Ο πολλά υποσχόμενος νέος συγγραφέας (αν και ο ίδιος αποστρέφεται, από σεμνότητα, τον χαρακτηρισμό) είναι από τις πιο ελπιδοφόρες «φωνές» της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.

– Θα αισθανθείς αμήχανα αν σε ονομάσω «συγγραφέα» στα -μόλις- 24 σου χρόνια; Δεν είναι μόνο η ηλικία. Κυρίως, νομίζω, πως «συγγραφέας» με 80 σελίδες σύνολο, δεν υπάρχει. Ακόμη απέχω κάμποσο από αυτόν τον χαρακτηρισμό.

– Γιατί ασχολήθηκες με τους συγκεκριμένους χαρακτήρες στο «Patriot» – δίνοντας, μάλιστα, την εντύπωση πως έζησες πράγματα στη νύχτα που ίσως άλλοι συνομήλικοί σου να μην γνωρίζουν καν πως υπάρχουν αντίστοιχες καταστάσεις; Δίνοντας την εντύπωση -σωστά το λες-, γιατί δεν έχω ζήσει τίποτα παρόμοιο στη νύχτα. Στα μπουζούκια δεν έχω πάει ποτέ μου. Αλλά η νύχτα, το περιβάλλον και η αισθητική της, πάντα μου άρεσε. Πάντως, όλοι οι χαρακτήρες και το περιβάλλον έρχονται ύστερα από τη θεματική – τουλάχιστον για μένα. Σημασία έχει τι σε απασχολεί και για τι πράγμα θες να μιλήσεις. Μετά έρχονται τα υπόλοιπα και κουμπώνουν. Δεν ξεκινάς, δηλαδή, από την νύχτα· ξεκινάς από το θέμα της ταυτότητας και της ενσωμάτωσης των Αλβανών στην Ελλάδα.

– Νομίζω πως έχουν αλλάξει πολλά πράγματα πάντως σ’ αυτό το θέμα – σε σχέση μ’ αυτά που συνέβαιναν στην προηγούμενη γενιά… Σίγουρα, συγκριτικά με τους πρώτης γενιάς, έχουν αλλάξει. Υπήρχαν και περιστατικά έντονης βίας με θύματα Αλβανούς χωρίς καμία αφορμή, απλά λόγω καταγωγής. Όλοι έχουμε ακούσει τέτοια περιστατικά ή τα έχουμε δει και στο προαύλιο του σχολείου μας. Τώρα, ευτυχώς, δεν είναι έτσι, αλλά η προκατάληψη συντηρείται ακόμη. Πιο διακριτική και έμμεση ίσως, αλλά συντηρείται. Πόσα ρατσιστικά ανέκδοτα και αστεία ακούμε για Αλβανούς; Υποβάθμιση δεν είναι και αυτό; Δεν το εξισώνω με τους παλαιότερους ξυλοδαρμούς, απλά νομίζω πως και αν έχουν αλλάξει μερικά, δεν έχουν αλλάξει όλα. Μέχρι το σημείο να μην νιώθει κανείς την ανάγκη να αλλάξει το όνομά του, υπάρχει αρκετός δρόμος.

– Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο για να κανονίσουμε αυτή τη συνέντευξη, βρισκόσουν ήδη στα Χανιά, τον τόπο καταγωγής σου…Τι παιδί ήσουνα, αλήθεια; Το ίδιο με τώρα. Εσωστρεφής, νομίζω, ήσυχος. Έπαιζα πολύ ποδόσφαιρο, πολύ ξύλο με τον αδερφό μου. Φυσιολογικά πράγματα (χαμογελάει).

– Και η γραφή πώς μπήκε στη ζωή σου – αν και σπούδασες κινηματογράφο; Ουσιαστικά από τον κινηματογράφο. Η αφήγηση άρχισε να με ενδιαφέρει ύστερα από τα μαθήματα σεναρίου. Και συγκεκριμένα η λογοτεχνία ήρθε από προτροπή της καθηγήτριας σεναρίου, της Κάλλιας Παπαδάκη. 

