Αυτή είναι η καλύτερη ελληνική ταινία που βγήκε ποτέ στους ελληνικούς κινηματογράφους – θεέ μου, ‘σχώρα με για τον «Όμηρο», την «Ευδοκία», το «Σημείωμα», τη «Στέλλα», το «Σπιρτόκουτο», το «Θίασο», τη «Μικρά Αγγλία», τη «Γλυκιά συμμορία», το «Από την άκρη της πόλης», τη «Στρέλλα», το «Δεκαπενταύγουστο», το «Σώσε με».

Τη θυμήθηκα ξανά την προηγούμενη Τρίτη, όταν την πέτυχα τυχαία σε ένα αφιέρωμα της ΕΡΤ3 στον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον μέγιστο δημιουργό της, συναυτουργό του Μαλβινοθρεμμένου ποιητή των σκουπιδιών και της τέφρας κάποιων ζωντανών σακατεμένων που κολύμπησαν στα λασπόνερα αλλά επέζησαν θριαμβευτικά, Θάνο Αλεξανδρή. 

Η ιστορία είναι απλή: Μια γυναίκα ονειρεύεται να γίνει τραγουδίστρια, καταλήγει στα κωλάδικα της επαρχίας, στη Βόρειο Ελλάδα, με τον σύντροφό της να την ψάχνει, απελπισμένα ερωτευμένος μαζί της, με μια καψούρα που μετατρέπεται μάλλον σε αγάπη όσο εκείνη βγαίνει στην πίστα ως δεύτερο όνομα, συνοδεία της υπέρτατης δόξας της Εθνικής οδού, Παλόμας. Το σενάριο είναι πλήρες και κατανοητό (κάτι όχι δεδομένο, βέβαια, για τον ταλαιπωρημένο ελληνικό κινηματογράφο της Μεταπολίτευσης) – εμπεριέχει κάτι λαϊκό και περίπλοκο καρδιακά ταυτόχρονα, έντεχνο και άτεχνο συγχρόνως, μια ταινία «ακριβή» φτιαγμένη από παρατημένα φτηνά υλικά, τοποθετημένα καίρια στον καιρό των μεγάλων επιδοτήσεων και της παντοδυναμίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που οι αγρότες ακουμπούσαν τα πακέτα Ντελόρ στα καλογυαλισμένα πόδια κάθε νέας τραγουδίστριας που έλεγε άτσαλα «ανέβα στο τραπέζι μου, κούκλα μου γλυκιά», σε κακή εκτέλεση, μασώντας τσίχλα και κάνοντας κονσομασιόν.  

Τη Στέλλα υποδυόταν η Αθηνά Μαξίμου και τον Αντρέα ο Νίκος Κουρής. Έτσι γνωριστήκαμε με το Νίκο – γιατί του είπα ότι είδα 14 φορές την ταινία εκείνη και θα ‘θελα να δω πώς είναι στην πραγματικότητά του. Δεν έδινε συνεντεύξεις (τότε), του ανέφερα για τις «σούζες» που έκανε με το ανύπαρκτό του μηχανάκι μέσα στο φοιτητικό σχεδόν δώμα που ζούσε με τη Στέλλα, για τη μπανιέρα με θέα στο λιμάνι του Πειραιά μέσα στην οποία ξάπλωνε εκείνη, για την καταγραφή των αεροπλάνων με μανία συλλέκτη, για το «Ζεταίμ» και την «Αρζεντίνα». Πείστηκε. Και έγινε ο αγαπημένος μου – τσακωθήκαμε μετά, αγαπηθήκαμε ξανά, ξαναδιαφωνήσαμε, αλλά η κοινή αισθητική αναφορά της χυδαιότητας και του διονυσιασμού των κωλάδικων της Ελλάδας θα μας ένωνε αιώνια. 

Δεν ήταν μόνο ο τρόπος αποτύπωσης απ’ τον Παναγιωτόπουλο όσων διαδραματίζονταν στους διαδρόμους των πίσω δωματίων του πάλκου ή των εκβιασμών στα νέα -φιλόδοξα- κορίτσια, από τους κοιλαράδες ιδιοκτήτες, ήταν κι εκείνο το οδοιπορικό σε μια Ελλάδα εξαφανισμένη πια -αν και ήδη αχνοφαίνονταν από τότε τα σημάδια της σήψης της-, πίσω από λόφους, μέσα σε χωράφια ή μπροστά σε παγωμένες λίμνες κατουρώντας τις (κυριολεκτικά). Άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Άνθρωποι που αναδείκνυαν τα χρήματα σε Θεό χωρίς το Ναό του. Άνθρωποι βουτηγμένοι στις κολάσεις τους αλλά και Άγιοι ταυτοχρόνως. Πεζοί μα και λογοτέχνες. 

