Με αφορμή την τέταρτη επέτειο θανάτου του διεθνώς καταξιωμένου αρχαιολόγου Βάσου Καραγιώργη ανασύρω από τα συρτάρια μου αφήγηση που ο ίδιος μου παραχώρησε στο πλαίσιο μιας σειράς συνεντεύξεων με τίτλο «ιστορίες αντικειμένων».
Το σχόλιο αποτελεί φόρο τιμής τόσο στον ίδιο όσο και τη σύζυγό του αλλά και έμπρακτη αναγνώριση της πολύχρονης φιλίας που διατήρησα και διατηρώ μέχρι σήμερα με την οικογένεια του.
Η συνάντηση μας πραγματοποιήθηκε το πρωί της 18ης Μαΐου 2018 στο σπίτι του στη Λευκωσία, τρεις μήνες μετά τον θάνατο της συζύγου, αρχαιολόγου επίσης, Ζακλίν Ζιράρ- Καραγιώργη. Παρούσα ήταν η κόρη του Κλειώ Καραγιώργη-Wiet. Η συνομιλία ηχογραφήθηκε με πολύ λίγες παρεμβάσεις από μέρους μου ώστε η ροή της αφήγησής του να διατηρηθεί απρόσκοπτη.
Γύρω στο 1980, στο πλαίσιο ανασκαφής στην περιοχή Σκάλες της Παλαίπαφου, ο Καραγιώργης φέρνει στο φως έναν οβελό. Τον τοποθετεί στον 11ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τον ίδιο, το εύρημα καταδεικνύει την εδραίωση της συλλαβικής γραφής στην Κύπρο κατά την ίδια περίοδο, σε κυπριακή αναμφίβολα διαλεκτική μορφή. Στο αντικείμενο αναγράφεται το όνομα ενός νεκρού πολεμιστή, του Οφέλτη. Πρόκειται για όνομα αχαϊκό, γεγονός που επιβεβαιώνει την παρουσία Αχαιών στην περιοχή της Πάφου κατά τον 11ο αιώνα.
Στην αφήγησή του ο Καραγιώργης επισημαίνει τον πολυδιάστατο και πολυσήμαντο χαρακτήρα του αρχαιολογικού ευρήματος, τοποθετώντας το σε ιστορικό πλαίσιο και κοινωνικοπολιτική βάση παράλληλα. Αφήνω εντούτοις κατά μέρος τον χρηστικό και τελετουργικό χαρακτήρα του αντικειμένου αλλά και την αξία του ως μονάδας μέτρησης και συναλλαγής για να σταθώ σε κάτι που το καθιστά ιδιαίτερο στην όψη: την εγχάρακτη γραφή στην επιφάνειά του. Ταγμένο να πιστοποιεί την ταυτότητα του κτήτορα-πολεμιστή Οφέλτη, το εύρημα επιβεβαιώνει τη θέση σύμφωνα με την οποία το ελληνικό γράφειν δεν συνιστούσε παρά χειρονομία χάραξης σε αντικείμενο με σφηνοειδές εργαλείο. Στην περίπτωση αυτή, η χειρονομία χάραξης ενός ονόματος- πρόκειται για κοπιαστικό εγχείρημα- στην επιφάνεια ενός οβελού, προδίδει την ταυτότητα του κτήτορα. Σε μια τέτοια περίπτωση, στην επιφάνεια του αντικειμένου διατυπώνεται «η ορατή καταγωγή» του εαυτού, όπως θα έλεγε ο Νίκος Καρούζος αναφερόμενος στην πρακτική της χάραξης ως ενέργημα αναφοράς. Μεταστρέφει το ανώνυμο αντικείμενο σε φορέα μιας σαφούς και διακριτής κατονομασίας. Το έγγραμμα στην επιφάνεια του οβελού καταδεικνύει κυριότητα ενός αντικειμένου και ταυτότητα του κτήτορα συνάμα.
