54 χρόνια μετά τον θάνατο του κορυφαίου λογοτέχνη Στράτη Μυριβήλη (1890-1969), που μερικά από τα κορυφαία βιβλία του -«Η ζωή εν τάφω», «Η Παναγιά η γοργόνα», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» κ.λπ.- διαβάζονται ακόμη φανατικά και γίνονται βίωμα στις νεότερες γενιές, ενώ ήδη έχουν μεταφραστεί σε 27 ξένες γλώσσες, η μεγαλύτερη εγγονή του και συνεχίστρια σήμερα του ανεκτίμητου έργου του, μιλάει για τον αγαπημένο της παππού, όπως η ίδια τον έζησε στα τελευταία 12 χρόνια της ζωής του.

(Φωτογραφίες: Προσωπικό αρχείο Χριστίνας Αγγελοπούλου)

Έχοντας στο μυαλό μου τις περιγραφές για την μορφή του παππού σας, τα φωτεινά μπλε μάτια σας από εκείνον μάλλον τα «κληρονομήσατε», έτσι; Ναι! Από όλη την οικογένεια, τα μπλε του μάτια τα πήρα εγώ… Ήταν ένας «κανονικός», ένας γλυκός παππούς, ο παππούς μου, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση, στα δικά μου, παιδικά μάτια, με κάποιον άνθρωπο που είχε πολεμήσει για δέκα χρόνια -από το 1912 έως το 1922-, σ’ αυτούς τους αιματηρούς, σκληρούς πολέμους. Δεν έβγαζε τίποτα από το έρεβος που βίωσε, από το σκοτάδι και τις δύσκολες στιγμές που έζησε. Μέσα στο σπίτι ήταν ένας καλός παππούς, ο οποίος έλεγε παραμύθια, με πήγαινε στη Λυρική Σκηνή για να παρακολουθούμε μαζί οπερέτες π.χ., και μετά επιστρέφαμε στο σπίτι βάζοντάς με να τις αναπαραστήσουμε, σαν παιχνίδι – ήταν ένας παππούς που μου μάθαινε τον κόσμο. Ήταν ο μέντοράς μου, αν σκεφτείτε ότι σε εκείνη την τρυφερή ηλικία των 10-12 ετών με έστρεψε ουσιαστικά στην καλλιτεχνία: Να μ’ αρέσει η μουσική, να παίζω  κιθάρα, να τραγουδώ, να βλέπω θέατρο και, κυρίως, να είμαι «υποψιασμένη» στο συναίσθημα, χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των αυθεντικών καλλιτεχνών.

Πώς σας αποκαλούσε; «Τιτίνα». Ή «το παιδί, το παιδί, το παιδί», λέγοντας τρεις φορές τη λέξη «παιδί».

Γιατί τρεις φορές; Δεν ξέρω! Μακάρι να ζούσε και να τον ρωτούσαμε. Στα γράμματα που έχει απ’ αυτόν η μητέρα μου, έγραφε: «Αγάπη μου, Δροσούλα, έρωτά μου, Τιτίνα» και στο τέλος «να μου φιλήσεις πολύ το παιδί, το παιδί, το παιδί». Ίσως ήθελε να υπογραμμίσει κάτι, δεν ξέρω… Ήμουνα, εξάλλου, η πρώτη του εγγονή και η μόνη που τον έζησε – ο αδελφός μου και η ξαδέλφη μου ήταν δυόμιση και τριάμισι ετών όταν πέθανε, οπότε δεν τον θυμούνται. Ενώ εγώ τον θυμάμαι πεντακάθαρα! Λόγω του ότι ο παππούς μου και η γιαγιά μου ζούσαν μαζί με την μεγάλη κόρη τους, τη Ρίτα, τη θεία μου δηλαδή, η οποία ήταν σαν δεύτερη μητέρα μου, πήγαινα συχνά σε εκείνο το σπίτι για να είμαι μαζί τους. Η θεία Ρίτα μου έκανε όλα τα χατίρια, ο παππούς και η γιαγιά με λάτρευαν, οπότε ήταν πολύ μεγάλη χαρά για μένα να βρίσκομαι, όσο το δυνατόν πιο συχνά, μαζί τους – σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο ήμουν στο σπίτι τους.

Ο Στράτης Μυριβήλης στη Λέσβο.

