Στέφανος Ζυμπουλάκης: «Θα ξανάρθω Φαμαγκούστα», Έκδοση Ιδρύματος Χριστίνα Α. Αποστόλου, 2021.

Λίγοι Κύπριοι ποιητές ευτύχησαν να έχουν εκδομένα ποιητικά άπαντα. Πέραν των κλασικών Β. Μιχαηλίδη, Δ. Λιπέρτη, Θ. Πιερίδη, Τ. Ανθία, Κ. Μόντη και Π. Λιασίδη, ελάχιστοι υπάρχουν με εκδομένα ποιητικά άπαντα. Έτσι το γενναιόδωρο και ενοραματικό βήμα του Ιδρύματος Χριστίνα Α. Αποστόλου, να εκδώσει μετά θάνατον τα ποιητικά άπαντα του Στέφανου Ζυμπουλάκη είναι κάτι που αξίζει να επαινεθεί. Το ίδιο και η επιμέλεια του ογκώδους τόμου από το ακάματο φιλόλογο και λογοτέχνη Κώστα Κατσώνη.

Τα άπαντα του Στ. Ζ. περιλαμβάνουν εννέα εκδομένες σε χωριστούς τόμους ποιητικές συλλογές από το 1965 μέχρι το 2000, όπως και σκόρπια ανέκδοτα ποιήματα που γράφτηκαν μεταγενέστερα και δεν εκδόθηκαν ποτέ. Ως συμπυκνωμένη οριοθέτηση του ποιητικού στίγματος του Στ. Ζ. υιοθετώ την τοποθέτηση του Μιχάλη Παιδονόμου, που περιλαμβάνεται στον υπό παρουσίαση τόμο των 522 τόσων σελίδων: «Η ποίησή του είναι μια πληγή, από όπου το φως μπαίνει μέσα του και μέσα μας και γίνεται κραυγή και ανάταση και μαγεία, μια ποίηση ώριμη…». (σελ. 19)

Από την πρώτη ποιητή συλλογή «Αναζητήματα» του 1965, ο Στ. Ζ. γράφει ποιήματα της ευθύνης, του χρέους, του καθήκοντος, της υπηρεσίας σε ένα στόχο, ένα σκοπό κι ένα όραμα, ανοδικό, προοδευτικό και ιδεατό: «Φυλάξαμε την ελπίδα / μέσα σε μια χούφτα αίμα / – την κάναμε προσταγή / όπως μας παρήγγειλαν οι άνθρωποι – / και πήραμε τον ανήφορο / να φτάσουμε τη βουνοκορφή / ν’ αγγίσουμε τα σύννεφα / να δούμε τη βροχή – τη χοντρή βροχή / και να την πιάσουμε στα χέρια μας». (σελ. 46)

Πέρα από τον διάχυτο λυρισμό που διαπνέει ολόκληρη την πρώτη του συλλογή, ο ποιητής στη δεύτερη «Λευκές αυπνίες» 1967, ενδιατρίβει περισσότερο σε στίχους ενδοσκόπησης και εσωτερικής αναζήτησης: «Είμαι ένα ποιητικό χαμόγελο. / Είμαι ένας γέρος καλαθάς / και αλητοτσίγγανος». (σελ. 100) Συχνά συνδιαλέγεται υποδόρια με δημιουργούς που τον επηρέασαν και αφήσαν το αισθητικό τους στίγμα πάνω στη δική του ποιητική. Ως τέτοιους θεωρώ τους αδελφούς Πιερίδη, Θοδόση και Γιώργο Φιλίππου, καθώς επίσης στην ίδια οπτική μπορούν να περιληφθούν ο Κώστας Βάρναλης και ο Τεύκρος Ανθίας.

Στην πορεία της ποιητικής του ωρίμανσης ο Στ. Ζ. κατακτά και την αποφθεγματικότητα: «Η γη και το σύμπαν, / μι’ ακτίδα αιωνιότητας / που περιμένει την ποίηση του ανθρώπου». (σελ. 157) Την ίδια ώρα, οι κύριοι θεματικοί του πυλώνες παραμένουν η υπαρξιακή αναζήτηση και η αισθητική εντρύφηση.

