Συναντηθήκαμε στο Πάρκο της Αθαλάσσας όπου ο Ανδρέας Τσουρής πεζοπορεί εδώ και 22 χρόνια. Πολύ πιο μακρά είναι η πορεία του στο θέατρο, επόμενος σταθμός της οποίας είναι ο ρόλος του Δικαιόπολι. Μετά τις Νεφέλες και τις Όρνιθες πρωταγωνιστεί και στους Αχαρνείς, σε μια παραγωγή που σηματοδοτεί την επιστροφή του στον ΘΟΚ μετά από πέντε χρόνια. Ο προσφιλής πρωταγωνιστής αισθάνεται απόλυτα έτοιμος τόσο ν’ ανταποκριθεί σε έναν ακόμη ρόλο υψηλών απαιτήσεων, όσο και να παραδώσει τη σκυτάλη.
– Είναι ο Δικαιόπολις ένας ρόλος που επιζητούσες να ερμηνεύσεις; Όχι, γιατί συνήθως στον ΘΟΚ επί τρεις δεκαετίες ο σκηνοθέτης διάλεγε από το διαθέσιμο έμψυχο δυναμικό για το έργο που θα ανέβαζε. Μπήκα κι εγώ σ’ αυτό το καλούπι. Δεν επένδυα ποτέ σε ρόλους, άλλοι επένδυαν σε μένα. Ήταν περισσότερο ζήτημα συγκυρίας.
– Δεν λαχτάρησες ποτέ έναν ρόλο; Μια φορά μόνο, όταν έπαιξα στον «Επιστάτη», με τον Τάκη Χριστοφάκη. Το κάναμε όμως έξω από τον ΘΟΚ. Ήθελα μετά τον μπεκετικό Εστραγκόν να παίξω κι έναν μεγάλο ρόλο του Πίντερ. Γενικά όμως, δεν κυνηγούσα ρόλους. Εξ ου και δεν με άγγιξε πολύ, πιστεύω, το ψώνιο να κάνω και να δείξω. Το μόνο «μικρόβιο» που με άγγιξε είναι να παθιάζομαι με κάθε ρόλο που αναλάμβανα.
– Αυτή τη φορά κάποιος σε διάλεξε συνειδητά… Είναι η τρίτη φορά που μου αναθέτει πρωταγωνιστικό αριστοφανικό ρόλο ο Βαρνάβας Κυριαζής. Μετά τον Στρεψιάδη και τον Πεισθέταιρο σειρά παίρνει ο Δικαιόπολις, ένας ακόμη χαρακτήρας που σε τραβάει από το μανίκι. Η συνεργασία μας είναι πάντα καλή, παρόλο που εγώ ως ηθοποιός είμαι λίγο άτακτος σαν παιδάκι.
– Τι αταξίες κάνεις δηλαδή; Είμαι κάπως αντιδραστικός. Αν χαίρομαι για κάτι είναι που κατάφερα μετά από τόσα χρόνια να διατηρήσω αυτή την παιδικότητα που κατά τη γνώμη μου είναι απαραίτητη για τον ηθοποιό. Φυσικά, αυτό είναι ευχή και κατάρα για τον σκηνοθέτη, που δυσκολεύεται να το χειριστεί. Όταν όμως μπορεί να με καταλάβει και με δεδομένο ότι εγώ τα δίνω όλα στη δουλειά μου, στο τέλος υπάρχει αποτέλεσμα.
– Ποιο στοιχείο του χαρακτήρα του Δικαιόπολι νιώθεις ότι σου ταιριάζει πιο πολύ; Η παιδικότητα που ταυτίζεται με τη ζωή. Είναι ένας λιμασμένος ανθρωπάκος που έχοντας απηυδήσει με τον πόλεμο, την καταπίεση και τη φαυλοκρατία σπεύδει να συνάψει ιδιωτική ειρήνη με τους Σπαρτιάτες. Γι’ αυτόν το δίλημμα είναι πόλεμος ή ειρήνη, δηλαδή καταστροφή ή ζωή. Ο Δικαιόπολις εξέρχεται του εγκλεισμού τον τειχών, βλέπει γύρω του να μην υπάρχει κανείς άξιος να κρατήσει το πηδάλιο, να περικλείεται από φαύλους αντιπροσώπους, αλαζόνες στρατάρχες και αδιάφορους για τα κοινά συμπολίτες που απομυζούν τα λεφτά του κράτους. Εκρήγνυται κι εκφράζει τη διαφωνία του μέσω της αποστασιοποίησης.
