Ο ομότιμος καθηγητής θεατρολογίας του ΑΠΘ έχει καταλήξει ότι η απλότητα σ’ ένα κριτικό σημείωμα είναι το πιο δύσκολο πράγμα.
Συγκαταλέγεται στους δεινότερους θεωρητικούς και στους πιο έγκυρους κριτικούς του θεάτρου στον ελληνικό χώρο, ενώ τα τελευταία 40 χρόνια έχει διαγράψει αξιοσημείωτη πορεία στην ακαδημαϊκή μελέτη και διδασκαλία του δυτικού θεάτρου τόσο στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου, όσο και στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Γεννημένος στην Κερύνεια, άφησε την Κύπρο το 1970 για να σπουδάσει αγγλική γλώσσα και φιλολογία στο ΑΠΘ και το 1974 μετέβη για δέκα χρόνια στο Μοντρεάλ του Καναδά όπου πήρε το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό του, εντρυφώντας στην ιστορία και θεωρία του θεάτρου. Με αφορμή σεμινάριο που διοργάνωσε ο ΘΟΚ με θέμα την πορεία του σύγχρονου θεάτρου, ο Σάββας Πατσαλίδης μιλάει για τη σημασία και την κατεύθυνση του κριτικού λόγου στη ρευστή εποχή μας.
–Φύγατε από την Κύπρο πριν από σχεδόν 55 χρόνια. Δεν τη νοσταλγείτε; Στη Λευκωσία ζει σήμερα η μητέρα μου στα 96 της και οι δύο αδερφοί μου, αλλά εγώ δεν πρόλαβα να συνδεθώ συναισθηματικά. Είναι ζήτημα αν είχα έρθει 1-2 φορές όταν ήμουν μικρός. Δεν συζητώ για άλλες πόλεις, όπως την Πάφο, που δεν είχα πάει ποτέ μου. Όταν, λοιπόν, «έπεσε» η Κερύνεια, την οποία λάτρευα, ήταν για μένα σαν να «έσβησε» η Κύπρος. Νοσταλγία πάντα υπάρχει. Απλώς, καμιά φορά οι ρυθμοί της ζωής σε πάνε αλλού. Στη Θεσσαλονίκη βρήκα μια πόλη που να μου ταιριάζει κι έτσι ρίζωσα. Με τα χρόνια, πάντως, αισθάνομαι να επιστρέφω. Έρχομαι όλο και συχνότερα.
-Δεν επέρχεται κορεσμός με τα χρόνια όταν παρακολουθεί κανείς τόσες παραστάσεις; Τις απολαμβάνετε το ίδιο; Ναι, υπάρχει κούραση, ιδίως όταν βλέπεις να επαναλαμβάνονται τα ερεθίσματα που εισπράττεις. Από την άλλη, επειδή ζω μ’ αυτό εδώ και 50 χρόνια και είναι πια κομμάτι του DNA μου, το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι όταν πρόκειται να βγω να διασκεδάσω είναι «ποια παράσταση θα δω;» Άσχετα αν υπάρχει η πιθανότητα να χαλάσω το βράδυ μου. Είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται και μετά από τόσα χρόνια αποδέχτηκα την ήττα μου και τον εθισμό μου και θα συνεχίσω να παρακολουθώ, είτε μου αρέσει είτε όχι.
–Μήπως φταίει και το ότι το θέατρο εξελίσσεται και ίσως δεν είναι πια του γούστου σας; Όχι, αντίθετα. Το γεγονός ότι το θέατρο αλλάζει είναι λόγος για να είσαι συνέχεια σε επαγρύπνηση. Σε γενικές γραμμές, αντιμετωπίζω το θέατρο πιο πολύ και σαν προσωπικό «σχολείο». Είτε μου αρέσει μια παράσταση είτε όχι, διαρκώς μαθαίνω κι αυτό διατηρεί το παιδί μέσα μου. Για να το πω διαφορετικά, δεν νιώθω ακόμη αρκετά ώριμος για να κλείσω το κεφάλαιο του θεάτρου. Είναι μια ευχάριστη περιπέτεια, με τα πάνω και τα κάτω της. Αυτό που χρησιμοποιώ ως προσωπικό σλόγκαν είναι το «πορεύομαι απορώντας». Όσο μεγαλώνω, απορώ. Δεν έχω ποτέ απαντήσεις, μόνο απορίες.
