Η Σοφία Φιλιππίδου αγαπά ν’ αναζητά το απλό το αληθινό, την αυθεντικότητα και την απολεσθείσα χάρη.
Ήταν από μικρή άνθρωπος θετικός και δοτικός κι από τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη τα υπόλοιπα παιδιά στα παιχνίδια την προτιμούσαν πάντα για αρχηγό. Έτσι και τώρα, ηγείται της διανομής μιας διαπρεπούς κωμωδίας ενσαρκώνοντας την Πραξαγόρα στις Εκκλησιάζουσες που σκηνοθετεί η Μαριάννα Κάλμπαρη. Η συμπαραγωγή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής παρουσιάζεται σε εκδοχή λαϊκής οπερέτας με την υπογραφή του Σταμάτη Κραουνάκη. Η Σοφία Φιλιππίδου είναι μια ηθοποιός που πετυχαίνει μια σπάνια ισορροπία σεμνότητας και εκρηκτικότητας, με τη σκηνή να αποτελεί το μόνο μέρος όπου δεν χάνεται ποτέ. Στη συνέντευξη που ακολουθεί αναλύει τον τρόπο με τον οποίο ο οξύνους Αριστοφάνης ρίχνει φως στην ομορφιά και αναδεικνύει τα σκοτάδια της ανθρώπινης φύσης. Παράλληλα, επισημαίνει ότι η λεγόμενη «κωμική φλέβα» είναι κάτι σαν φλέβα χρυσού που όμως εξορύσσεται με κόπο από τα σκοτεινά λαγούμια της ψυχής.
– Τι καινούριο κομίζει η πρόταση της Μαριάννας Κάλμπαρη; Έχει τη σφραγίδα του Θεάτρου Τέχνης -του οποίου τυγχάνει καλλιτεχνική διευθύντρια- κι επιπλέον μια σύγχρονη ανανεωτική ματιά. Είναι μια πρόταση για το πώς μπορεί σήμερα ν’ ανέβει μια κλασική κωμωδία. Δίνει μια δυνατή ερμηνεία στα πολιτικά στοιχεία του έργου που τα ισορροπεί με τα λυρικά τραγούδια και με την ποιητικότητα του έργου, ενώ στοχεύει στην ανάδειξη της οξείας σάτιρας του Αριστοφάνη που η Μαριάννα Κάλμπαρη παρουσιάζει με μοντέρνο τρόπο.
– Είναι ο Αριστοφάνης απόδειξη του πόσο προβλέψιμοι παραμένουμε ως είδος; Ο Αριστοφάνης πράγματι μιλάει για τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα με τέτοια οξύνοια που σε ξαφνιάζει· ρίχνει φως στην ομορφιά και την ίδια στιγμή αναδεικνύει με τις σκιές τα σκοτάδια της ανθρώπινης φύσης. Είναι ένα λαμπερό μυαλό και η πένα του είναι μαχαίρι και τριαντάφυλλο ταυτόχρονα. Όσο για το ανθρώπινο είδος, εκείνος, ναι, ξέρει καλά να το διακωμωδεί, όμως δεν μπορούμε να μιλάμε γι’ αυτό με αφορισμούς ούτε μπορούμε με μια λέξη να το ορίσουμε. Είναι τόσα τα θαυμαστά και τα μεγάλα έργα κι άλλα τόσα τα χαμερπή και ποταπά που έχει κάνει ο άνθρωπος που προσωπικά μένω άφωνη μπροστά στο «μεγαλείο» του!
– Πώς βλέπετε την εναλλακτική πολιτική πρόταση της Πραξαγόρας υπό το πρίσμα και του κινήματος #MeToo και των μαζεμένων καταγγελιών παρενόχλησης και κακοποίησης; Η Πραξαγόρα είναι άλλη μια Ουτοπία από αυτές που αγαπάει να πλάθει ο Αριστοφάνης. Θέλει να πάρει την εξουσία και καταφέρνει με τεχνάσματα να γίνει πρωθυπουργός και να μοιράζει θώκους και αξιώματα. Σήμερα, το γυναικείο κίνημα αν θέλει να βοηθήσει μέσα από το #MeToo πρέπει να κινηθεί με γνώμονα την ενσυναίσθηση, την αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη και ο αγώνας που θα δώσει να στοχεύει στην καθημερινή δουλειά πάνω στο ζήτημα, στην ενημέρωση μέσω της παιδείας με στόχο ένα καλύτερο αύριο για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου.