– Ιδιωτική ειρήνη, γίνεται; Δεν είναι λίγο εγωιστική αυτή η στάση; Είναι εγωιστική αλλά με την καλύτερη δυνατή έννοια. Βασίζεται στη φιλοσοφία ότι θα συνάψει ειρήνη για τον εαυτό του κι ύστερα θα παρασύρει και τους άλλους στην ίδια λογική μέχρι να επιτευχθεί ο στόχος. Είναι μια εσωτερική ανάγκη ωφέλιμη για το σύνολο. Κατά κάποιο τρόπο ξεκινά από τον εαυτό του τη μεγάλη επιθυμητή αλλαγή.
– Ποια αλλαγή; Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος «συνεχίζεται» εδώ και 2500 χρόνια… Όντως. Δεν είναι εκπληκτικό;
– Ποιος θα μπορούσε να βγει και να παίξει τον ρόλο του Δικαιόπολι σήμερα; Η σύγκρουση θέλει δύο. Το ίδιο και η ειρήνη. Το ιδανικό είναι να κάνεις παθητική αντίσταση μέχρι να πετύχεις τον σκοπό σου, αλλά δεν είναι εύκολο. Χρήσιμη είναι και μια αποστασιοποίηση τύπου Μπρεχτ, με έπαθλο την ελπίδα. Ο Δικαιόπολις δεν κάνει αντίσταση, δεν είναι επαναστάτης. Στέκεται έξω από τη σύγκρουση, παίρνει θέση μακριά από τον πόλεμο και επιλέγει τη ζωή.
– Δεν είναι λίγο απλουστευτικό αυτό το «ο πόλεμος θέλει δύο»; Ισχύει πάντα; Δεν μπορεί κάποιος να φταίει λίγο περισσότερο; Σαφώς. Η κωμική υπερβολή είναι θεμιτή. Εγώ είμαι πάντως πεπεισμένος ότι στον βαθμό που μοιάζουν οι άνθρωποι, υπάρχουν και στις δύο πλευρές Δικαιοπόλεις. Φιλειρηνιστές και συνεννοήσιμοι άνθρωποι υπάρχουν παντού: και στη Σπάρτη ή στην Τουρκία. Κι αυτό που ο Αριστοφάνης λέει είναι ότι πρέπει να ισχυροποιηθούν και ν’ ακουστούν.
– Δεν θα μπορούσε η στάση αυτή να εκληφθεί για προδοσία; Χαρακτηρίζεται προδότης άμεσα. Από εκεί και πέρα, ο αγώνας του είναι να πείσει ότι ο πόλεμος θέλει δύο κι ότι δεν φταίνε μόνο οι Σπαρτιάτες αλλά κι οι Αθηναίοι που πρέπει να βρουν το σθένος να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί και να συμβάλλουν έτσι στην ειρήνη. Το γεγονός ότι ο Δικαιόπολις μόλις συνάπτει ειρήνη αρχίζει αμέσως να εμπορεύεται με τον μεγαρίτη και τον βοιωτό εν μέσω πολέμου, εμένα με παραπέμπει στα παιδικά μου χρόνια.
– Γιατί αυτό; Ήμουν 14 χρονών στο χωριό μου την Ορμήδεια όταν κατακλύστηκε από χιλιάδες πρόσφυγες κατά την εισβολή. Και θυμάμαι ότι από την πρώτη μέρα της προσφυγιάς ένας μανάβης από το Μαραθόβουνο είχε βάλει στο πεζοδρόμιο κιβώτια με ντομάτες και αγγούρια και συνέχισε να πουλάει. Μέσα στην καρδιά του πολέμου. Αυτό υποδηλώνει μια εκρηκτική διάθεση να συνεχίσει τη ζωή.
– Αυτά τα έντονα βιώματα σε μια τόσο τρυφερή ηλικία πόσο συχνά σε στοιχειώνουν και σε γυρίζουν πίσω; Με κάθε αναφορά, κάθε νύξη στον πόλεμο ή την προσφυγιά οι μνήμες έρχονται ολοζώντανες. «Πόλεμε, σατανά, κακόν αξήλειφτον στον κόσμο» έγραφε ο μεγάλος μας ποιητής Παύλος Λιασίδης.
– Πώς λειτουργεί το τραγικό στοιχείο μέσα από τη δική σου προσέγγιση; Από τον ρόλο μου κυρίως εκμαιεύω περισσότερο το τραγικό παρά το κωμικό στοιχείο κι αφήνω την κωμωδία να λειτουργήσει στους υπόλοιπους χαρακτήρες.
