Στην πρώτη τους απόπειρα στον χώρο της κινηματογραφικής τεκμηρίωσης, ο Βόρις Καραγιάννης και ο Μιχάλης Λαμπριανίδης καταπιάνονται με την ιστορία του μακροβιότερου ελληνικού συγκροτήματος: των Magic de Spell.

Το μουσικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Διασχίζω τον κόσμο και φλέγομαι» (αναφορά στους στίχους του τραγουδιού «Σαράγεβο») επιχειρεί να καταγράψει μια ολόκληρη εποχή –αν όχι και περισσότερες. Με όχημα μια πορεία που ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και φτάνει μέχρι το 2020 παρουσιάζεται η εξέλιξη του συγκροτήματος παράλληλα με την εξέλιξη του ίδιου του κόσμου μας. Με τους Κύπριους δημιουργούς αυτής της διάρκειας 110’ ταινίας συζητάμε για μια διαδικασία που κράτησε 3,5 γεμάτα χρόνια και περατώθηκε πριν από μερικές ημέρες, με μια ταινία- σημείο αναφοράς στο είδος της, έτοιμη πια να συναντήσει το κοινό της μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν.

«Είναι σίγουρα μία διαδικασία ωρίμανσης αυτή η ταινία, ειδικά για πρωτάρηδες στον τομέα αυτό, όπως εμείς» αναφέρει ο δημοσιογράφος Βόρις Καραγιάννης, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του και τρεις εκθέσεις φωτογραφίας. Ο ίδιος εκτιμά ότι είναι μια απαιτητική διαδικασία ακόμη και για τους έμπειρους του είδους. «Πρέπει να σε βασανίσει ένα ντοκιμαντέρ μέχρι να καταλήξεις στο πώς θα το χτίσεις. Εμείς αλλάξαμε πολλές φορές μονοπάτια. Κάναμε πολλές και διαφορετικές σκέψεις για το πώς θα λέγαμε αυτή την ιστορία. Και καταλήξαμε σ’ αυτό που παρουσιάζουμε σήμερα, το οποίο θεωρούμε ότι εξυπηρετεί καλύτερα τον σκοπό με τα συγκεκριμένα μέσα που που είχαμε στη διάθεσή μας». 

 

Η ταινία περιλαμβάνει σχεδόν 20 συνεντεύξεις που έπρεπε να γίνουν στην Ελλάδα, γεγονός που απαιτεί χρόνο και συνεπάγεται κόστος. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο το μοντάζ χρειάστηκε περισσότερο από ένα χρόνο και σε μεγάλο μέρος του έγινε μέσω… Zoom ελέω πανδημίας. «Ο κοινός στόχος ήταν από την αρχή ξεκάθαρος» σημειώνει ο Μιχάλης Λαμπριανίδης, με σπουδές στη φωτογραφία και τα ηλεκτρονικά μέσα στις ΗΠΑ. «Ανταλλάξαμε άπειρες ιδέες ως προς την προσέγγιση αλλά και την εκτέλεση και περάσαμε αμέτρητες ώρες μπροστά στους υπολογιστές μας ‘Zoomάροντας’ στο μοντάζ. Ήταν σημαντικό για μας να κάνουμε κάτι που να στέκεται με σεβασμό απέναντι σ’ αυτή την ιστορική μπάντα και παράλληλα ν’ αποτελεί μια ιστορική καταγραφή για τις πιο νέες γενιές, ενώ ταυτόχρονα ν’ ανταποκρίνεται στις δικές μας προδιαγραφές και τη δική μας αισθητική».

Για τον Βόρι, το ωραίο αυτής της υπόθεσης είναι ότι η ταινία δεν προέκυψε από ανάγκη. «Από την άλλη, βέβαια, η έκφραση μέσα από την εικόνα και τη μουσική είναι πάντα μία ανάγκη. Νιώθω ότι είναι ανάγκη να μοιράζομαι τις γνώσεις που αποκτώ μέσα από την έρευνα σε κάθε περίπτωση, όχι μόνο σ’ αυτό το ντοκιμαντέρ. Για μένα κάθε γνώση, κάθε ντοκιμαντέρ, κάθε φωτογραφία είναι κομμάτι αυτής της φράσης που μ’ εκφράζει απόλυτα και αποτελείται από τρεις λέξεις: Καλά πληροφορημένη σκέψη».