–Η «ανατομία» μιας παράστασης δεν επηρεάζει την απόλαυση της θέασης; Ναι. Όταν πηγαίνω σε μια παράσταση χωρίς διάθεση να κάνω κριτική, η απόλαυση είναι πολλαπλάσια. Διότι όταν την κρίνω αναζητώ τα «κενά» της, πράγματα που ένας απλός θεατής που επιζητεί μόνο να χαρεί το θέαμα, δεν θα κοιτάξει. Η θέση του κριτικού είναι συχνά ένα μικρό βάσανο. Έχεις την αγωνία, την έγνοια και την πίεση να καταλάβεις τι γίνεται μέσα στο περιορισμένο διάστημα που διαρκεί. Αυτό εκτοξεύει το άγχος. Δεν χαλαρώνεις, δεν αφήνεσαι να ταξιδέψεις χωρίς καμία δέσμευση. Σκοπός μιας παράστασης υποτίθεται ότι είναι να σε ταξιδεύει. Όσο όμως δεν αφήνεσαι, σε κάθε «χιλιόμετρο» βρίσκεις «διόδια». Δηλαδή, συνεχείς περισπασμούς. Κι αυτό είναι κουραστικό. Έχεις, όμως, υποχρέωση απέναντι στους αναγνώστες, που περιμένουν από σένα να δώσεις κάτι επιπλέον που ενδεχομένως ένεκα εμπειρίας ή γνώσης κ.λπ. μπορείς να διακρίνεις και με τον τρόπο αυτόν να ανοίξεις έναν διάλογο.
–Είναι ο διάλογος ο κύριος σκοπός της κριτικής; Πιστεύω πολύ στον διάλογο, γι’ αυτό και πιστεύω στις κριτικές που γράφονται με τρόπο κατανοητό, που κάνουν το δύσκολο νόημα εύκολα προσβάσιμο. Προσοχή: όχι απλοϊκό, αλλά απλό. Η απλότητα σ’ ένα κριτικό σημείωμα είναι το πιο δύσκολο πράγμα. Διότι καθιστά τόσο τη δική σου σκέψη όσο και την προβληματική της παράστασης φιλικότερα στον αναγνώστη- θεατή. Διαβάζεις καμιά φορά κριτικές που γράφονται με τρόπο που σε προκαλεί να θαυμάσεις το κείμενο κι όχι την παράσταση. Είναι η ναρκισσευόμενη κριτική, η οποία δεν μ’ αρέσει, όσο κι αν τραβά όλη την προσοχή. Ευτυχώς, υπάρχει και η αλτρουιστική κριτική που είναι στραμμένη στον αναγνώστη.

–Έχετε επιτρέψει στον εαυτό σας να είναι πιο συγκαταβατικός απέναντι σε κάποιες παραστάσεις; Πολλές φορές. Σε κάποιες περιπτώσεις οφείλεις να είσαι επιεικής και ενθαρρυντικός. Μια παράσταση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Αλλιώς αξιολογείς μια παράσταση σε μια επαρχιακή πόλη όπου δεν υπάρχουν πολλά ερεθίσματα, οι επιλογές είναι περιορισμένες και ο προϋπολογισμός πενιχρός. Και αλλιώς αξιολογείς παράσταση ενός μεγάλου εθνικού θεάτρου ή του West End. Πολλά παίζουν ρόλο και τα κριτήρια δεν μπορεί να είναι ίδια, όπως δεν είναι ίδια τα μεγέθη. Λαμβάνεις υπόψη τις προϋποθέσεις και τι μπορεί να προσφέρει μια παράσταση σε μια κοινότητα. Δεν μπορείς να βάλεις «Χ» σε μια παράσταση επειδή δεν είχε χρήματα για καλά σκηνικά. Εντοπίζεις το ειδικό βάρος, πάντα σε συνάρτηση με το κοινό που θα την υποδεχτεί.