– Με ποιο βλέμμα μελετήσατε τον συγκεκριμένο ρόλο σ’ αυτό το στάδιο της ζωής και της πορείας σας; Σίγουρα έχω μεγαλύτερη εμπειρία με τα χρόνια και μελετώ τα κείμενα με πιο σύνθετο τρόπο. Εμπιστεύομαι ακόμη το ένστικτό μου και το καλό μου αυτί που ακούει τον ρυθμό κι αφήνω τις λέξεις και τα νοήματα να μιλήσουν και να κινήσουν το σώμα μου. Βέβαια, υπάρχει πάντα η φαντασία κι ο δημιουργικός μου οίστρος που παίζει καθοριστικό ρόλο στα πλαίσια πάντα μιας ομαδικής δουλειάς. Στην παράστασή μας, πέραν του Αριστοφάνη, κυριαρχεί η διασκευή με τη μουσική και τα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη που με συνεπαίρνουν με τη μαγεία τους. Πάντως, αγαπώ ν’ αναζητώ το απλό, το αληθινό, την αυθεντικότητα και την απολεσθείσα χάρη.
– Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Έλληνες θέλουν να δουν περισσότερες γυναίκες σε θέσεις εξουσίας. Ωστόσο, όταν έρχεται η ώρα των αποφάσεων και της κάλπης, αυτή η βούληση δεν μετουσιώνεται σε πράξη. Πού το αποδίδετε αυτό; Νομίζω πως οι ίδιες οι γυναίκες, που πολλές φορές καθορίζουν τ’ αποτελέσματα, δεν αγαπάνε τις γυναίκες όταν αυτές πλησιάζουν στην «κορυφή». Υπάρχει ένας κρυφός ανταγωνισμός και μια καχυποψία κυρίως προς τις γυναίκες εκείνες που δεν «ανέβηκαν» με το σπαθί τους. Πρέπει η γυναίκα να είναι πολύ χαρισματική για να γίνει αποδεκτή για αξιώματα και θέσεις εξουσίας, ενώ πολλές γυναίκες από τον χώρο του σινεμά και της σόουμπιζ αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης. Από την άλλη, δεν είναι εύκολο γιατί και οι ίδιες -όπως κι οι άντρες άλλωστε- έχουν ακόμη να δώσουν μάχες σε πολλά μέτωπα: μόρφωση, οικονομική ανεξαρτησία, οικογένεια, γάμος, μητρότητα, κοινωνική αποδοχή. Να μη ξεχνάμε ότι επικρατούν ακόμη τα πρότυπα της όμορφης παντρεμένης και πετυχημένης γυναίκας που διαμορφώνονται μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μέσα από τα περιοδικά.
– Πότε θα πάψουν να υποεκπροσωπούνται οι γυναίκες σε ηγετικές θέσεις; Στο χέρι μας είναι να προωθήσουμε τις χαρισματικές, έντιμες και άξιες γυναίκες σε αξιώματα για το καλό όλων μας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για τους άντρες και να μην επηρεαζόμαστε από το περίβλημα και το φαίνεσθαι.