– Δηλαδή το κωμικό στοιχείο υποχωρεί; Αυτό που με δυσκολεύει να γίνω κωμικός σ’ αυτό το έργο είναι ότι το μήνυμα είναι πολύ σοβαρό: Η ζωή είναι μικρή και η ανθρωπότητα, εν μέσω μιας ευρείας τεχνολογικής προέλασης, οφείλει να είναι ενωμένη. Να αγωνιστούμε για τη ζωή για να απολαύσουμε τις χαρές της. Σοβαρός φυσικά είναι κι όποιος έχει υψηλή αίσθηση χιούμορ κι όπου μπορώ το εκδηλώνω. Αυτό όμως γίνεται έντεχνα κι όχι με πρόθεση γελοιοποίησης.
– Δεν προτιμάς τους κωμικούς ρόλους; Σαν υποκριτική αρχή, δεν προτιμώ την κωμωδία. Διότι η κωμωδία παίζεται πιο δύσκολα. Εμένα μου αρέσει να παίζω την κατάσταση. Ο Τσέχωφ λ.χ. είχε πει ότι στη ζωή του έγραφε μόνο κωμωδίες. Ποιος, όμως, πάει να δει τον «Γλάρο» για να γελάσει; Για ν’ ανθίσει η κωμωδία ο ηθοποιός πρέπει να συμπληρώσει το παζλ του χαρακτήρα μέσα από τα συμβάντα και τις καταστάσεις, προσπαθώντας να φανταστεί τι προηγήθηκε και τι έπεται. Εγώ δεν επιδιώκω να παίξω κωμωδία ούτε δράμα. Επιδιώκω να ερμηνεύσω το κείμενο και κυρίως αυτό που υπάρχει κάτω από αυτό. Δεν είναι τα λόγια που μας υπαγορεύουν πώς να παίζουμε.
– Υπάρχει αυτό που λέμε «κωμική φλέβα»; Αυτό είναι έμφυτο. Υπάρχουν ηθοποιοί που ανταποκρίνονται στην κωμωδία από φυσικού τους κι άλλοι που παράγουν κωμωδία όντας καλοί δουλευτές του αντικειμένου. Υπάρχουν αμέτρητες κατηγορίες ηθοποιών, αλλά μια διάκριση γίνεται ανάμεσα σ’ αυτούς που μεταφέρουν όλους τους ρόλους στη δική τους προσωπικότητα και σ’ αυτούς που γίνονται κάθε φορά οι διαφορετικοί χαρακτήρες που παίζουν. Είναι θεμιτά και τα δύο.
– Ποιο ιδιαίτερο στοιχείο έχεις εντοπίσει στις δουλειές του Βαρνάβα Κυριαζή; Οι δουλειές του Βαρνάβα διακρίνονται από ομαδικότητα. Είναι πεντακάθαρος στα μηνύματα του έργου και δίνει πάντα βάρος στο «μπιτάρισμα» της παράστασης. Νιώθει αφόρητα άβολα όταν ρυθμικά πάει να κάνει κάπου κοιλίτσα. Δεν το αντέχει. Η προσπάθεια των ηθοποιών μέσα σε μια τέτοια αναζήτηση γίνεται πιο δύσκολη, αλλά και πιο παραγωγική. Τον θεατή πρέπει να τον αγκιστρώνεις και να τον ρυμουλκείς. Δεν μπορείς να τον χάσεις. Αυτό επιδιώκει κι αυτό καταφέρνει ο Βαρνάβας.
– Τι θα συμβεί στις παραβάσεις; Εμένα αυτές οι δύο παραβάσεις μου προσφέρουν δύο απαραίτητα διαλείμματα ανασυγκρότησης. Εκείνο που μπορώ να αποκαλύψω είναι η ερμηνεία της μικρής Γεωργίας Νεοκλέους που έχει όλα τα προσόντα που θα της διασφαλίσουν αργότερα μια μεγάλη καριέρα. Και η μουσική είναι με πατημένο γκάζι. Πάμε για κάτι καλό, πιστεύω. Το μόνο που φοβάμαι είναι τον εαυτό μου και τις αντοχές μου να μοιράσω σωστά τα ξεσπάσματα και τα κρατήματά μου.
– Εξακολουθείς να φοβάσαι στη σκηνή; Ο φόβος είναι χρήσιμος. Αυτό που επιβάλλεται να φοβάται περισσότερο απ’ όλα ο ηθοποιός είναι ο εφησυχασμός.
– Με ποια αισθήματα επιστρέφεις στον ΘΟΚ μετά από πέντε χρόνια; Σαν να έφυγα χθες. Στον ΘΟΚ μπήκα ουσιαστικά το 1988. Έμεινα συνολικά 27 χρόνια. Στην αρχή έπαιζα κυρίως σε μικρούς ρόλους τους οποίους αγαπούσα και φρόντιζα και μετά κυρίως μεγάλους.