-Υπάρχει στην Ελλάδα κουλτούρα αποδοχής της αρνητικής κριτικής; Δεν είναι πολύ δεκτική η θεατρική κοινότητα στην αρνητική κριτική. Ακολουθεί συνήθως η αντίδραση «και ποιος είσαι εσύ…» Το πρόβλημα τώρα τελευταία είναι η τάση να μην κρίνεται μια παράσταση, αλλά να περιγράφεται. Αυτή παίζει κυρίαρχο ρόλο τώρα στη Γερμανία. Είναι κάτι σαν review ή ρεπορτάζ για το τι λέει το έργο, ποιοι είναι οι συντελεστές κ.λπ. Οφείλεται κατά πολύ και στην πολιτική ορθότητα που επελαύνει στις μέρες μας. Στην περίπτωση αυτή, η έννοια του σεβασμού μεταφράζεται σε αβρότητα. Είναι κάτι που θεωρώ επικίνδυνο, αλλά δεν παύει να είναι ένα ισχυρό ρεύμα, του οποίου τα κίνητρα δεν μου μοιάζουν καθαρά. Μάλλον, γράφουν για δημοσίες σχέσεις, για να εξασφαλίσουν καμιά πρόσκληση, για να τα έχουν καλά με κάποιους θιάσους. Δεν είναι όλοι οι κριτικοί υπεράνω. Έτσι καταλήγουμε στο φαινόμενο να φτιάχνουμε ομελέτα χωρίς να σπάμε αυγά.
–Πόσο επικίνδυνο είναι η κριτική να αντικαθίσταται από το τακτ; Ένα από τα συμπτώματα της κουλτούρας της ακύρωσης είναι η υποχρέωση του «σεβασμού» στο έργο κάποιου κι αυτό συρρικνώνει τον κριτικό λόγο σε σημείο ώστε το κείμενο να μην ενοχλεί. Το θεωρώ καταστροφικό. Γνωρίζω εξειδικευμένα περιοδικά που ξεκαθαρίζουν από την πρώτη σελίδα τι είδους κριτική είναι η πολιτική τους να δημοσιεύσουν. Δηλαδή, μόνο περιγραφικές κριτικές. Είναι ένα θέμα σύνθετο που συχνά συναντώ και κάθε φορά που βγαίνω από τον δυτικό πολιτισμό. Τις προάλλες χρημάτισα στην κριτική επιτροπή του Πειραματικού Φεστιβάλ Καΐρου και η απορία μου ήταν «πειραματικό σε σχέση με τι;» Σε κάποιες αραβικές χώρες, πειραματισμός νοείται κάτι που εμείς θα αποκαλούσαμε μάλλον «mainstream». Άρα, πώς συζητάς για μια παράσταση, την οποία στη δική σου κουλτούρα θεωρείς συμβατική, με κάποιον που τη θεωρεί πειραματική; Η χαλαρότητα του μεταμοντερνισμού έβγαλε στο φως κάποια ζητήματα, που άφησε άλυτα και ανοιχτά.
-Τι άλλο φταίει για την αρνητική προδιάθεση προς τη θεατρική κριτική; Η απουσία κριτικής δεν αφορά μόνο τον χώρο του θεάτρου, αγγίζει και άλλους χώρους. Έχει να κάνει με την έννοια της ποιότητας και πώς αυτή ορίζεται ή πώς υπολογίζεται. Είναι ένα ζήτημα σύνθετο και φλέγον. Υπάρχει αρνητική προδιάθεση απέναντι στην κριτική κι αυτό σε κάποιον βαθμό ίσως οφείλεται και στο ότι πολλοί δηλώνουν κριτικοί χωρίς να είναι έτοιμοι να χειριστούν σωστά τον κριτικό λόγο.
–Έχει μέλλον ένα θεατρικό οικοσύστημα χωρίς εμπεριστατωμένη κριτική; Η κριτική γεννήθηκε μαζί με το θέατρο. Δεν μπορεί να πάρει «διαζύγιο». Αυτό που έπαψε να ισχύει τόσο στις μέρες μας είναι ο ουσιαστικός διάλογος της καλλιτεχνικής κοινότητας με τον κριτικό λόγο. Απαιτείται να ανοίξει πάλι ένας ουσιαστικός και ευεργετικός διάλογος, που να προσθέτει και να προκαλεί γόνιμη ανταλλαγή. Να τροφοδοτείται το θέατρο από τον κριτικό λόγο και ο κριτικός λόγος από το θέατρο.