– Ποιο είναι το πραγματικά δύσκολο σε σχέση με την ερμηνεία ενός κωμικού ρόλου; Καταρχάς, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν αμιγώς κωμικό ρόλο. Στις Εκκλησιάζουσες από γραφής η κωμωδία αρχίζει στο δεύτερο μέρος, όταν η Πραξαγόρα επιστρέφει σπίτι κι έχει πάρει πια την εξουσία και κορυφώνεται με τα επεισόδια με τις τρεις γριές όπου κατά τον νόμο επιβάλλεται να συνευρεθούν απαραιτήτως με τεκνά. Επομένως, προσωπικά έψαξα να βρω την κωμικότητα ενός ρόλου που ως βάση του έχει τον αγώνα που στηρίζεται πάνω στο «δράμα» για την κατάντια της χώρας. Η Πραξαγόρα οργανώνει και στήνει μια «παράσταση μέσα στην παράσταση». Ντύνει εντός του θεάτρου τις γυναίκες άντρες, δηλαδή τις μεταμφιέζει προκειμένου να πάρει την εξουσία. Κάνει πρόβα για να πετύχει τον στόχο της και «σκηνοθετεί» μια παράσταση που θα δοθεί ενώπιον των αντρών και θα κερδηθεί. Ιδιοφυής σύλληψη από μεριάς του Αριστοφάνη. Εκείνο που εμένα με δυσκόλεψε, πέραν της κωμικότητας της κατάστασης και τη γελοιότητα της μεταμφίεσης, ήταν το πώς θα κάνω την μεταστροφή και πώς πρέπει να παίξω στο δεύτερο μέρος, όταν ενώ έχω πάρει την εξουσία κι εγκαθιδρύω την κοινοκτημοσύνη μοιράζω κατά το συμφέρον μου- στους δικούς μου ανθρώπους -και ψηφίζω νόμους υπέρ των αδικημένων γυναικών με αποκορύφωμα τον νόμο για τις γριές και τα τεκνά! Είμαι δηλαδή «ηθικό» στοιχείο που «χάλασε» καθ’ οδόν ή ήμουν από πάντα κι «εγώ» ανήθικη; Αυτήν την ισορροπία ψάχνω να βρω για να μη βγει ο ρόλος χάρτινος κι είμαι σίγουρη πως ο Αριστοφάνης, που παίζει στα δάκτυλα την εξουσία, θα γελάει με την αφέλειά μου.
– Ποια είναι η μεγάλη παρεξήγηση σε σχέση με την κωμωδία; Νομίζω η παρεξήγηση ήταν και είναι ότι πρόκειται για εύκολο και εύπεπτο είδος, αφού οι μεγάλες αλήθειες και τα δυσνόητα νοήματα βρίσκονται μέσα στο δράμα. Ίσως γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια αναζητούν στην κωμωδία τα «δραματικά» της στοιχεία ή εκείνα που μας κάνουν να σκεφτόμαστε κι όχι να γελάμε. Για μένα, όμως, το καλό θέατρο είναι ένα και είναι μεγάλο, σπουδαίο και δύσκολο. Όσο για την κωμωδία, είναι δύσκολη τέχνη και απαιτεί ταλέντο, τεχνική, αφοσίωση μαεστρία και στυλ και κυρίως δυνατές προσωπικότητες με αίσθηση του χιούμορ που να μπορούν να εκτίθενται και να τσαλακώνονται, να πάσχουν σε βαθμό γελοιότατος. Ας μην ξεχνάμε πως την ώρα που πέφτουμε στη ζωή μας και παραμορφωνόμαστε, όταν χάνεται η ισορροπία μας, ο κόσμος γελάει… Δεν είναι καθόλου εύκολο να κάνεις το κοινό να γελάει με την καρδιά του.
– Πώς εξηγείτε εσείς αυτό που χαρακτηρίζεται ευρέως ως «κωμική φλέβα»; Κάτι σαν φλέβα χρυσού, πράγμα που περιέργως δεν υπάρχει με τη δραματική φλέβα. Ποιος ξέρει γιατί; Ίσως η κωμωδία σαν λαϊκό είδος να είναι πιο κερδοφόρα. Άλλη ερμηνεία δεν έχω, γιατί αν μείνουμε στη μεταφορά με τα ορυχεία, όλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολη και ανθυγιεινή είναι η ζωή μέσα στις στοές και με τι κόπο βγαίνει το χρυσάφι μέσα από τα σκοτεινά λαγούμια των ορυχείων και της ψυχής μας.
– Τι είναι αυτό που δεν θα υποστηρίζατε ποτέ ως πολιτική θέση; Δεν υποστηρίζω ποτέ πολιτικές θέσεις που είναι ακραίες.
– Η τέχνη είναι ορμητήριο ή καταφύγιο; Η τέχνη είναι και ορμητήριο για μεγάλους αγώνες και καταφύγιο μετά τη μάχη. Ο άνθρωπος γεννήθηκε για να δημιουργεί. Είναι στη φύση του. Επομένως, τα ορμητήρια είναι τα κάστρα και οι πύργοι μας και τα καταφύγια είναι τόποι ξεκούρασης, ανάπαυλας και περισυλλογής μετά τη μάχη. Κάπου όπου καταφεύγουμε για να γίνουνε καλά τα τραύματά μας.