-Τι θυμάστε από εκείνα τα σαββατοκύριακα; Καταπληκτικά πράγματα! Θα σας πω, όμως, το εξής υπέροχο: Πέρα από αυτά που μπορεί να ζει κάθε εγγονή με τον παππού της, θυμάμαι ένα βράδυ που είχα ξυπνήσει και τον είχα δει να γράφει στο γραφείο του. Την ώρα της έμπνευσής του, δηλαδή. Ήταν συγκλονιστικό. Μαγικό! Αν κλείσω τα μάτια μου, θυμάμαι ακόμη και τώρα αυτή τη στιγμή, αυτή την αίσθηση της δημιουργίας που ένιωσα: Η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη, έβγαινε ένα αχνό φως από μία λάμπα πετρελαίου, ήταν σκυμμένος στα χαρτιά του, αφοσιωμένος και πολύ βαθιά χωμένος μέσα στις σκέψεις του, κι εγώ τον παρακολουθούσα από την χαραμάδα. Όταν έκανε, κάποια στιγμή, θόρυβο η πόρτα, γύρισε το κεφάλι, με πήρε είδηση, και μου είπε: «Βρε Τιτίνα, τι κάνεις εδώ;», με πήρε αγκαλιά και αρχίσαμε να μιλάμε για άλλα πράγματα.

Θυμάστε και τους φίλους του που έρχονταν στο σπίτι του, στα Εξάρχεια, στη Λασκάρεως; Βέβαια. Θυμάμαι τον Ηλία Βενέζη, τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, τη Γαλάτεια Σαράντη κ.ά., να παίζουν μαζί μου.

Πόσο συχνά πηγαίνατε στη Λέσβο; Κάθε Καλοκαίρι. Μέναμε στη Θερμή. Και ήμασταν πάντα, συνεχώς, μαζί: Ο παππούς, η γιαγιά, η θεία μου, η μαμά μου -ο μπαμπάς μου πηγαινοερχόταν, γιατί δούλευε-, και περνούσαμε καταπληκτικά. Κάναμε εκδρομές, πηγαίναμε στη Συκαμιά, στο χωριό του παππού, και στη Σκάλα Συκαμιάς, ανεβαίναμε στα βράχια της Παναγιάς της Γοργόνας, όπου μου μίλαγε για τους ψαράδες, για τους αγρότες, για όλο τον κόσμο του νησιού που μοχθούσε -τους οποίους τιμούσε, γιατί θεωρούσε πως είχαν κάτι θεόσταλτο, μια θυμοσοφία, «που τους βοηθούσε να συνυπάρχουν με τη φύση και το Θεό», όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε. Κοιτούσαμε τα παράλια της Μικράς Ασίας, «το απέναντι», εκεί όπου είναι η αρχαία Άσσος. Μου μιλούσε για τον Αριστοτέλη π.χ. ο οποίος είχε πάει εκεί και είχε διδάξει, και μου έλεγε πράγματα που ίσως ένα παιδί 7, 8 και 10 χρόνων, να μην τα καταλάβαινε. Μεγαλώνοντας, αργότερα, τα κατάλαβα βέβαια. Γιατί είχαν εντυπωθεί όλα αυτά μέσα μου. Ακόμη και σήμερα, όταν πηγαίνω με την οικογένειά μου στο χωριό, «Μυριβήλενα», με λένε όλοι, χαριτολογώντας – είναι σα να βγαίνουν όλα, αυτόματα, από την πηγή της μνήμης μου. Θυμάμαι, επίσης, που, πολλές φορές, μας φιλοξενούσε και ο Δήμαρχος του Μολύβου που ήταν φίλος του παππού μου και πηγαίναμε και στον Μόλυβο και μέναμε καμιά βδομάδα στο σπίτι του.

Η μητέρα του Στράτη Μυριβήλη (δεξιά), Ασπασία, με τα αδέλφια της.

Ήταν ιδιαίτερη η σχέση του παππού σας με τη θάλασσα; Ήταν ερωτική. Αυτό αποτυπώνεται και από τις σελίδες των βιβλίων του. Χανόταν με τη θάλασσα! Μεγάλος πια, όταν δεν μπορούσε να περπατήσει κι ήταν με το μπαστούνι γιατί δυσκολευόταν στο περπάτημα, τον βάζαμε μέσα στη θάλασσα με το μπαστούνι κι έπειτα τον αφήναμε να κολυμπήσει – αυτό ήταν ευτυχία για εκείνον!