– Πώς σου μπήκε η ιδέα πως αυτή η ιστορία, αυτή η νουβέλα, άξιζε να τυπωθεί και να γίνει βιβλίο; Είχα μαζέψει έξι διηγήματα και τα είχα δώσει στην Κάλλια για να τους ρίξει μια ματιά. Εκείνη μου πρότεινε να τα στείλω στον εκδοτικό. Δεν είχα στο νου μου ότι μπορούσε κάποιο από τα έξι, να σταθεί μόνο του ως νουβέλα.

– Εσύ, τι βιβλία διαβάζεις; Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς; Σαμ Σέπαρντ, αν και είναι κυρίως θεατρικός, όμως έχει γράψει και πεζά -τρία στο σύνολο-, στα οποία επιστρέφω συνέχεια. Χωρίς λόγο, απλά για την αισθητική απόλαυση. Ρέιμοντ Κάρβερ, επίσης, Τζον Μπάνβιλ. Αλλά, γενικότερα, διαβάζω ό,τι τύχει. Από απλό, λιτό λόγο μέχρι στυλιζάρισμα – δεν έχω προτίμηση. 

– Ξέρεις, οι «απέξω» της λογοτεχνίας, έχουμε στο μυαλό μας, εσάς, που ασχολείστε με το γράψιμο, πως ζείτε σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον γεμάτο από τόμους βιβλία. Η δική σου καθημερινότητα, μία τυπική σου μέρα, τι περιλαμβάνει; Καλά, ειδικά αυτήν την περίοδο δεν μπορεί να περιλαμβάνει και πολύ εξωστρέφεια (γελάει). Αλλά, και προ πανδημίας πάντως, υπήρχε το διάβασμα μέσα σε μια τυπική μου μέρα. Πέρναγα πολύ χρόνο με το laptop στις καφετέριες της Αθήνας και περπατούσα πολύ στο κέντρο. Μου λείπει αυτό. 

– Τι τύπος είσαι, Μιχάλη; Εξωστρεφής, κοινωνικός, η «ψυχή» της παρέας ή το ακριβώς αντίθετο; Η ψυχή της παρέας σίγουρα δεν είμαι. Μάλλον προς το ακριβώς το αντίθετο. 

– Έχεις φόβους, ανασφάλειες, ή νιώθεις πως όλη η ζωή είναι όλη μπροστά σου για να βιώσεις το κάθετί; Εννοείται πως έχω. Το «όλη η ζωή είναι μπροστά σου» δεν το κατάλαβα ποτέ. Ποιος ξέρει πόση ζωή είναι μπροστά στον καθένα; Υποθέτουμε, αλλά δεν ξέρουμε. Γι’ αυτό βιαζόμαστε να γράψουμε…

– Σε μία από τις συνεντεύξεις που έχεις δώσει, ο δημοσιογράφος είχε βάλει ως τίτλο «Η πιο σφριγηλή φωνή της νέας λογοτεχνίας» – αυτό πόση ευθύνη σε «γεμίζει» για το επόμενο λογοτεχνικό σου βήμα; Εντάξει, επειδή κάποιος δημοσιογράφος είναι γενναιόδωρος και του άρεσε το βιβλίο, δεν σημαίνει πως είναι αναγκαστικά και αλήθεια. Αλλά, ούτως ή άλλως, καμία ευθύνη. Γράφεις γιατί σου αρέσει και σε ησυχάζει. Ευθύνη έχουν άλλα επαγγέλματα και άλλες ασχολίες.

– Θα ήθελες κάποια στιγμή να μπορείς να βιοπορίζεσαι μόνο από τα βιβλία που θα γράφεις; Πολύ. Είναι δύσκολο το αντικείμενο στο οποίο επενδύεις τον περισσότερο χρόνο και την ενέργειά σου, να μην μπορεί να σε «ζήσει». Αλλά, εντάξει, όσο πιο γρήγορα το αποδεχθείς και προσαρμοστείς, τόσο το καλύτερο. Έτσι είναι και δεν θ’ αλλάξει. 

Info: Η νουβέλα «Patriot», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 21.2.2021.