Στον ορθόδοξο κόσμο κάτι τέτοιο προφανώς δεν μπορεί να συμβεί. Στον καθολικό όμως, η μετατροπή ενός εκκλησιαστικού κτηρίου σε κάτι άλλο, σε κάποιες τουλάχιστον χώρες, έπαψε να αποτελεί ταμπού. Το εν λόγω παράδειγμα έρχεται από το Σίδνεϊ της Αυστραλίας, ενώ έχουν προηγηθεί αρκετά άλλα.
Το Church Residence, Εκκλησία/Κατοικία, όπως ονομάζεται από τις διεθνείς ιστοσελίδες αρχιτεκτονικής, αποτελεί ένα παράδειγμα επαναχρησιμοποίησης κτηρίων με μια εντελώς διαφορετική χρήση από αυτήν για την οποία προορίζονταν, με την ίδια όμως μορφή, χωρίς να χάνεται η ιστορικότητα τους. Και, σε μια εποχή όπου η βιωσιμότητα και η διατήρηση είναι πρωταρχικής σημασίας, η προσαρμοστική επαναχρησιμοποίηση αποτελεί πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην αρχιτεκτονική. Με την πρακτική αυτή εξοικονομούνται πόροι και ταυτόχρονα, παλιά κτίσματα, με ιστορική, πολιτιστική ή αρχιτεκτονική αξία, αποκτούν νέα ζωή. Παράλληλα, αποφεύγεται η διασπορά κτηρίων στην ύπαιθρο για να καλυφθούν νέες ανάγκες.

Το Church Residence, που βρίσκεται στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, αποτελεί παράδειγμα αυτής της πρακτικής με την υπογραφή των Michiru Higginbotham.
Το εκκλησιαστικό κτήριο βρίσκεται στην περιοχή Woolwich, 11 χιλιόμετρα έξω από το Σίδννεϊ και είναι κτίσμα του 1908. Τις τελευταίες δεκαετίες, εγκαταλειμμένο από τους πιστούς πέρασε σε αχρησία αφού μεσολάβησε μία περίοδος –πριν μια εικοσαετία- που μετατράπηκε σε θέατρο. Ούτε όμως οι θεατρόφιλοι κατάφεραν να το σώσουν κι απέμεινε αδρανές να ρημάζει και να αποτελεί εστία ρύπανσης για τη γειτονιά. Για αυτό και οι αρχές συνηγόρησαν στην πώληση και μετατροπή του σε κατοικία. Και το αποτέλεσμα δείχνει πως παρά τη σύγχρονη αισθητική που εκφράζεται στο εσωτερικό, η ταυτότητα του κτηρίου παραμένει ανέπαφη, με το καμπαναριό και όλα τα στοιχεία που καθόριζαν τον προηγούμενο ρόλο του.

Η πρόσοψη, από τούβλα και ψαμμίτη, δεν έχει υποστεί καμία παρέμβαση όπως και ο περίβολος. Με το που εισέρχεσαι όμως στο εσωτερικό ξεχνάς πως βρίσκεσαι σε εκκλησία. Η αρχιτεκτονική παρέμβαση εξισορροπεί την παράδοση με το σύγχρονο ντιζάιν μέσα από προσεκτική επιλογή υλικών, φωτισμού και χωροταξικής διάταξης. Η ξύλινη στέγη έχει ανακατασκευαστεί στα πρότυπα της υπάρχουσας, ενώ ο χώρος έχει μεγιστοποιηθεί με την κατασκευή ενός παταριού στο οποίο οδηγεί μια ανάλαφρη σπιράλ σκάλα από ανοξείδωτο χάλυβα και γυαλί, αντιπαραβάλλοντας έτσι τα παραδοσιακά στοιχεία με τις σύγχρονες πινελιές. Ο δε σκοτεινός επιβλητικός χώρος του ναού είναι πλέον φωτεινός χάρη στα ανοίγματα που έχουν δημιουργηθεί σε πολλά σημεία τόσο της τοιχοποιίας όσο και της στέγης. Η κουζίνα έχει τοποθετηθεί στην καρδιά της νέας κατοικίας ως υπόμνηση στον εκκλησιαστικό βωμό ενισχύοντας τη σύνδεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Η νησίδα με τις καμπύλες γωνίες και τη στρατηγική θέση, υπογραμμίζει το συνδυασμό λειτουργικότητας και αισθητικής. Όλες δε οι κατασκευές είναι ανατρέψιμες ούτως ώστε εύκολα ο χώρος επανέρχεται στον αρχικό του σχεδιασμό ή μετατρέπεται σε κάτι άλλο.

Όπως εξηγούν οι αρχιτέκτονες, «η προσαρμοστική επαναχρησιμοποίηση είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή αρχιτεκτονική τάση. Είναι μια βιώσιμη προσέγγιση που εξοικονομεί υλικά και ενέργεια, μειώνει την αστική εξάπλωση και διατηρεί την πολιτιστική κληρονομιά».
Φωτογραφίες: Katherine Lu