Σας είχε θυμώσει ποτέ για κάτι; Ποτέ! Μου τα δικαιολογούσε όλα! Ζούσε μαζί μου την κάθε μου στιγμή. Ερχόταν στο σχολείο μου π.χ., στις γυμναστικές επιδείξεις, και στις γιορτές… Με λάτρευε! Εξού και μου έλεγε πως το τελευταίο βιβλίο που έγραφε -το οποίο, τελικά, δεν ολοκλήρωσε-, «Το σπίτι με τις Ροδιές» ή «Ο μαέστρος», όπως ήταν οι πιθανοί τίτλοι που του είχε δώσει, θα το αφιέρωνε σε μένα.

Αλήθεια, πώς τον αντιμετώπιζαν οι δάσκαλοί σας στο Δημοτικό σχολείο, όταν ερχόταν; Με δέος. Το ίδιο συνέβαινε και με τους γονείς των συμμαθητών μου. Αντιλαμβάνεστε, θα ερχόταν «ο Μυριβήλης στο σχολείο»…

Κι εκείνος πώς εισέπραττε αυτή την μεγάλη αναγνωρισιμότητα, που είχε ευτυχήσει να βιώσει όσο ακόμη ζούσε; Ποτέ δεν είχε πάρει αέρα το μυαλό του. Ποτέ! Θα σας πω κάτι χαρακτηριστικό: Προς το τέλος της ζωής του, όταν πλέον δεν μπορούσε να περπατήσει καλά και έπρεπε να πάει να δώσει μια ομιλία στην Ακαδημία, για παράδειγμα, δεν ήθελε να κρατάει μπαστούνι, κι έλεγε στη μαμά μου: «Θα μου δώσεις το παιδί». Και λειτουργούσα εγώ σαν «μπαστούνι». Έμπαινα, δηλαδή, μαζί του στις αίθουσες. Μετά, φεύγοντας, και γυρνώντας μαζί του στο σπίτι, όλο αυτό που είχα ήδη ζήσει -με τα χειροκροτήματα, που σηκώνονταν όλοι όρθιοι για να τον υποδεχτούν, με όλα όσα έλεγαν για εκείνον δημόσια, που ο κόσμος τον προσέγγιζε για να του μιλήσει και να του εκφράσει τον θαυμασμό του- μου το γείωνε: «Δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο αυτό που έγινε, μην νομίζεις ότι έγινε και κάτι το φοβερό, απλά με ξέρουν οι άνθρωποι, είναι φίλοι μου, και πήγα να τους πω πέντε κουβέντες!». Αυτό μου έλεγε. Για να μην πάρουν και τα δικά μου τα μυαλά αέρα!

Χειρόγραφο του Στράτη Μυριβήλη, από χρονογράφημά του.

Τι παραμύθια σας έλεγε; Μου έλεγε πάντα ένα παραμύθι, το οποίο ήταν σε συνέχειες, και δεν τελείωσε ποτέ όπως καταλαβαίνετε, γιατί πάντα το συνέχιζε από εκεί που είχε μείνει την προηγούμενη φορά. Κι εγώ του θύμιζα πάντοτε πού το είχε αφήσει. Πρωταγωνίστρια του παραμυθιού του ήταν ένα κοριτσάκι, η Τιτίνα. Η οποία περνούσε διάφορές περιπέτειες στη ζωή της. Με δράκους, με γοργόνες, με ξωτικά, και με την καλή της την καρδιά, αλλά και με την μαχητικότητά της, πάντοτε έβρισκε λύση στα προβλήματα. Αυτό, πρέπει να σας πω, πως με βοήθησε στη ζωή μου. Γιατί μου έμαθε, με αυτό τον τρόπο, πως ένας άνθρωπος, όσα προβλήματα κι αν συναντά, αν είναι αληθινός, αν έχει λίγο μυαλό, μια καλή καρδιά, και λίγη τύχη, όλα θα τα ξεπεράσει. Ασυνείδητα, με αυτό το παραμύθι, ο παππούς μου μου πέρασε μία συγκεκριμένη κοσμοθεωρία και έστρεψε το βλέμμα μου προς αυτή την κατεύθυνση.