Ο γλύπτης Alberto Giacometti σε συνέντευξή του στον συγγραφέα και κριτικό τέχνης André Parinaud επισημαίνει την ανάγκη του ανθρώπου να αισθανθεί κάτι πέρα και πάνω από την αλήθεια του υπαρκτού. Αυτό, εντούτοις, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι εφικτό. Η αλήθεια είναι προσβάσιμη ή καταληπτή στο μέτρο που η όψη ενός αντικειμένου το επιτρέπει. Με άλλα λόγια, η αλήθεια, σύμφωνα με τον γλύπτη, εδράζει στην όψη. Εγείρεται συνεπώς το ακόλουθο ερώτημα: μέχρι ποιο βαθμό η χάραξη στην επιφάνεια του οβελού προσδίδει στην όψη του κύρος και αληθοφάνεια; Αποτελεί το όνομα του κτήτορα προϋπόθεση για ετερότητα, όχι μόνο μορφική αλλά και υποστατική;
Αυτό που πρωτίστως χαρακτηρίζει μια υπογραφή είναι ο καταθετικός της χαρακτήρας. Η χειρόγραφη υπογραφή διέπεται από την αμεσότητα της χειρονομίας του υποκειμένου. Το μελάνι σηματοδοτεί αβίαστα και με ταχύτητα την επιφάνεια που το υποδέχεται. Αντίθετα, όταν μια υπογραφή διατυπώνεται με εργαλεία χάραξης- είναι δηλαδή εγχάρακτη- τότε ο καταθετικός της χαρακτήρας ενδυναμώνεται δραματικά. Η επιφάνεια διανοίγεται με αποτέλεσμα η σύσταση ενός ονόματος να αποτελεί ζήτημα διαχείρισης όχι μόνο επιφάνειας, αλλά και υποστρώματος. Όσο πιο βαθιά και εκριζωτική είναι η χάραξη, τόσο περισσότερο δηλωτική της ανάγκης του υπογράφοντος να αντιστέκεται στη λήθη.
Ο Βιλέμ Φλούσερ κατηγοριοποιεί τα αντικείμενα και τις επιφάνειες που προσφέρονται για χάραξη. Σύμφωνα με τον ίδιο, όσο πιο δύσκολα το αντικείμενο διαβρώνεται, τόσο πιο δύσκολα απολύει την εγχάρακτη πληροφορία που κομίζει. Πρόκειται για την κατηγορία αντικειμένων με ισχυρή μνήμη όπως είναι το μάρμαρο, το μέταλλο κ.ά. Στον αντίποδα, τοποθετούνται αντικείμενα που άκοπα και αβίαστα χαράσσονται, όπως πρωτίστως ο πηλός. Φθαρτά και συνεπώς ανίκανα να διατηρήσουν εγχάρακτο περιεχόμενο στις όψεις τους, τα αντικείμενα αυτά αδυνατούν να καταστούν φορείς συνείδησης, ταυτότητας ή μνήμης μακροπρόθεσμα.
Για υλικά με ανθεκτικότητα που εγγυούνται τη διατήρηση μιας εγχάρακτης διατύπωσης εκδηλώνει την προτίμηση του και ο Πάουλ Κλέε. Σε σημείωση ημερολογίου τον Σεπτέμβριο του 1902 ιστορεί την απόπειρα εγγραφής με τρόπο άτακτο ιδέας του σε επιφάνειες αλλόκοτες: «Σήμερα έκανα μια όμορφη δοκιμή. Κάλυψα ένα κομμάτι τζάμι με άσφαλτο κι έσυρα με μια βελόνα μερικές γραμμές (…) Το αποτέλεσμα μοιάζει με χαρακτικό» γράφει. Κλείνω με την περίπτωση του Κλέε προκειμένου να επισημάνω την ιδιαιτερότητα του εγχειρήματος. Η χειρονομία χάραξης περιορίζεται στη στρώση της ασφάλτου αφού η πλάκα του γυαλιού που φέρεται ως βάση μοιάζει να αποτρέπει κάθε δυνατότητα εμβάθυνσης. Ρηχή η διατύπωση του Κλέε. Ενδεικτική εντούτοις μιας παροδικής ανάγκης να προσδώσει νόημα και εύρος καταθετικό σε επιφάνεια που την αντιλαμβάνεται ως κάλεσμα υπαρκτικό.