–Η κρίση του τύπου και η προέλαση της ηλεκτρονικής ενημέρωσης πόσο έχει αλλάξει το τοπίο; Δραστικά. Ακόμη και ο έγκυρος κριτικός είναι πλέον υποχρεωμένος να διεκδικεί ορατότητα. Οι αρνητικές κριτικές συχνά δεν φέρνουν «κλικ», ενώ το «like» έχει αντικαταστήσει το χειροκρότημα. Έχει αλλάξει η μορφή του διαλόγου, που δεν είναι καν ανοιχτός αλλά μοιάζει περισσότερο με παράθεση διάσπαρτων φωνών. Ελπίζω ότι σε 10 χρόνια θα εξορθολογιστεί αυτή η κατάσταση, όπου όλοι πια έχουν άποψη αλλά καμιά άποψη δεν έχει βαρύτητα. Αυτό χαροποιεί και βολεύει την τάξη πραγμάτων. Όσο περισσότεροι γράφουν και παρεμβαίνουν τόσο λιγότερο επικίνδυνοι είναι. Το «σπάσιμο της εξουσίας του ενός» είναι και μια από τις αφετηρίες του μεταμοντερνισμού. Δεν μπορεί πλέον ένας κριτικός να ανεβάζει και να κατεβάζει παραστάσεις. Στην Ελλάδα κανείς, πια, δεν έχει τέτοια δύναμη. Η πιο επιδραστική κριτική στήλη παγκοσμίως ήταν για χρόνια των New York Times. Έτυχε να φύγει επιδεικτικά ο κριτικός στη μέση παράστασης όπου επενδύθηκαν εκατομμυρία και ο παραγωγός την κατέβασε άμεσα, γιατί επιχειρηματικά δεν βρήκε λόγο να συνεχίσει. Πριν καλά- καλά γραφτεί η κριτική!
-Είναι υγιές, όμως, να είναι κάποιος τόσο ισχυρός που να ανεβοκατεβάζει παραστάσεις; Δεν είναι. Αυτή είναι η δικτατορία της μιας φωνής. Πρόκειται για ανωμαλία. Η οποία, όμως, αντικαταστήθηκε από άλλη ανωμαλία. Το άλλο άκρο είναι… γιούρια! Η τεράστια διασπορά και ο κερματισμός αφαιρεί το κεντρί της κριτικής.
-Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε η κριτική να καταστεί πιο προσιτή και ουσιαστική; Θα χρειαστεί χρόνος για να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Τις εφημερίδες του 18ου και 19ου αιώνα τις πήρε 100 χρόνια να στρώσουν. Κάποτε έστελναν δημοσιογράφους να κάνουν «κριτική» και να πλέξουν το εγκώμιο μόνο σε παραστάσεις που έβαζαν διαφήμιση. Πέρασε καιρός μέχρι οι εφημερίδες να αυστηροποιήσουν το πλαίσιο και την ποιότητα των κριτικού λόγου. Πιστεύω ότι και το διαδίκτυο, αργά ή γρήγορα, θα θέσει δικλείδες. Το θέμα είναι η πρόθεση. Λειτουργεί κι ένας αόρατος έλεγχος στο διαδίκτυο που φιλτράρει τι περνάει και τι όχι. Άρα, δεν γνωρίζουμε αν οι όποιες δικλείδες μπουν σ’ αυτή την καταιγίδα φωνών δεν θα οδηγήσουν πάλι σε μια άλλη μορφή δικτατορίας του λόγου και σ’ έναν μεγαλύτερο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης.
–Υπάρχει τρόπος να ισορροπήσει ένας κριτικός ανάμεσα στην αντικειμενικότητα και την προσωπική άποψη; Η κριτική έχει μία δόση αντικειμενικής ματιάς αλλά είναι και υποκειμενική. Η σχέση του υποκειμένου -δηλαδή του γράφοντος- και του αντικείμενου -του θεάτρου- είναι ερωτική. Πρέπει να το αγαπάς το αντικείμενο για να είσαι κοντά του, αλλά από την άλλη πρέπει να κρατάς και μια απόσταση ώστε να μπορείς να διαχειριστείς αυτόν τον «έρωτα». Συμβουλεύω τους φοιτητές μου να μη γράφουν ποτέ κριτική υπό το βάρος της συναισθηματικής φόρτισης μιας παράστασης. Όσο και να έχουν συγκινηθεί ή θυμώσει, πρέπει να πάρουν τα ερεθίσματα σπίτι, να συγκατοικήσουν μαζί τους για μέρες και να επιτρέψουν στη λογική και στη λέξη, τον λόγο, να τα γειώσει, να τα εκλογικεύσει.