Το εμβληματικό ομώνυμο τραγούδι-soundtrack της ταινίας δεν το τραγούδησε μόνο η Παπίου – προτού καταλήξει οριστικά σ’ εκείνην. Αλλά και η Λένα Αλκαίου. Και η Πέγκυ Ζήνα, επίσης. Ο Κραουνάκης ήξερε τι έκανε– δεν ήθελε το αριστούργημά του να χαθεί μέσα σε μία στοίβα πανεριών από γαρύφαλλα, όπως συμβαίνει τώρα με τον Αργυρό, μπροστά από κάποια μισοφαγωμένη μπριζόλα κι ένα ξέμπαρκο μπουκάλι ουίσκι. Γι’ αυτό και εμπιστεύτηκε τη συγκεκριμένη τεχνική με τη σιγουριά της ανάδειξης του τραγουδιού και όχι της φίρμας. Κομματιάστηκα όταν το πρωτάκουσα. Το ίδιο είχε συμβεί τότε και με τον ποιητή Γιάννη Κοντό, τη Λίτσα Διαμάντη, τη Λίνα Νικολακοπούλου, αλλά και με την πρόεδρο των εκδιδόμενων γυναικών στην Αθήνα, Δήμητρα Κανελλοπούλου – όλοι τους ιδανικοί θεατές μιας σινεφίλ βραδιάς και άλλης μίας μετά, στις «Κούκλες» της Ζαν Μωρεάς. 

Το να μπορέσει κάποιος δημιουργός να προσδώσει Τέχνη σε κάτι φαινομενικά «εύκολο» θεματολογικά, απαιτεί εμπειρία, περίσσευμα ψυχής και εμφανές πρόσημο ταλέντου σε ό,τι έχει προηγηθεί ως ιστορία ζωής. Αυτό έκαναν ο Παναγιωτόπουλος και ο Αλεξανδρής– καθένας χώρια. 

Δεν θέλω να ακουστώ μελό αλλά, ναι, όποτε (ξανά) βλέπω την ταινία «Αυτή η νύχτα μένει» κάθομαι στον καναπέ μου και χύνω μαύρο δάκρυ. Και σκέφτομαι πως αν ζούσε τώρα ο αγαπημένος μου Παύλος Μάτεσις θα του τηλεφωνούσα στο σταθερό του σπιτιού του, στο Νέο Κόσμο, θα τον ρώταγα πάλι για το νόημα της ζωής -όπως στην ταινία- κι ύστερα θα λέγαμε (ξανά) για ‘κείνο που σκοτώθηκε μέσα μας για πάντα…

Υ.Γ. (ΩΣ ΜΙΚΡΗ ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ): Δεν γνωρίζω τι κάνει ο κύριος Αλέκος Μοδινός – πώς ζει, πώς είναι η καθημερινότητά του, με ποιους συναλλάσσεται, τι άποψη έχει σήμερα για όσα πάλεψε σε καιρούς που στην Κύπρο ονομάζονταν τα σημερινά τεκταινόμενα «σκανδαλώδη» κι «ανώμαλα» απ’ την θλιβερή πλειοψηφία. Αλλά ας είναι, στην κάθε τέτοια νίκη του αυτονόητου, σε Ελλάδα και Κύπρο, η σκέψη μας στραμμένη σε αυτούς τους τολμηρούς πρωτοπόρους, στα σύμβολα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, που σήκωσαν ανάστημα κι έβγαλαν γλώσσα στο σκληρό κατεστημένο μιας μισαλλόδοξης εποχής, ιδιαίτερα σκληρής, διακινδυνεύοντας ακόμη και την σωματική τους ακεραιότητα, την υπόστασή τους, την επαγγελματική και προσωπική τους υπόληψη μπροστά στον αναχρονισμό, για την νομική κατοχύρωση όλων αυτών που πάντοτε γίνονταν πίσω από κλειστές πόρτες με πάθος κι ερωτική λύσσα– όλων αυτών που γίνονταν στα σκοτάδια και ποτέ στο φως, κι αντιμετωπίζονταν υποκριτικά ως «αμάρτημα» και «περιθώριο». Και για τα οποία, μέχρι πριν λίγα χρόνια, στον τόπο των αγίων, κινδύνευες να μπεις ακόμη και στη φυλακή.

Εξυπακούεται πως κανένας γάμος δεν διασφαλίζει την αγάπη. Κανένα σύμφωνο. Ούτε στους straight, ούτε στους gay, ούτε στις trans. Γι’ αυτό και δεν χρειάζονται τα έξαλλα πανηγύρια στις πλατείες σα να ‘ναι ποδοσφαιρικό ντέρμπι– δεν λογίζεται για «νίκη» η αποκατάσταση μιας αδικίας μ’ ένα νομοσχέδιο. Αφού πρέπει να είναι, η συμπερίληψη στην ορατότητα και στις νέες μορφές οικογένειας που θα έρθουν στο μέλλον, στην κατοχύρωση και του δικαιώματος των υιοθεσιών που θα ακολουθήσει ως λογική -βέβαιη- εξέλιξη, κάτι το «φυσικό», η πιο αυτονόητη απάντηση στο μίσος ανθρώπων που βαυκαλίζονται την αποδοχή (αλλά μόνο των ομοίων). Κύριε Αλέκο, όπου κι αν είστε, πάντοτε θα σας θυμόμαστε, πάντοτε θα σας θαυμάζουμε, πάντοτε θα σας ευγνωμονούμε. Γι’ αυτό το χαλί που στρώσατε στην Κύπρο.

[email protected]

Ελεύθερα, 18.2.2024