Στα έργα της, με πρώτη ύλη το ύφασμα και το κέντημα, η Μαριάντρη εξετάζει πώς η πατριαρχία και οι κοινωνικές προσδοκίες διαμορφώνουν τη συναισθηματική μας ζωή. Οι ίνες και τα υφάσματα, βαθιά ριζωμένα στην κυπριακή κουλτούρα, αποτελούν για την εικαστικό έναν τρόπο να διατηρεί ζωντανή την παράδοση, προσαρμόζοντάς την σε μια σύγχρονη γλώσσα.
Θυμάται ότι από παιδί της άρεσε να ζωγραφίζει με μια φυσικότητα. Οι πρώτες της εικαστικές αναζητήσεις εκδηλώθηκαν όταν σχεδίαζε χάρτινες κούκλες και έκοβε τα ρούχα τους για να τις ντύνει, δημιουργώντας χάρτινα γλυπτά. Η ζωγραφική της έβγαινε αυθόρμητα και την ενθουσίαζε, οπότε η πορεία προς την τέχνη προέκυψε σχεδόν αβίαστα. Ενήλικη πια, στο εικαστικό της έργο εκφράζει έναν φεμινιστικό λόγο. Από μικρή ένιωθε, έστω ασυνείδητα, όπως λέει, την ανάγκη να αντισταθεί στο στερεότυπο τού τι σημαίνει να είσαι κορίτσι. Ακόμη και το να μη θέλει να φοράει ροζ, ήταν μια μορφή αντίδρασης για την ίδια. «Μεγαλώνοντας και διαβάζοντας φεμινίστριες, όσα ένιωθα βρήκαν λέξεις και φωνή. Βλέποντας την ανισότητα που εξακολουθεί να υπάρχει, θεωρώ σημαντικό να φωτίζονται αυτά τα ζητήματα, ειδικά καθώς ο όρος “φεμινίστρια” παραμένει παρεξηγημένος. Η τέχνη είναι για μένα ένας τρόπος να συμμετέχω ενεργά σε αυτή τη συζήτηση, ιδιαίτερα μέσα από το ύφασμα, που ιστορικά θεωρήθηκε “κατώτερη” τέχνη λόγω της σύνδεσής του με τη γυναικεία εργασία, επανατοποθετώντας το ως ισότιμο και σύγχρονο μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης» θα μας πει, με αφορμή την έκθεσή της «Alexithymia» την οποία παρουσιάζει αυτή την περίοδο στην γκαλερί Edit στη Λεμεσό.
–Πιστεύεις ότι οι γυναίκες εικαστικοί ήταν υποτιμημένες πιο παλιά; Φυσικά. Η Linda Nochlin, στο κείμενο «Γιατί δεν υπήρξαν σπουδαίες γυναίκες καλλιτέχνιδες;» (1971), εξηγεί πως η απουσία σπουδαίων γυναικών καλλιτεχνών δεν οφείλεται στην έλλειψη ταλέντου, αλλά στις πατριαρχικές δομές που περιόριζαν τις γυναίκες στον ρόλο της συζύγου και της μητέρας, αποκλείοντάς τες από ακαδημίες και επαγγελματικές ευκαιρίες.
-Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα; Έχουν σαφώς βελτιωθεί. Οι γυναίκες έχουν πλέον μεγαλύτερη ορατότητα και χώρο στην τέχνη, όμως η πλήρης ισότητα δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Μόνο όταν υπάρξει πραγματική ισότητα των φύλων, θα μπορούμε να πούμε πως οι γυναίκες εικαστικοί απολαμβάνουν τις ίδιες ευκαιρίες και αναγνώριση με τους άνδρες.