Μια επίπονη διαδικασία

Η παραγωγή της ταινίας ήταν μια διαδικασία χρονοβόρα και ανηφορική και σ’ αυτό έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι οι δύο δημιουργοί βούτηξαν με την πρώτη κατευθείαν στα βαθιά. «Όταν δεν ξέρεις τους δρόμους ή δεν κατέχεις τον χάρτη που προσφέρει η εμπειρία, είναι δεδομένο ότι θα χάσεις χρόνο, θα πέσεις σ’ όλα τα αδιέξοδα και θα κάνεις λάθη» λέει ο Βόρις. Ωστόσο, με κόπο, άπειρες ώρες εργασίας και συζητήσεων και με σημαντική βοήθεια από καλούς φίλους και συνεργάτες, οι δημιουργοί βρήκαν τελικά τον δρόμο. «Απαιτητική και δύσκολη η διαδικασία χωρίς αμφιβολία, γι’ αυτό άλλωστε μας πήρε 3,5 χρόνια να τελειώσουμε. Όμως είναι ταυτόχρονα ένα δημιουργικό ταξίδι, ένα ταξίδι αυτογνωσίας και συμπόρευσης μ’ έναν κοινό στόχο» συμπληρώνει.

Ο Μιχάλης έχει επαναπροσδιορίσει στο μυαλό του την έννοια της «απαιτητικής εργασίας». «Μπήκαμε σ’ ένα καράβι και μπαρκάραμε για ένα ταξίδι χωρίς να έχουμε τον χάρτη της εμπειρίας και παρά τις τρικυμίες και το γεγονός ότι στην πορεία το καράβι όλο και μεγάλωνε, καταφέραμε να μην προσαράξουμε κι εν τέλει να το ελλιμενίσουμε» εξομολογείται. «Όπως λέει κι ο φίλος Ηλίας Ασλάνογλου στη συνέντευξη που του πήραμε ‘σημασία έχει ότι δεν κωλώναμε’». Για τους δύο Κύπριους δημιουργούς το διδακτικό αυτό ταξίδι ευνοήθηκε από την εξαιρετική μεταξύ τους συνεργασία ακόμα κι όταν τα πράματα δεν προχωρούσαν ή προέκυπταν αστοχίες. 

 

Η μεγαλύτερη δυσκολία αναφορικά με την οπτική μεταφορά είχε να κάνει, σύμφωνα με τον Βόρι, με το μηδαμινό διαθέσιμο οπτικό υλικό των δεκαετιών του ’70, του ’80 – ακόμη και του ’90- εποχές όπου η οπτικογράφηση ουσιαστικά γινόταν μόνο από επαγγελματίες. «Σήμερα έχεις σε εικόνα HD ακόμα και το τι έφαγε ο τάδε για μεσημέρι και ποιες ασκήσεις έκανε ο δείνα στο γυμναστήριο! Μέχρι την εμφάνιση της κάμερας στα κινητά, το οπτικό υλικό είναι περιορισμένο. Είναι κι αυτό, τελικά, κομμάτι της ιστορίας των Magic de Spell. Εννοώ, η πρόοδος της τεχνολογίας- κι όχι μόνο στη μουσική. Η εξέλιξη αυτή, εμμέσως πλην σαφώς, αποτελεί μέρος του ντοκιμαντέρ μας». Ο Μιχάλης εξηγεί από την πλευρά του ότι η ανάγκη για οπτικοποίηση της μουσικής πορείας της μπάντας, ειδικά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, οδήγησε υποχρεωτικά τους δημιουργούς σε πιο ευφάνταστες ιδέες. Με γνώμονα φυσικά «να μεταφέρουμε στον τηλεθεατή την ιστορία με τρόπο που να του κρατά το ενδιαφέρον τόσο οπτικά όσο και ακουστικά».  