-Η προσωπική κατάσταση ή διάθεση τι ρόλο παίζει; Οι κριτικοί είναι άνθρωποι. Μπορεί κάποιος να είναι κουρασμένος, άρρωστος, να έχει κάποιο προσωπικό ή οικογενειακό πρόβλημα κ.ο.κ…. Είναι κανόνας: δεν πας στο θέατρο αν δεν είσαι σε καλή κατάσταση. Αν είμαι κουρασμένος, το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι πότε θα τελειώσει η παράσταση και θα κοιτάζω το ρολόι. Δεν πας να κρίνεις μια παράσταση όταν είσαι θυμωμένος ή έχεις πονόδοντο. Πηγαίνουμε υγιείς και χαλαροί. Ο θεατής ας πάει όπως θέλει. Ο κριτικός είναι θεατής με αποστολή.
–Το βλέπετε ως αποστολή; Έχεις ένα καθήκον απέναντι στον αναγνώστη. Είναι τελείως απροστάτευτος, ειδικά στις μέρες μας, με όλο αυτό τον βομβαρδισμό από αναρτήσεις και συγκεχυμένες απόψεις. Είναι ένα ζήτημα πώς ξεχωρίζεις την ήρα από το στάρι. Σ’ αυτό έχει ρόλο να διαδραματίσει ο κριτικός, αυτή είναι η δουλειά του: να συμβάλει, όχι χειραγωγώντας, αλλά τεκμηριώνοντας την άποψή του με αντικειμενικότητα και με προσωπική ματιά.
–Πώς γράφεται ένα κριτικό σημείωμα; Υπάρχουν κανόνες; Μια συμβουλή που δίνω σε αρχάριους -επειδή κι εγώ έτσι έμαθα- είναι να ξεκινούν να γράφουν χωρίς να ξέρουν τι θα γράψουν. Να επιτρέψουν στη γλώσσα να «κυριαρχήσει» πάνω στη λογική και τα συναισθήματά τους, χωρίς πλάνο. Ν’ αφήνουν τις λέξεις να «κουμπώνουν» η μία στην άλλη χωρίς να γνωρίζουν πού οδηγούν. Εγώ ανακάλυψα ότι με οδηγούν εκεί που θέλω να πάω. Είναι μια υποσυνείδητη χρήση της δυναμικής της λέξης. Μαθαίνω πηγαίνοντας και πηγαίνω μαθαίνοντας.

–Το κυπριακό θεατρικό οικοσύστημα είναι μικρό και «στενό». Αυτό δεν προσδίδει διαφορετική υφή στην κριτική ματιά; Είναι δύσκολο περιβάλλον. Βιώνω κάτι ανάλογο στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες φορές μπορεί να συλλάβεις τον εαυτό σου να συγκρατείται. Είμαι της άποψης ότι καλός κριτικός είναι ο μοναχικός κριτικός. Μπορεί ν’ ανταπεξέλθει ακόμη και σ’ ένα μικρό μέρος, εάν προστατεύσει τον ιδιωτικό του χώρο και διατηρεί μια αίσθηση αντικειμενικής κρίσης χωρίς να παρεμβαίνουν διαρκώς προσωπικοί παράγοντες. Αρχή μου είναι ότι δεν πρέπει να έχουμε έγνοια αν θα πληγώσουμε φίλους, συγγενείς και γνωστούς, αλλά αν θα πληγώσουμε το θέατρο.
–Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει το σύγχρονο θέατρο; Αναζητεί στέρεο έδαφος. Έχουν ακυρωθεί οι κατακτήσεις που βασίστηκαν στις αρχές του διαφωτισμού. Αποδυναμώθηκε ο ορθός λόγος γιατί θεωρείται λόγος αποκλειστικότητας κι όχι συμπεριληπτικότητας. Έχουν καταργηθεί όσα διαμόρφωναν τη φυσιογνωμία του θεάτρου και τις ιστορίες του. Μετά την επέλαση της χαλαρότητας του μεταμοντερνισμού, το θέατρο έμεινε χωρίς άξονα, χωρίς σημείο αναφοράς. Παλιότερα, μπορούσες ν’ αναφερθείς σε ένα κέντρο και να αξιολογήσεις ποιοτικά. Υπήρχαν αποδεκτά στάνταρ με βάση τα οποία πορευόσουν. Ο σκηνοθέτης είχε γραμμή πλεύσης και τα πράγματα ήταν κάπως τακτοποιημένα σε κουτάκια, πιο ευανάγνωστα και ιδεολογικώς μονοδρομικά.