–Η δουλειά σου μιλά επίσης για τη δυαδικότητα του φύλου. Σε ενδιαφέρει να ανατρέψεις τις στερεότυπες αντιλήψεις για το φύλο; Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί ιδιαίτερα. Δεν αναφέρομαι μόνο στη δυαδικότητα του φύλου, αλλά και στον ενδιάμεσο χώρο. Η φύση μάς έχει χαρίσει τρία φύλα, αρσενικό, θηλυκό και διαφυλικό (intersex), επομένως, τι πιο φυσικό απ’ αυτήν την πολυμορφία; Μέσα από την τέχνη μου προσπαθώ να ενεργοποιήσω αυτή τη συνθήκη, δημιουργώντας έναν «τρίτο χώρο» που εμπεριέχει όλες αυτές τις έννοιες και ταυτόχρονα τις υπερβαίνει, ανοίγοντας νέες προοπτικές και αποδομώντας τα κοινωνικά στερεότυπα γύρω από το φύλο. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργούμε έναν κόσμο πολύ πιο συμπεριληπτικό και ασφαλή για όλους.
-Στις εγκαταστάσεις σου χρησιμοποιείς συχνά υφάσματα και κεντήματα. Τι σε ελκύει στο χειροποίητο; Αν και εκπαιδεύτηκα ως ζωγράφος, σκέφτομαι με όρους γλυπτικής και πάντα με ενδιέφερε τα υλικά μου να εκτείνονται στον χώρο. Το ύφασμα με μάγευε από μικρή. Θυμάμαι, στο Λαογραφικό Μουσείο Λεμεσού, να εντυπωσιάζομαι από τα κεντήματα, και παρακολουθώντας τη γιαγιά μου να κεντάει ένιωθα τον ίδιο ενθουσιασμό. Με γοητεύει η διαδικασία τού να φτιάχνεις κάτι από το μηδέν με ένα νήμα και τόση λεπτομέρεια. Οι ίνες και τα υφάσματα, βαθιά ριζωμένα στην κυπριακή κουλτούρα, αποτελούν για μένα έναν τρόπο να διατηρώ ζωντανή την παράδοση, προσαρμόζοντάς την στους δικούς μου όρους με σύγχρονη γλώσσα.

–Εκπροσωπείσαι από την Edit Gallery στη Λεμεσό, όπου παρουσιάζεις την ατομική σου έκθεση με τίτλο Αλεξιθυμία. Τι εκφράζει αυτός ο τίτλος; Ο τίτλος Αλεξιθυμία, τον οποίο χρησιμοποιώ μεταφορικά ως σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο, είναι δανεισμένος από την ψυχολογία και αναφέρεται στη δυσκολία κατανόησης και έκφρασης συναισθημάτων. Η εικαστική μου πρόταση εξετάζει πώς η πατριαρχία και οι κοινωνικές προσδοκίες διαμορφώνουν τη συναισθηματική μας ζωή: Οι άνδρες μαθαίνουν να καταπιέζουν τα συναισθήματά τους και οι γυναίκες τις επιθυμίες τους. Αυτοί οι κανόνες θεωρούν τα συναισθήματα αδυναμία, περιορίζοντας την αυθεντική έκφραση και οδηγώντας σε συναισθηματική αποξένωση. Για τις γυναίκες αυτό σημαίνει υπερπροσπάθεια και τελειομανία, για τους άνδρες απαξίωση ή επιθετικότητα προς τις γυναίκες και την LGBTQ+ κοινότητα. Η έκθεση εξετάζει αυτές τις κοινωνικές κατασκευές και αναζητά δρόμους για πιο αυθεντικές ανθρώπινες συνδέσεις.
–Στην έκθεση Κύπρος Νήσος, του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου, παρουσιάζεις μια σειρά από κεντήματα. Ποια ιστορία «αφηγείται» αυτό το έργο; Η διαδικασία ξεκίνησε όταν άρχισα να συλλέγω κεντήματα δημιουργημένα στο παρελθόν από γυναίκες της οικογένειάς μου. Ανάμεσά τους βρήκα ένα κέντημα χαρισμένο στη γιαγιά μου από τη δημιουργό του, μια πρόσφυγα της Μόρφου, που μαρτυρά τον πόνο του 1974. Το πρώτο κέντημα γράφει «Εγίναμεν πρόσφυγες 14.08.1974» και αποτέλεσε αφετηρία για μια σειρά επαναλαμβανόμενων έργων που σταδιακά αποδομούν το μήνυμα, αφαιρώντας μια λέξη κάθε φορά, ώσπου εντέλει το τελευταίο μένει κενό. Ξεκινώντας από το παρελθόν και φτάνοντας στο σήμερα, αφηγούνται μια πορεία από τη μνήμη προς τη λήθη, μια αναζήτηση ταυτότητας, απώλειας και του τι τελικά απομένει.
