«Πώς μου πήρες τα μυαλά μου, Θεσαλονικιά / κι από συριανό λουκούμι είσαι πιο γλυκιά / όταν βάζεις τα στολίδια μοιάζεις κόντισσα / γι’ αυτό μου κρατάς και πόζα, παλιομόρτισσα…», Μαριώ (Πρώτη εκτέλεση: Ρόζα Εσκενάζυ).
Ταξί δεν περνούσε από την Καισαριανή, όση ώρα περιμέναμε στην Εθνικής Αντιστάσεως. Μόλις είδε το λεωφορείο -το 224 -, ανακουφίστηκε: «Έχεις εισιτήρια;», με ρώτησε. «Θα μπείτε εσείς σε λεωφορείο;», της είπα. Γέλασε. «Γιατί; Τι είμαι εγώ; Καμιά star; Εγώ χαίρομαι να είμαι μέσα στο αστικό. Και ο κόσμος χαίρεται να με βλέπει μέσα σ’ αυτό, γιατί με θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι είμαι “κάποια”. “Κάποια” και “ντίβα” είμαι μόνο στο σπίτι μου». Μέσα στο λεωφορείο την χαιρετούν, κάποιοι της μιλάνε για τη Θεσσαλονίκη, το πάλκο, τους καημούς, τα σεκλέτια, τις πίκρες και τις χαρμολύπες τους, της λένε περιστατικά απ’ τη Νίκης και τα Λαδάδικα, απ’ το Θερμαϊκό και τη Μοναστηρίου –αναφορά στο τραγούδι της. Δηλαδή σ’ εκείνη. «Έτσι γίνεται κάθε φορά. Και στα Εξάρχεια που μένω, έρχονται τα παιδιά και μου φωνάζουν “κυρά Μαριώ, κυρά Μαριώ”!».
Πλησιάζοντας στο Hilton μου υπενθυμίζει να μην ξεχάσω να περάσω απ’ το σπίτι της για να πάρω κουλουράκια. Και τυροπιττάκια. Και σπανακόπιτα. Που τα φτιάχνει με τέχνη κωνσταντινουπολίτικη. Και ιμάμ. Και τουρλού. Και ραγκού. Και μοσχαράκι κοκκινιστό. «Με τέχνη σίγουρα», λέει. Σαν αυτά που είχε μάθει απ’ τη γιαγιά της. Πολλή λαϊκότητα για μια γυναίκα που τη χαρακτήρισαν «Edith Piaf της Ελλάδας». Ε, κυρία Μαριώ; «Αμάν! Τι είναι αυτά που μου λες; Εγώ θα έλεγα πως είμαι κάτι παραπλεύρως, κάτι παραπλήσιο. Για μένα το ρεμπέτικο είναι στάση ζωής, είναι η ίδια μου η ζωή, έκανα και κάνω προσπάθεια για να μην σβήσει το ρεμπέτικο τραγούδι. Με ευχαριστεί να μου λένε ότι είμαι “η μεγαλύτερη ζώσα ρεμπέτισσα”, αλλά εγώ αισθάνομαι πως κάνω απλά τη δουλειά μου».

Κρατάει το κομπολόι-ενθύμιο στα χέρια της και σκέφτεται. Πέτρα πέτρα καθώς ανεβοκατεβαίνει από τον παράμεσο στον δείκτη. «Άκου. Ζω μποέμικα. Ζω πολύ λάσκα. Δεν έχω χρόνους, δεν μετράω τι μέρα είναι ή τι θα κάνω σήμερα. Μου λένε οι συνεργάτες μου “θα κάνουμε αύριο εκείνο ή το άλλο” και μετά, όλη την υπόλοιπη μέρα, ή θα κεντάω ή θα ράβω ή θα μαγειρεύω ή θα φτιάχνω γλυκά. Ζω κανονικά: Ξυπνάω γύρω στις έξι η ώρα όταν δεν τραγουδάω, όταν τραγουδάω κατά τις εννιά είμαι ήδη στο πόδι, κάνω το καφεδάκι μου -ελληνικό σκέτο- και κάθομαι αρκετή ώρα στο μπαλκόνι μου με τα λουλούδια μου. Τώρα έμαθα να πίνω και καπουτσίνο, αλλά τον ελληνικό δεν τον αλλάζω».
Ο ίδιος ο πατέρας της την είχε πάει να μάθει πιάνο και μετά ακορντεόν. Από 13 χρονών βγήκε στη δουλειά, μαζί με τον Χρήστο Νικολόπουλο, στα πανηγύρια. «Περισσότερο πήγαινα σε ζωοπανηγύρεις», θα μου διευκρινίσει. «Μετά, από το ‘64, συνέχισα σαν κανονική τραγουδίστρια. Κάποια στιγμή βέβαια ήθελα να γίνω ταπητουργός, έκανα τέσσερα χρόνια οικοκυρική, διορίστηκα, αλλά δεν συνέχισα. Τα παράτησα εντελώς και συνέχισα με το ρεμπέτικο τραγούδι, γιατί με άγγιζε ο στίχος του που μιλούσε για προσφυγιά, με εκείνο το “γεννήθηκα για να πονώ”… Το ξέρεις αυτό; Εγώ έκλαιγα όταν άκουγα τη Ρόζα Εσκενάζυ. Έκλαιγα, παιδάκι μου!».