– Ποια είναι σήμερα η σχέση σας με το θέατρο; Η σχέση μου με το θέατρο είναι στα καλύτερά της. Το μελέτησα, έπαιξα πολύ, διάβασα πολύ, έκοψα χιλιόμετρα πάνω στη σκηνή, οργάνωσα ομάδες, έκανα έρευνα, σκηνοθέτησα, το γνώρισα κι επιθυμώ να το γνωρίζω καλύτερα. Καταλαβαίνω πλέον τις συμπεριφορές των συνάδελφων μου και σε πολλές περιπτώσεις μπορώ να μπω στη θέση τους και να τους κατανοήσω. Διαχειρίζομαι καλύτερα επικοινωνιακά ζητήματα της δουλειάς μου και αναζητώ το απλό και το αυθεντικό.
– Ήταν ποτέ για σας ζητούμενο η γεμάτη πλατεία; Ναι, όταν δούλευα στα κεντρικά αστικά θέατρα αυτό ήταν και είναι το ζητούμενο. Το γεμάτο θέατρο είναι η χαρά του παραγωγού και του ηθοποιού. Όπως και η γεμάτη Επίδαυρος, αλλά και τα γεμάτα υπόγεια και τα γκαράζ. Πάντα αυτό είναι το ζητούμενο. Το θέμα είναι πώς παλεύεται αυτό, πόσες θυσίες χρειάζονται και πόσο καιρό αντέχεις να γεμίζεις μεγάλα και μικρά θέατρα.
– Πώς εκλαμβάνετε εσείς την αναγνώριση και τη στήριξη από το κοινό; Την καταλαβαίνω σαν αγάπη και αποδοχή, σαν φροντίδα και έγνοια. Πολλές φορές οι απλοί άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη, ας πούμε, να μου χαρίσουν κι αυτοί κάτι: μια κούρσα στο ταξί, μια γλάστρα στη λαϊκή, ένα μικρό κέρασμα εδώ, μικρά δώρα από χειροποίητα προϊόντα και λένε συχνά «εσείς κάνατε τόσα για μας». Είναι λοιπόν ένα είδος ανταπόδοσης. Μερικοί λένε «να σ’ αγκαλιάσω, να σε φιλήσω σ’ εκείνη την παράσταση μού άλλαξες τη ζωή· σ’ εκείνο το σεμινάριο με πήγες αλλού· μ’ εκείνη τη φράση στη συνέντευξη φωτίστηκα»· αυτό είναι αναγνώριση.
– Ποιο στοιχείο στην παιδική σας ηλικία θεωρείτε το πιο καθοριστικό, αυτό που σας διαμόρφωσε; Με καθόρισε σίγουρα το ότι ήμουν από τη φύση μου χαρούμενη κι έβλεπα σ’ όλα τα πράγματα φως και χρώματα. Έπειτα, ήμουν καλή στο παιχνίδι στη γειτονιά μου και μοίραζα στα παιδιά ό,τι είχα και δεν είχα. Ακόμη, ήμουν αρχηγός στην ομάδα όχι με το έτσι θέλω ή με τεχνάσματα, αλλά γιατί έτσι αποφάσιζαν τα παιδιά. Δεν γινότανε παιχνίδι χωρίς εμένα.
– Ποια είναι η σχέση που έχετε σήμερα με το μακρινό παρελθόν σας, με την εποχή που μεγαλώνατε στη Θεσσαλονίκη; Θυμάμαι πάντα κι αγαπώ τη γειτονιά που γεννήθηκα πίσω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, την Ξηροκρήνη, τη Ραμόνα και τον Βαρδάρη. Το δημοτικό σχολείο στα Εβραίικα και το Δ’ Γυμνάσιο Θηλέων στην Αγία Σοφία, το πάρκο του Λευκού Πύργου και το Κρατικό Ωδείο όπου φοίτησα στη Δραματική σχολή και φυσικά τη Φιλοσοφική στο Αριστοτέλειο, όπου σπούδασα γερμανική φιλολογία- δυστυχώς μέσα στη δικτατορία. Όμως, πάντα εδώ και 35 χρόνια επιστρέφω στη γειτονιά μου αν και το σπίτι που γεννήθηκα το πήρε ο δρόμος. Επιστρέφω στο διαμέρισμα της μαμάς μου που δεν ζει πια, αλλά είναι στην ίδια γειτονιά. Θυμάμαι το ιστορικό Θεατρικό Εργαστήρι της Τέχνης Θεσσαλονίκης όπου έκανα τα πρώτα μου θεατρικά βήματα αλλά και την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης