Αγάπη πριν το άλφα / και κάτω απ’ το μηδέν το υποσυνείδητό μου / το χώμα του λασπώνει / τους σάπιους μου καρπούς ανακυκλώνει. / Μεγάλωσα…», Χάρις Αλεξίου
 
Υπάρχει ένα τραγούδι που με σακατεύει όποτε τ’ ακούω. Το έγραψε η Λένα Πλάτωνος, έξι γραμμές είναι όλες κι όλες οι στίχοι του -σαν μικρό απείραχτο ποίημα κλειστού δωματίου- που εντάσσει κάτι εξωστρεφές -τη θάλασσα, την απλωσιά της όψης της στο βάθος της- σε κάτι πολύ εσωτερικό και πένθιμο που έχει προηγηθεί της έλλειψης από ό,τι φυσικό. Είναι ανακουφιστικό αλλά και μελαγχολικό ωστόσο. Σαν βαθιά ανάσα που εκπνέει απ’ τα πνευμόνια. 

«Τη θάλασσα δεκατέσσερα χρόνια είχα να τη δω
υποθέτω πως έτσι ξαναγεννιέται κανείς
ανοίγοντας τον εαυτό του
μοιρογνωμόνιο του ορίζοντα
σε μιαν ανείπωτη αγκαλιά
για τη μητέρα του κόσμου, τη θάλασσα».

 
Αυτό το τραγούδι μού το έμαθε ο Γιάννης. Ο Γιάννης είναι -ήταν- ο πιο ευφυής άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ μου και που ενστικτωδώς μάθαινε χρόνο με το χρόνο, όσο μεγαλώναμε και παρατηρούσα τις αλλαγές στη ζωή του να συμβαίνουν πηδώντας στα μεγάλα κύματα όσων αφηνόταν να αποδέχεται, σε μία αδιόρατη βαθιά του θλίψη, πώς η ζωή παίρνει σχήμα από μικρές λαχτάρες, από τα βασικά, απ’ το μπλέξιμο της αλφαβήτας του καιρού σε κάτι ποιητικότερο και τυχαίο. «Όσο το αφήνεις να αφήνεσαι». Κάπως έτσι.

Ο Γιάννης πέθανε πριν από δυόμισι χρόνια. Νέος. Την ώρα που η καρδιά του φαινόταν να είναι τακτοποιημένη και τα λουλούδια του μέσα του σπιτιού κλαδεμένα και ποτισμένα –ολάνθιστα στις Άνοιξές του. Όταν οι άνθρωποι μου μιλάνε για δικούς τους θανάτους, όπως η Χριστίνα και η Μαριάννα σήμερα για τον πεθαμένο τους μπαμπά που έχει μνημόσυνο και επαναφέρει στην οικογένειά του μνήμες, θυμάμαι πάντοτε τον Γιάννη και εκείνα τα μικρά τσακίσματα της φωνής του, σε ένα μικρό καφενεδάκι στου Ζωγράφου, τότε που είχε χάσει τη μάνα του κι αισθανόταν σα να γκρεμιζόταν το αρχικό DNA του πρώτου αίματος: «Μια μέρα ο κόσμος θα μπορέσει να μοιραστεί τη χαρά και θα κοιμάται στην άμμο, επάνω σε βότσαλα».

 
Και «προσέχω -πρόσεχε- μην εκμεταλλευτούν οι άλλοι τα συναισθήματα που ‘ναι αμαρτία μεγαλύτερη κι από κλεψιά». Έκλαψα με το κλάμα της Χριστίνας στη διάρκεια των δύο ωρών κουβέντας για τη θύμηση που κουβαλά απ’ τον δικό της νεκρό –μα, πιο πολύ κλαίω με εκείνα που αγνοούμε πόσο όμορφα είναι στη χύμα ζωή που παίρνει τυχαία σχήματα και επιδιώκει να διακλαδώσει τη χαρά. Σπάνια τα βλέπουμε. Σπάνια αναγνωρίζουμε τα μικρά μπουμπουκάκια. Κι αυτό ταλέντο θέλει. 