Θυμάται. Κοιτάει λίγο έξω από το παράθυρο του λεωφορείου το νοσοκομείο του Ευαγγελισμού – της κάνει εντύπωση η βασιλίσσης Σοφίας και κάποια παλιά αρχοντικά. «Ήταν δύσκολες οι συγκυρίες, αλλά εγώ έμεινα στη Θεσσαλονίκη για να επιβιώσω. Η φυγή των άλλων από την πόλη μας εμένα με ενοχλούσε. Μείναμε τελικά τότε εγώ και η Λιλή, η παλιά ρεμπέτισσα. Ύστερα συνεργάστηκα με το Μάρκο Βαμβακάρη, με τον Νάκο, στην ιστορική “Καλύβα” όπου έμεινα 14 χρόνια Χειμώνα-Καλοκαίρι, με τον Χρηστάκη, τη Μαρία Δουράκη, τον Λάκη Αλεξάνδρου, τον Τάκη Μπίνη, τη Λίτσα Διαμάντη, τον Πασχάλη Τερζή, το Λιδάκη, το Διονυσίου, τη Σακελλαρίου, με πολλούς. Εγώ όμως δεν κοίταγα τη δόξα, δεν ήθελα να ακούγεται το όνομά μου, εγώ κοιτούσα πάντα τη ζωή μου και την οικογένειά μου, τα δύο μου παιδιά. Στην αρχή πάντως οι ταβέρνες ήταν οικογενειακές, αλλά μετά η διασκέδαση έγινε βάρβαρη, πετάγονταν στα πόδια μας πιάτα, πορσελάνες, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Πολλές φορές τραυματίστηκα – να, κοίτα εδώ τα χέρια μου, αυτά τα σημάδια που έχω είναι από πιάτα και ποτήρια. Το αριστερό μου πόδι, μου το “κόψανε” από ποτήρι και έμεινα δύο μήνες με πατερίτσα. Στην Κύπρο, θυμάμαι, πριν από πολλά χρόνια, κόντεψα να πάρω φωτιά! Τραγουδούσα, έβαλαν γύρω μου πιάτα και ποτήρια, τα καίγανε με μία χαρτοπετσέτα κι όποιον πάρει ο χάρος. Είχε έρθει ένας σεΐχης είπε στους σερβιτόρους: “Βάλτε γύρω γύρω ζιβανία και αρχίστε να καίτε τα μπουκάλια!”. Εκείνος πλήρωνε, τι να ‘κανα; Κάποια στιγμή πήραν τα πόδια μου φωτιά και οι σερβιτόροι πρόλαβαν, ευτυχώς, και έπιασαν με τις χαρτοπετσέτες και τα τραπεζομάντιλά τα μαλλιά μου, να μην πιάσουν πυρκαγιά. Αυτό το καμένο φόρεμα το κράτησα ενθύμιο. Άγριες οι συνθήκες παλιά…».
Η Μαριώ συνεχίζει να κοιμάται με ένα ραδιοφωνάκι ανοιχτό στο μαξιλάρι της. Μου το ‘χε πει και παλιά αυτό, στο ρεμπετάδικο «Μαγιοπούλα» που την είχα δει. «Θέλω να ακούω ρεμπέτικα, μουσική, βάζω κρατικούς σταθμούς ή την “εκκλησία της Ελλάδος” επειδή με αγγίζει η βυζαντινή μουσική», θα μου πει. Φτάνουμε στην Ακαδημίας. Θα περπατήσει μέχρι το σπίτι της. Μου λέει να πάω να την ακούσω, την άλλη βδομάδα, γιατί θα μ’ αρέσει το πρόγραμμα. «Άκου και κάτι τελευταίο. Τους έλεγα στα μαγαζιά: “μην μου πει ο σερβιτόρος να πάω σε τραπέζι και να κάνω παρέα σε πελάτες – να κάνω κονσομασιόν!”. Εγώ αυτά δεν τα ανεχόμουνα! Είχα πάντα μία καρφίτσα μαζί μου και την τελευταία φορά που μου το είπαν πήρα την καρφίτσα, τρύπησα τον πελάτη και τους είπα: “Μην μ’ ακουμπήσει, θα του πάρω το κεφάλι επί τόπου!”. Εγώ τραγουδούσα, έπαιρνα τα ρούχα μου κι έφευγα – ήμουν αυτό το είδος διαδικασίας. Τέλοσπαντων. Είμαι πολύ ικανοποιημένη και χορτασμένη από τα χρόνια που έχω ζήσει μέχρι σήμερα. Αφήνω πάντα πίσω τα κακά και βλέπω μπροστά. Ό,τι έγινε πάει πέρασε, το ποτάμι δεν γυρνάει πίσω – αυτά που έχει σαρώσει και τα πήρε μαζί του, φύγανε στο γκρεμό».
Ελεύθερα, 11.6.2023