–Δεν είναι πιο ανοιχτό έτσι;Πιστεύω ότι είναι πολύ πιο ανελεύθερο από ό,τι πριν από 50 χρόνια. Είναι ανοιχτό μόνο στον βαθμό που συμφωνεί με τις ομάδες πίεσης. Ακριβώς επειδή είναι ρευστό, μπαίνει πιο εύκολα σε καλούπια. Υπάρχουν πλέον πολλά θέατρα: το φεμινιστικό, το εθνοτικό, το μεταποικιοκρατικό, το γκέι, το λεσβιακό κ.λπ. Καθένα έχει τη δική του γεωγραφία και ατζέντα. Αυτή η διάσπαση έχει κάνει και το έργο της κριτικής δύσκολο.
–Πώς βλέπετε τη θέση της κωμωδίας στο θέατρο σήμερα, με βάση και το πρόσφατο βιβλίο σας «Κωμωδίας εγκώμιον- Η σοβαρότητα του γέλιου»; Το γέλιο είναι το όπλο των άοπλων ανθρώπων. Ανέκαθεν μ’ ενδιέφερε, αλλά το έβλεπα κι εγώ υποδεέστερο, ευτελέστερο. Δεν ισχύει. Εύκολα μπορεί να σε κάνει κάποιος να κλάψεις. Δύσκολα, όμως, μπορεί να σε κάνει να γελάσεις. Αυτό που με συναρπάζει στην κωμωδία είναι ότι «πετάει» έξω όσους την κοροϊδεύουν. Όσο πιέζεται κάποιος να βγάλει γέλιο, τόσο λιγότερο βγάζει. Η κωμωδία είναι το πιο αποκαλυπτικό είδος. Φτάνει να ξέρεις πώς να τη χρησιμοποιήσεις. Πολλοί κατατάσσουν την κωμωδία στη σχολική αυλή και το δράμα στην τάξη. Αρκετοί θεωρητικοί, ακόμη κι ο Αριστοτέλης, τη θεωρούσαν κατώτερη. Η απαξίωση της κωμωδίας είναι λανθασμένη. Μας έχουν μάθει ότι μόνο η σοβαρότητα και η τραγωδία οδηγεί στην αλήθεια και η κωμωδία είναι ελαφριά. Έγινε αγώνας για να διδαχθεί ως είδος άξιο μελέτης στο πανεπιστήμιο.
–Έχει ανάγκη υπεράσπισης η κωμωδία; Το κοινό την αποζητά και μάλιστα όλο και περισσότερο… Ναι, μάλλον είναι μόνο θεωρητικό το πρόβλημα. Εκείνο που αξίζει να μελετήσει κανείς είναι ότι τα έργα που εισπράττουν το πιο βροντώδες γέλιο, είναι τα μόνα που δεν περνάνε στην ιστορία του θεάτρου. Θεωρούμενοι ως σοβαροί και έγκυροι κριτικοί απαξιώνουν ένα έργο που προκαλεί πολύ γέλιο, όχι όμως ένα που προκαλεί πολύ κλάμα. Μεγαλώνοντας, άρχισα να διερωτώμαι γιατί, ενώ δίδαξα τόσα είδη θεάτρου, δεν δίδαξα ποτέ μάθημα ατόφιας κωμωδίας. Το ένα οδήγησε στο άλλο και διαπίστωσα ότι το γέλιο θεωρείτο για αιώνες απαγορευτικό επειδή αποτελούσε έκφραση ασυγκράτητης σωματικότητας. Ούτε η εκκλησία το αγάπησε, ακριβώς γιατί αποτελεί απόλαυση σωματική και η θρησκεία θεωρεί το σώμα μια πρόσκαιρη αποθήκη της ψυχής. Όλα αυτά μπήκαν σε μια προβληματική που με πήγαινε μπρος- πίσω. Τον 18ο αιώνα, οι γυναίκες της υψηλής κοινωνίας είχαν πάντα μια βεντάλια όταν γελούσαν ώστε να κρύβει το πρόσωπο. Αργότερα, φιλόσοφοι και ποιητές περηφανεύονταν ότι δεν τους είδε ποτέ κανείς να γελούν.
Ελεύθερα, 8.12.2024