Ο Γιάννης αγαπούσε πολύ την εικόνα –εργαζόμασταν μαζί, για αρκετά χρόνια σε διάφορα τηλεοπτικά κανάλια. Ήξερε να χειρίζεται τη λεπτομέρεια της κάμερας που κινηματογραφούσε σα να ξαναγεννιόταν άλλη ζωή στο ίδιο πρόσωπο, διαφορετική από αυτό που αποτύπωνε η πραγματικότητα των δικών μου ματιών, που δεν είχε κάτοπτρο ανάμεσα σ’ εμένα και στον άνθρωπο που είχα απέναντί μου. Όπως κάνουν αντίστοιχα πολλοί φωτογράφοι. «Είμαι τόσο ωραία;», τους ρωτούν. «Είσαι. Γιατί σε είδα εγώ ωραία!».

 
Εκείνη τη μέρα κάτω απ’ το Ηρώδειο, σε μια συνέντευξη ενός ανθρώπου που είχε «γλιτώσει» απ’ το μοιραίο Falcon που σκότωσε τον Γιάννο Κρανιδιώτη και τον γιο του, προσπαθούσα να πείσω τον διασωθέντα να μιλήσει για εκείνο το «θαύμα» που συνέβη ερήμην του –το μοναδικό και πρωτόγνωρο και «αποκλειστικό». «Τα έχω όλα καταγράψει», μου είπε, «αν μου συμβεί κάτι». Αναστεναγμός. «Αλλά δεν θέλω να πω κάτι για μένα. Μόνο για τον Γιάννο». Μου κακοφάνηκε. Απόρησα. Ο Γιάννης μ’ έπιασε απ’ τον ώμο σε μια ακρούλα: «Μην θες να γίνεις μάρτυρας σε έναν άνθρωπο που αντίκρισε τον Άδη και του ‘κλεισε την πόρτα κατάμουτρα», μου είπε. «Είναι κακός οιωνός».
 
Χρειάστηκαν δυο τρεις μήνες για να καταλάβω τι ήθελε να πει, πόσο συνειδητή ήταν η στάση του ανθρώπου στο να φιλοσοφήσει τα όρια που πρέπει να τίθενται για να μην γίνονται όλα βορά στα μικρά θηρία των media –πόσο η αξιοπρέπεια της διαχείρισης μικρών εξομολογήσεων ένα βράδυ σε ένα τραπέζι με πιατάκια και καρπούζι δεν θα πρέπει να επαναληφθεί υπό άλλη συνθήκη που ήδη έσπειρε το μοναδικό. Το ξέρω, το ξέρετε: Η επιδίωξη της ευτυχίας σε κάθε στενό του δρόμου, είναι η μεγαλύτερη δυστυχία που μπορεί να βιώσει κανείς. Εκ προοιμίου ακυρωθείσα. Κάπου κάπου πρέπει ν’ ανασαίνει κανείς.  

Χθες ξεκίνησα να διαβάζω τον «βασιλιά της», το νέο βιβλίο του Χωμενίδη με τον οποίο είμαι φανατικός και με το «ναι» που θα γράψει – κυρίως γιατί συναισθάνομαι πόσο απαραίτητο τού είναι -στις ατυχίες του στη ζωή- να φέρεται πάντα σαν ηλιοτρόπιο χαράς, ορθολογιστικά και τίμια. Απέναντι στον εαυτό του κυρίως. Να ένας ακόμη άνθρωπος που θαυμάζω. Όμορφος, δημιουργικός, ένας τίγρης που αρπάζει το θήραμα της ζωής και το καταπίνει κρεατάκι κρεατάκι, ο Χωμενίδης διαθέτει μία άλλου είδους ευφυία: Τού να αντιμετωπίζει τους «μαθητές» ισότιμα και «λογικά», χωρίς αναίτιες εξάρσεις –όπως το έκανε ο Γιάννης, όπως το κάνει σήμερα κι ο Μαρκουλάκης.

Η βασική αρχή που μας στηρίζει είναι μερικοί άνθρωποι που δείχνουν, με χαμηλωμένο το δάχτυλο, τον λόγο, το έργο, τις λέξεις και το παράδειγμά τους, ένα άλλο τοπίο. Κι ας μην υπάρχει διαλεκτική συχνή σχέση, κι ας μην μας ξέρουν αυτοί καλά στα σκοτάδια μας όταν απογυμνωνόμαστε μόνοι –φτάνει να υπάρχει αποκούμπι. Ό,τι πιο κρυφό, τόσο πιο πολύτιμο άλλωστε.

xatzigeorgiou@yahoo.com

 
Φιλελεύθερα, 21.6.2020.