Παράλληλα, τα ποιήματά του είναι συχνά έμπλεα από στιγμές άκρατου λυρισμού, ρομαντισμού, νατουραλιστικής ευαισθησίας και σαγήνης: «Μάης καιρός / που σούρουπο απαλό σαν χάδι αηδονιού / τον γρύλο αποσπερίζει, / κι ανθίζουν οι καιροί / σε δροσοστάλες». (σελ.. 193)

Στα ποιήματα που γράφτηκαν αμέσως μετά την τραγωδία του 1974, όπως ήταν φυσικό, εμφιλοχωρεί η πίκρα και ο πεσιμισμός, έστω κι αν ο λυρισμός δεν υποχωρεί. Η συντριβή κι ο πόνος συντροφεύονται από μια τρυφερή γλαφυρότητα, με φαντασία και αισθητική εγρήγορση.

Η πάροδος του χρόνου προσδίδει στην ποίηση του Στ. Ζ. ειρωνεία, σαρκασμό, δηκτικότητα, συνδυασμένη και μ’ ένα πικρό χιούμορ: «Ήταν με μέγας ‘πατριώτης’ ο νεκρός / του ταίριαζε η τόση τελετή κτλ., κτλ. / Μα ξάφνου εκείνη τη στιγμή / κάποιο μικρόσωμο σκυλί / περνάει το πλήθος και γαυγίζει». (σελ. 267)

Η ποιητική του Στ. Ζ. είναι ενσωματωμένη στα πλείστα ποιήματά του. Θεματοποιείται στους στίχους του η ίδια η ποίηση, με κάθε ευκαιρία και αφορμή. Και βέβαια θεματοποιείται για λόγους ουσιαστικούς και όχι προσχηματικούς: «Χορτάριασε η αυλή / το κλήμα σκόρπισε μακρύποδα πλοκάμια / όλα σε τάξη η ποίηση τα συνταιριάζει / κι η ψυχή φουσκωμένη νοσταλγία / τραγουδάει τον θούριο της επανεγκατάστασης». (σελ. 312)

Στη μοναδική ποιητική συλλογή στην οποία εντρύφησε αποκλειστικά στην ερωτική θεματική, στο βιβλίο «Ερωτικά της Εύης» που κυκλοφόρησε το 1996, ο Στ. Ζ. το έπραξε με απαράμιλλη προσήλωση, αφοσίωση και διαύγεια. Εικόνες, χρώματα, αρώματα, όλα φωτεινά, όλα διαυγή, στην αίγλη, στη μαγεία, τη σαγήνη, τη θαλπωρή της ερωτικής ποίησης: «Το θαλασσί της νιότης μου / η φυγή / αλάβαστρο αγάπης / και εσύ του έρωτα καρδιά / το υφαντό του ρόδου». (σελ. 380)

Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ο λυρισμός και ο ρομαντισμός δεν εγκαταλείπουν ποτέ τον Στ. Ζ. Οι στίχοι του άλλοτε παραπέμπουν σε αλλοτινές μακρινές εποχές και άλλοτε συμβαδίζουν με τις σύγχρονες αγωνίες της ζωής. Αυτής της πνοής οι στίχοι μαρτυρούν και τη βαθιά αισθητική υποδομή του ποιητή. Ασφαλώς και θήτευσε στους κλασικούς του είδους. Υφολογικά τουλάχιστον μοιάζει να κατέκτησε το αισθητικό στίγμα του Μπωντλαίρ, του Γεσένιν, ενδεχομένως και άλλων.

Επιλέγω να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με στίχους του Στ. Ζ. αφιερωμένους στην Αμμόχωστο. Εδώ ο ποιητής γίνεται ελεγειακός, δοξαστικός υμνωδός για τη γενέθλια γη του. Και πετυχαίνει να μεταδώσει το συγκινησιακό του ρίγος και στους αναγνώστες του: «Θυμάρι τ’ ουρανού η Έγκωμη / της Σαλαμίνας αναθρήκα / απόγειο της θάλασσας η Αμμόχωστος / αμάραντο αθάνατο η οσμή της». (σελ. 467) Εκφράζω τη βεβαιότητα ότι έτσι θα ήθελε να τον θυμόμαστε ο Ζυμπουλάκης, ως ποιητή της Αμμοχώστου.

[email protected]