όπου πιο οργανωμένα πλέον ανεβάσαμε πολύ καλές παραστάσεις. Είναι αλήθεια πως για σοβαρούς οικογενειακούς λόγους -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν μπόρεσα να κρατήσω στενή επαφή με τους ανθρώπους που ζουν και δρουν στο κέντρο της πόλης και καθορίζουν και τα πολιτιστικά πράγματα. Ωστόσο, παρακολουθώ τα πάντα κι ενημερώνομαι για όλα ανελλιπώς, αγαπώ και πάσχω για την πόλη μου σαν να είμαι μόνιμος κάτοικος. Γι’ αυτό, ακόμη ζω στην Αθήνα σαν να είμαι φοιτήτρια που όταν θα τελειώσω με τις «σπουδές» μου θα επιστρέψω…
– Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας εκτός σκηνής κι εκτός καλλιτεχνικής δραστηριότητας; Για να καταλάβετε, πρώτα να σας πω πως έχω μια παράξενη σχέση με το θέατρο. Μπορεί να μεταμορφώνομαι στη σκηνή και σε κάποιες περιπτώσεις ν’ απογειώνομαι αλλά όταν πω και την τελευταία λέξη θέλω να χαιρετάω τον κόσμο ως Σοφία. Έτσι, απάνω στη σκηνή, μόλις τελειώσει η παράσταση, απεκδύομαι τον ρόλο και είμαι ο εαυτός μου. Αφήστε που και κατά τη διάρκεια της παράστασης είμαι πάντα εκεί για να με ελέγχω κι εμένα και τον ρόλο και τον ρυθμό της παράστασης και τον παλμό και τις ανάσες του κοινού. Ποτέ δεν «φεύγω» και ποτέ δεν «χάνομαι» επί σκηνής. Αυτό το παθαίνω μόνο στους δρόμους και στις πόλεις. Κατά τ’ άλλα, εκτός θεάτρου είμαι ένας απλός άνθρωπος που συνέχεια καταγίνομαι με κάτι: γράφω, διαβάζω, δουλεύω, παρατηρώ, ερευνώ, βλέπω διαρκώς και ενημερώνομαι για τα πάντα, είμαι ανήσυχη, δραστήρια, δουλευταρού κι όταν μιλώ έχω πάντα αγωνία να επικοινωνήσω αυθεντικά και αληθινά και με ακρίβεια, όμως και με συνείδηση πως είναι δύσκολο να βρω διέξοδο στον λαβύρινθο του μυαλού μου, της ζωής και του σύμπαντος. Συνήθως, πάντως, καταφέρνω επιτυχώς να βάλω μια τελεία και να δω φως στο τέλος μια μεγάλης πρότασης.
– Ποιο θεωρείτε το σημαντικότερο και πιο χρήσιμο συμπέρασμα που αποκομίσαμε από την πανδημία και τον εγκλεισμό; Έζησα στη δεύτερη καραντίνα αυτό που λέμε «φόβο θανάτου» κι αυτό μ’ έβαλε στη διαδικασία των υπαρξιακών ερωτημάτων, με τα οποία βέβαια είχα έρθει σε επαφή από την εποχή που μελετούσα το θέατρο του Παραλόγου που θίγει το ζήτημα του εγκλεισμού, του αδιεξόδου και της ματαιότητας της ζωής. Όμως, άλλο η θεωρία και το θέατρο, άλλο το εξαιρετικό «Παιχνίδι της Σφαγής» του Ιονέσκο -που ανέβασα και διαδικτυακά μέσα στην πανδημία σαν θέατρο στην πλατφόρμα- κι άλλο η ίδια η πανδημία να σου χτυπά την πόρτα. Το πιο χρήσιμο συμπέρασμα, λοιπόν, κατά την γνώμη μου είναι ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αποκοπεί απ’ αυτό που είναι γεννημένος να είναι, δηλαδή δημιουργός. Η δημιουργία θεωρώ πως είναι η μόνη σωτηρία για ν’ αντιμετωπίσεις και να ξεπεράσεις τον φόβο του θανάτου.
- Εκκλησιάζουσες, Αρχαίο Θέατρο Κουρίου, Παρασκευή 2 Ιουλίου & Σάββατο, 3 Ιουλίου, 8.45μ.μ. με αγγλικούς υπέρτιτλους, 7000 2414, greekdramafest.com, soldoutticketbox.com