Τι άλλο θυμάστε από εκείνον; Είναι τόσα πολλά… Θυμάμαι, για παράδειγμα, που παίζαμε μαζί θέατρο, και με αποκαλούσε στη γιαγιά μου «η Κοτοπούλη μας», «το Κοτοπουλάκι μας» (γελάει). Υπήρχε ένα τραπέζι στο σαλόνι με ένα βαρύ βελουδένιο τραπεζομάντηλο, με κρόσσια. Όταν, λοιπόν, πήγαινα, μου έλεγε πολλές φορές: «Και τώρα θα παίξουμε θέατρο!». Τραβούσαμε μπροστά το τραπεζομάντηλο και το κάναμε σαν κουρτίνα θεάτρου, εγώ στεκόμουν κάτω από το τραπέζι, μου έβαζε ένα θέμα και αυτοσχεδίαζα, βοηθώντας με κι εκείνος. Εγώ άλλο που δεν ήθελα – χόρευα, τραγουδούσαμε τραγούδια της εποχής, «άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα» κ.λπ., έκανα τελοσπάντων πολλά ηθοποιίστικα πράγματα. Από την άλλη, η γιαγιά μου μας έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε κιόλας – είχε καταπληκτική φωνή! Και ο παππούς μου έπαιζε μαντολίνο. Σα να είχαν συγκρότημα (γελάει).

Μεγάλος ο έρωτας του παππού με τη γιαγιά σας… Πολύ μεγάλος! Παντρεύτηκαν το 1920. Έζησαν 49 χρόνια μαζί. Τους θυμάμαι πάντα πάρα πολύ δεμένους! Ειδικά στα τελευταία του χρόνια, ο παππούς μου μόνο «Ελένη» φώναζε – κι εκείνη ήταν πάντοτε δίπλα του, κερί αναμμένο. Τον αγαπούσε πάρα πολύ! Αν και θα είχε περάσει μία όχι εύκολη ζωή μαζί του, γιατί ο ίδιος δεν ήταν ο συμβατικός σύζυγος, αλλά μια έντονη προσωπικότητα – από όσα διάβασα αργότερα και μαθαίνοντας για τη ζωή του. Ήταν, ωστόσο, πάντοτε πιστός στην οικογένειά του, αγαπούσε και φρόντιζε τα παιδιά του. Η γιαγιά έζησε πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, πέθανε σε βαθιά γεράματα, περιτριγυρισμένη από εγγόνια και δισέγγονα.

1921. Ο Στράτης Μυριβήλης με την σύζυγό του, Ελένη, στο Εσκί Σεχίρ. 

Από το 2013 που έφυγε η μητέρα σας, η Δροσούλα, και αναλάβατε εσείς την διάδοση και διαφύλαξη του σπουδαίου έργου του παππού σας, είναι σα να τον ξαναγνωρίζετε; Ναι. Καθημερινά γνωρίζω τον παππού μου! Μπορεί να διαβάσω π.χ. ένα γράμμα του, ένα χειρόγραφο κάποιας εκπομπής του, ένα κείμενο του στην εφημερίδα «Πρωία» π.χ., ένα χρονογράφημά του που δεν το ‘χα «ανακαλύψει» ως τώρα, πολλά τέτοια… Έτσι, «γνωρίζοντάς» τον ξανά και συνεχώς, κατάλαβα πως δεν φοβόταν να βγάλει την αλήθεια του. Με οποιοδήποτε κόστος μαχόταν για τα «πιστεύω» του. Γι’ αυτό και είχε πολλούς φίλους, αλλά και πολλούς εχθρούς.