– Τον ΘΟΚ τον βρήκες όπως τον άφησες; Λίγο- πολύ ναι. Έχει αλλάξει το στάτους, αλλά αυτό ήταν και το ζητούμενο. Εναλλάσσεται ο κόσμος στις σκηνές και πλέον κυριαρχεί ο πλουραλισμός έναντι της ομοιογένειας γεγονός που απελευθερώνει δημιουργικές δυνάμεις κι εκτός του κρατικού θεάτρου.
– Θεωρείς ότι έζησες μια πλήρη θεατρική ζωή; Έχω χορτάσει. Νιώθω γεμάτος από το θέατρο. Τι έπρεπε να έχω παίξει δηλαδή για να είμαι πλήρης; Τον Οιδίποδα και τον Βασιλιά Ληρ; Δεν έχω τέτοια απωθημένα. Αν τυχόν προκύψει μια ενδιαφέρουσα πρόταση για έναν μεγάλο ρόλο κι έχω τις αντοχές που έχω τώρα, θα πω ναι. Αν δεν τις έχω, θα πω όχι. Ουσιαστικά, όμως, είμαι συνταξιούχος πια.
– Δεν είσαι νέος για συνταξιούχος; Τι νέος; Έχω κλείσει 37 συντάξιμα χρόνια και απαιτούνται 33. Είμαι 60 ετών. Είναι ζήτημα αν έχω ακόμη 2-3 χρόνια μπροστά μου για δουλειές πολύ υψηλών απαιτήσεων. Περιμένουν κι άλλοι συνάδελφοι στη σειρά. Πρέπει κάποια στιγμή να παραδώσουμε τη σκυτάλη. Νιώθω ότι δεν θα μου λείψει το θέατρο κι ούτε εγώ θα λείψω στο θέατρο.
– Πώς ήταν από δημιουργικής άποψης αυτά τα πέντε χρόνια; Ήταν μια περίοδος περισυλλογής που τη χρειαζόμουν για να καθαρίσει λίγο το πνεύμα και η ψυχή. Έκανα κάποιες δουλειές με το Θέατρο Διόνυσος και το ευχαριστήθηκα. Με πήγε στα χρόνια πριν από τον ΘΟΚ όταν ξεκινούσα στο ελεύθερο θέατρο με το τότε Νέο Θέατρο Βλαδίμηρου Καυκαρίδη, που κάναμε περιοδείες σε χωριουδάκια. Έτσι και τώρα, βρέθηκα δύο καλοκαίρια στην ορεινή Λεμεσό και Πάφο κι ένιωθα ότι κάθε βράδυ πήγαινα σε μια καινούρια οικογένεια που με καλωσόριζε. Ανεκτίμητο.
– Πώς ήταν το θέατρο όταν ξεκινούσες και πώς το βλέπεις τώρα; Τότε έβγαιναν 2-3 ηθοποιοί τον χρόνο. Τώρα είναι δεκαπλάσιοι. Είναι πιο δύσκολο για τους νέους να σταθεροποιηθούν στο επάγγελμα. Οι παραγωγές αυξάνονται, όπως και το κοινό, αλλά οι μισθοί συρρικνώνονται. Η αμοιβή, οι αξιοπρεπείς αποδοχές είναι ένα κίνητρο που επιτρέπει στον εργαζόμενο να συγκεντρωθεί απερίσπαστος στο αντικείμενό του. Οι ασφυκτικές και ανταγωνιστικές συνθήκες σε σκληραγωγούν αλλά και σε σκληραίνουν. Συνήθως, η καλύτερη ζωή σε κάνει και καλύτερο άνθρωπο. Αν εξασφαλίσεις το μίνιμουμ μιας ποιότητας ζωής έχεις την ευκαιρία να προσέξεις τον εαυτό σου.
– Ποιες οι διαφορές στην εξέλιξη ενός ηθοποιού σήμερα σε σχέση με τότε; Γενικά, η έκρηξη της τεχνολογίας έχει αυξήσει μεν τις ταχύτητες και τους ρυθμούς κι έχει εκμηδενίσει τις αποστάσεις, αλλά έχει προσθέσει κι έναν τεράστιο όγκο γνώσης που είναι δύσκολο να κατακτηθεί. Υπάρχει μια δυσκολία στην ιεράρχηση που συχνά καταλήγει σε ημιμάθεια. Διαπιστώνεται μια δυσκολία στον χειρισμό του λόγου από τους νεότερους ηθοποιούς, πρέπει να το διδάξεις επισταμένα. Από την άλλη όμως, έχουν πολλές δεξιότητες. Βλέπω σήμερα νέους συναδέλφους να κάνουν πράγματα με το σώμα που ούτε στη φαντασία μου δεν θα μπορούσα. Το θαυμάζω αυτό και δίνω τα εύσημα. Υπάρχει ταλέντο και διάθεση αλλά ίσως πρέπει να γίνει πιο αποτελεσματικό το μπόλιασμα από τους παλιούς.
