν να τον βρεις. Αν του συμπεριφερθείς, βλέποντας μόνο την ασθένειά του, θα έχεις να κάνεις πάντα μ’ έναν άρρωστο».
Στο μυθιστόρημα, που διακρίνεται για την ποικιλομορφία των αφηγηματικών τεχνικών, προβάλλεται η ταύτιση του έρωτα και του θανάτου ως εξιδανίκευση της αγάπης, όπως και η ενσυναίσθηση του ανθρωπισμού.