Τι «ανακαλύψατε» τελευταία; Ο Μυριβήλης δεν είναι γνωστός ως ποιητής. Εγώ, βρήκα, ωστόσο, ποιήματά του, που με εντυπωσίασαν, σε μια παλιά έκδοση του 1942. Το 2009 η «Εστία» εξέδωσε αυτή την ποιητική συλλογή, «Μικρές φωτιές», 70 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη τους έκδοση, σαν αφιέρωμα στα 50 χρόνια από τον θάνατό του. Ένα από τα ποιήματά του αυτά, λέγεται «Οι προσωπίδες», μιλώντας για τις προσωπίδες που βάζει ο άνθρωπος όταν ξεκινάει το πρωί από το σπίτι του για να πάει στη δουλειά του, στη χαρά του ή στη λύπη του, και να βγει στον έξω κόσμο. Αλλά δεν τις βρίσκει, γιατί, ωιμέ, οι προσωπίδες έγιναν πρόσωπο. «Λογικό, ύστερα από τόσο μεταχείρισμα», γράφει… Ένα από τα πράγματα που παρατηρώ στη ζωή μου, μεγαλώνοντας, είναι αυτό που υπονοεί ο Μυριβήλης: Πόσο πολύ χάνουμε οι άνθρωποι την αυθεντικότητά μας και την αλήθεια μας. Μου κάνει, επίσης, εντύπωση, πώς η νέα γενιά συγκινείται και εμπνέεται από τον Λόγο του, μόλις τον ανακαλύψει, και διαπιστώσει πόσο σημερινός, πόσο σύγχρονος είναι.

Οικογενειακή φωτογραφία. Κάτω (από αριστερά): Η Δροσούλα, δεύτερη κόρη του Μυριβήλη, ο Στράτης Μυριβήλης, και η Ρίτα, η μεγαλύτερή του κόρη. Επάνω (από αριστερά): Ο Λάμπης, ο γιος του Μυριβήλη και η Ελένη, η σύζυγος του λογοτέχνη.

«Αφουγκράσου τι μας λέει η φύση», έλεγε ήδη από την δεκαετία του ’40… Ναι. Μα, ζούσε μέσα στη φύση! Στη Λέσβο, την Άνοιξη, τα λιβάδια γεμίζουν από παπαρούνες. Μια φορά, που περπατούσαμε με τον παππού μου μέσα σε ένα από αυτά, μου είπε: «Βλέπεις αυτό το άλικο χρώμα της παπαρούνας; Είναι ο μανδύας του Θεού, είναι η μαγεία της φύσης και, για να την καταλάβουμε, χρειαζόμαστε έναν ξεναγό». «Και ποιος είναι αυτός ο ξεναγός;», τον ρώτησα. «Η Τέχνη!», μου απάντησε. «Μέσα από την Τέχνη θα ανακαλύπτεις, όσο ζεις, το θαύμα της φύσης και της ζωής!».

Καταπληκτικό! Ποια είναι η παρακαταθήκη που σας άφησε για τη ζωή σας; «Ζήσε! Πρόλαβε και ζήσε!». Αυτό. Και το «να ‘σαι αληθινή, αυθεντική, να μην φοβάσαι τα λάθη σου, να ‘σαι ο εαυτός σου, και αγάπα!». Υπάρχει κάτι καταπληκτικό που λέει στο λυρικό του ποίημα «Το τραγούδι της Γης»: «Θεέ μου, λυπήσου τις αμαρτίες μου! Είναι όλος ο θησαυρός που κέρδισα στη ζωή μου… Μέσα από αυτές, εγώ είδα το πρόσωπό Σου!». Καθώς και ένα άλλο απόσπασμα, από το ίδιο κείμενο, που με έχει καθορίσει: «Φύλαξε, Κύριε, νέα την ψυχή μου, και μην αφήσεις την σκουριά της συνήθειας, να βαραίνει τα φτερά της, να σκεβρώσει τα χορευτικά της μέλη. Σώσε την ψυχή μου, Κύριε, από τον θάνατο της ομοιομορφίας!». Αυτός ήταν ο Μυριβήλης!

Ο Στράτης Μυριβήλης με την εγγονή του, Χριστίνα, τη σύζυγό του, Ελένη, την κόρη του, Δροσούλα, και τον γιο του, Λάμπη.  
Δύο μήνες πριν από τον θάνατο του Μυριβήλη, στο σπίτι του συγγραφέα, στα Εξάρχεια, με την εγγονή του, Χριστίνα, και τον εγγονό του, Γιώργο, δύο ετών τότε.
  • Ευχαριστούμε θερμά για τη συνεργασία τον «Όμιλο Λογοτεχνίας & Κριτικής», που διοργάνωσε το προηγούμενο Σάββατο 23/9 την επιστημονική ημερίδα «Στράτης Μυριβήλης και Κύπρος», και ιδιαίτερα τον Πρόεδρό του, Δρ. Λεωνίδα Γαλάζη.   

Ελεύθερα, 1.10.2023