– Ο γιος σου ο Γιωργής είναι ένας πολύπλευρος καλλιτέχνης και αποτελεί περίπτωση νέου που διαθέτει παιδεία. Αισθάνεσαι ότι έκανες καλή δουλειά ως πατέρας; Ο Γιωργής πήρε από το σπίτι την αγάπη για την ελληνική μυθολογία και τον Παύλο Λιασίδη, πήρε την ελλαδική κουλτούρα μέσα από το ελληνικό τραγούδι και την κυπριακή μέσα από την ποίηση. Ήταν δουλευτής από τα μαθητικά του χρόνια και παραμένει μέχρι σήμερα. Αρίστευσε στις σπουδές του. Από τη μητέρα του κι εμένα έπαιρνε απλώς τις αιχμές, τις νύξεις.
– Πού αποδίδεις την αποφασιστικότητά του να διαπρέψει στα «βαθιά νερά» της ελλαδικής καλλιτεχνικής πραγματικότητας; Εγώ μόλις τελείωσα το Εθνικό ήρθα εδώ στην Κύπρο. Δεν δούλεψα ποτέ μου για «ελληνικό συμφέρον». Σε αντίθεση με τον Γιωργή που δούλεψε σχεδόν αποκλειστικά για «ελλαδικά συμφέροντα». Είναι πολύ πιο μεγάλη η ικανοποίηση και για τον ίδιο να νιώθει ότι δεν χρειάστηκε «πλάτες» για να ανελιχθεί στον χώρο. Είναι χαρά και για μένα να ξέρω ότι ο γιος μου έκανε αυτά που έκανε στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις.
– Βλέπεις κάπου τον εαυτό σου σ’ αυτόν; Είναι εντελώς άλλος άνθρωπος. Δεν μοιάζουμε. Ούτε στον τρόπο δουλειάς, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το θέατρο. Ίσως λίγο μόνο στον τρόπο κίνησης. Ο Γιωργής καλύπτει και τη νέα και την παλιά σχολή, κινείται σε μια πολύ ευρύτερη γκάμα που εκτείνεται από τη σκέτη φόρμα μέχρι τον άκρατο ρεαλισμό.
– Τι σε ευχαριστεί περισσότερο σ’ αυτό το στάδιο της ζωής σου; Ο κηπάκος μου. Να ασχολούμαι με τις ροδακινιές, τις βερικοκιές, τις ντοματιές, τις αγγουριές, τις κολοκυθιές. Να περιμένω τις συκιές μου να κάνουν συκαλάκια. Επίσης, το περπάτημα. Από το 1998 πεζοπορώ καθημερινά στο Πάρκο της Αθαλάσσας. Έρχομαι με φίλους ή τη γυναίκα μου κι έχω επίσης πιάσει φιλίες με τα λαγουδάκια, τις πέρδικες, τα αλεπουδάκια. Παρακολουθώ τις εποχές να εναλλάσσονται, τη φύση να αλλάζει ρούχο, μια πανδαισία χρωμάτων και μυρωδιών. Το περπάτημα ρυθμίζει τα πάντα. Προσφέρει υγεία κι ευκαιρία για περισυλλογή.
– Νιώθεις ότι πήρες το μερίδιο της αναγνώρισης που σου αναλογεί; «Ποτέ μην πεις δεν έζησες/ αφού μακριά δεν πήγες./ Μες στην αυλή σου αν θα δεις/ όλο τον κόσμο είδες» λέει ένα τραγούδι. Νιώθω την αγάπη του κοινού, το σέβομαι και το εκτιμώ απεριόριστα αυτό. Αλλά ξέρεις κάτι; Πάντα έγνοια μου ήταν να μη θέτω τον εαυτό μου ψηλότερα από κανένα. Κι αυτό με βοήθησε πολύ να ηρεμώ και να ισορροπώ στη ζωή μου.
* Η πρεμιέρα για τους Αχαρνείς του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή, είναι προγραμματισμένη για τις 29 Ιουλίου στο Αμφιθέατρο Μακαρίου Γ’.