–Στην Art Athina παρουσίασες πρόσφατα τρία έργα που αναπαριστούσαν βιβλία με ιστορίες γυναικών. Πώς επεξεργάστηκες αυτό το υλικό; Τα τρία βιβλία που παρουσίασα, Πώς να Είσαι Γυναίκα, Πώς να Είσαι Σύζυγος και Πώς να Είσαι Μητέρα, θέτουν υπό αμφισβήτηση την παράλογη υπόσχεση των εγχειριδίων να ορίσουν κοινωνικά κατασκευασμένες ταυτότητες. Κάθε τόμος είναι κεντημένος με κόκκινο νήμα και αλυσοδεμένος και στις δύο πλευρές, καθιστώντας τον αδύνατο να ανοιχτεί. Αυτή η απροσβασιμότητα δείχνει ότι τέτοιοι οδηγοί είναι καταπιεστικοί και μάταιοι, καθώς κανένας δεν μπορεί να ορίσει αυτές τις έννοιες. Το μεγαλύτερο βιβλίο φέρει το βάρος της πολυπλοκότητας της γυναικείας ταυτότητας, ενώ οι μικρότεροι τόμοι περιορίζουν τη γυναικεία ύπαρξη σε στενότερους ρόλους όπου η αξία συχνά μετριέται. Η ταυτότητα δεν μπορεί να τυποποιηθεί και κάθε γυναίκα ενσαρκώνει αυτούς τους ρόλους με μοναδικό τρόπο, πέρα από εγχειρίδια και προκαθορισμένες αντιλήψεις.
-Το γεγονός ότι έχεις ως βάση σου την Αθήνα -έναν πολύ ζωντανό χώρο στα εικαστικά- έχει διευρύνει τους ορίζοντές σου; Αρκετά μπορώ να πω. Η Αθήνα διαθέτει όντως έναν πολύ ζωντανό και ποικιλόμορφο χώρο με πληθώρα επαγγελματιών της τέχνης. Πιστεύω ότι οι καλλιτέχνες πάντα αναζητούν νέα ερεθίσματα, και ένα νέο περιβάλλον αποτελεί πηγή έμπνευσης που εμπλουτίζει την πρακτική τους.

–Πρόσφατα έλαβες μέρος στη μεγάλη διοργάνωση του Vima Art Fair στη Λεμεσό. Πόσο σημαντική ήταν αυτή η εμπειρία; Είμαι πολύ χαρούμενη για τη συμμετοχή μου. Η πρώτη αυτή διοργάνωση ξεπέρασε τις προσδοκίες, έθεσε ψηλά τον πήχη για τις εγχώριες διοργανώσεις και λειτούργησε ως αρωγός στην προσπάθεια να τοποθετηθεί η Κύπρος στον παγκόσμιο χάρτη της τέχνης.
-Αυτή την περίοδο σχεδίασες τα σκηνικά και τα κοστούμια για μια παράσταση που ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας. Πώς προσέγγισες το έργο; Συνεργάστηκα με τη χορογράφο Όλγα Μάρκαρη για την παράσταση The Rite of No Return, που παρουσιάστηκε στις 11/11 στο Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας, στο Δημοτικό Θέατρο. Η παράσταση εμπνεύστηκε από το εμβληματικό έργο Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι, αντικαθιστώντας τη θυσία της γυναίκας με τη θυσία του φυσικού περιβάλλοντος, ως αποτέλεσμα των καταστροφικών ανθρώπινων παρεμβάσεων. Για τα σκηνικά και τα κοστούμια χρησιμοποίησα κυρίως second- hand υλικά, τονίζοντας την αντίθεση ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό και τη συνεχή τους συνύπαρξη. Παράλληλα, συμμετείχα και σ’ ένα μικρό performance επί σκηνής, ως οργανικό μέρος της σκηνικής δράσης.
INFO Λεμεσός, The Edit Gallery (25251710). Η έκθεση Alexithymia της Μαριάντρης παρουσιάζεται ως τις 29 Νοεμβρίου.