Αφηγηματικά, επιλέχθηκε μια γραμμή που παρουσιάζει τα γεγονότα που καθόρισαν την πορεία των Magic de Spell με χρονολογική σειρά. Σημείο εκκίνησης είναι η εποχή λίγο πριν την ίδρυση του συγκροτήματος, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Παράλληλα με την αφήγηση της ιστορίας των Magic de Spell, καταγράφονται διακριτικά στο φόντο τα σημαντικότερα γεγονότα στην Ελλάδα και τον κόσμο. Γεγονότα που καθόρισαν την ιστορία του πλανήτη μαζί με το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του συγκροτήματος αλλά και τη θεματολογία του, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ή η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. «Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα ντοκιμαντέρ που να καταγράφει την πορεία αυτής της θρυλικής μπάντας εντός μιας εξελικτικής κοινωνικής/ πολιτικής αλλά και τεχνολογικής αφήγησης» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Μιχάλης Λαμπριανίδης.

Η σύνθεση αλλάζει, η ομάδα όχι

Αυτό που κατά κάποιον τρόπο επιχειρεί να αποκαλύψει το μουσικό αυτό ντοκιμαντέρ είναι το «μυστικό» της μακροημέρευσης των Magic De Spell. Πέραν του σπάνιου γεγονότος ότι είναι ένα συγκρότημα με μακρά και συνεπή πορεία, αυτό που εντυπωσιάζει τον Βόρι Καραγιάννη με τους Magic De Spell είναι το γεγονός ότι μοιάζουν με… ποδοσφαιρική ομάδα. «Δηλαδή, δεν μιλάμε για μια μπάντα με τους ίδιους 4-5 φίλους που παίζουν μαζί 40 χρόνια. Με εξαίρεση τον Θοδωρή Βλαχάκη, ιδρυτή και ντράμερ, οι υπόλοιποι έχουν αλλάξει αρκετές φορές, διατηρώντας ωστόσο το ύφος του συγκροτήματος. Σαν τις ποδοσφαιρικές ομάδες που αλλάζουν μεν παίκτες, προπονητές, διοικήσεις, αλλά η φανέλα παραμένει μαζί με ό,τι αυτή αντιπροσωπεύει». 

 

Ποιο είναι όμως, κατά τη γνώμη τους, το μέλλον στο μουσικό είδος που πρεσβεύουν οι Magic De Spell; «Η ροκ, στη δική μου αντίληψη, θα είναι πάντα η μουσική της αντίστασης, της αντίδρασης και της προοπτικής ενός καλύτερου κόσμου. Ως τέτοια, έχει μέλλον… δυστυχώς» απαντά ο Βόρις. «Δεν είμαστε κοντά στην ημέρα που η ροκ θα έχει χάσει τον λόγο υπάρξής της. Μάλλον, είμαστε ακόμη πιο μακριά, αν αναλογιστούμε όσα ζούμε τον τελευταίο χρόνο. Το πώς θα μορφοποιηθεί μουσικά, σε σχέση με τους ήχους, τα όργανα, την ενορχήστρωση, αυτό είναι κάτι που θα καθοριστεί -υποθέτω- από την ίδια τη ζωή». Από την πλευρά του, ο Μιχάλης Λαμπριανίδης επισημαίνει ότι το μέλλον της ροκ είναι… η ροκ: ως καταγγελία, ως κραυγή αγωνίας και αφύπνισης, ως σκληρή αποτύπωση ενός ζοφερού παρόντος αλλά συνάμα και ως λυρισμός, ποίηση και ρομαντισμός που για κάποιες στιγμές διαλύει «τη σκόνη που σκεπάζει το φως». 

Μια από τις διάφορες δουλειές που έκανε ο Μιχάλης Λαμπριανίδης κατά τη διάρκεια των σπουδών του στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του ’90, ήταν σ’ ένα ελληνικό δισκάδικο στην ελληνική γειτονιά του Σικάγο, ο ιδιοκτήτης του οποίου ήταν διοργανωτής/ παραγωγός συναυλιών με Έλληνες καλλιτέχνες. Η εμπειρία αυτή και η τριβή με το στήσιμο συναυλιών αποτέλεσε για τον Μιχάλη ένα είδος «ορμητηρίου». Εκεί έχει τις ρίζες του το προσωπικό του ενδιαφέρον για τις ιστορίες πίσω από τους καλλιτέχνες και τη διαδρομή που οδηγούσε στη μουσική δημιουργία. Εντούτοις, το δημιουργικό δίδυμο του «Διασχίζω τον κόσμο και φλέγομαι» δεν γοητεύεται μόνο από το είδος του μουσικού ντοκιμαντέρ και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο το επόμενό του πρότζεκτ να μην αφορά καν τη μουσική.

Φιλελεύθερα, 11.4.21