Με αφορμή τη νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, «Σπασμένη Φλέβα», στην οποία πρωταγωνιστεί, το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο των τελευταίων μηνών μιλά στο Down Town για δυσκολίες, φιλίες, προδοσίες, απωθημένα και συγνώμες. Και, φυσικά, για τη Δέσποινα Βανδή.
Αυτό που κάνει τόσο πολύ αγαπητό τον πρωταγωνιστή της νέας ταινίας του συμπατριώτη μας, σκηνοθέτη, Γιάννη Οικονομίδη, «Σπασμένη Φλέβα», που ξεκίνησε ήδη να προβάλλεται και στους κυπριακούς κινηματογράφους, είναι κυρίως αυτό: Η αυθεντικότητά του. Κι η αλήθεια του (το αναγνωρισμένο, μεγάλο του ταλέντο έπεται, ως επιστέγασμα της χαρισματικής του προσωπικότητας). Δύο χαρίσματά του που θα διαφαίνονταν, άλλωστε, και σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξής μας.
–Φέτος επιστρέφεις σε δύο επαγγελματικές σταθερές σου: Στο θέατρο «επαναφέρεις» το «Άνθρωποι και Ποντίκια» του John Steinbeck -σε σκηνοθεσία δική σου-, αλλά και κινηματογραφικά, σε μια ακόμη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, την πολυσυζητημένη «Σπασμένη Φλέβα»… Πράγματι, κάνουμε ξανά το «Άνθρωποι και Ποντίκια», αλλά, αυτή τη φορά, στον καινούργιο χώρο που φτιάξαμε με την ομάδα Cartel. Θέλαμε στον νέο μας χώρο, το πρώην εργοστάσιο Κλωσταί Πεταλούδα-Μουζάκης να κάναμε έναρξη με αυτό το έργο, καθώς θεωρούμε πως η παράσταση δεν είχε εξαντληθεί, παρά το γεγονός ότι έχουμε δώσει πολλές παραστάσεις, για αρκετά χρόνια. Το ίδιο το έργο είναι τρομερά επίκαιρο, αφορά πολύ κόσμο, γιατί «μιλά» για πράγματα που έχουν άμεση σχέση με την κοινωνία ευρύτερα, αοράτους ανθρώπους, που με ένα τρόπο κυκλοφορούν ανάμεσά μας και δεν τους βλέπουμε – και αυτούς τους ανθρώπους -μέσα από την παράσταση- τους κάνουμε ορατούς. Πρόκειται για μια τρομερά επιδραστική εμπειρία, και αισθάνομαι πως έχει πολλά να πει ακόμη…
–Στην ταινία «Σπασμένη Φλέβα», όπου πρωταγωνιστείς, βλέπουμε πάντως μια άλλη πλευρά της Ελλάδας, μια πιο περιθωριοποιημένη όψη της. Ή κάνω λάθος; Θα σου έλεγα πως βλέπουμε την πραγματική Ελλάδα. Στην ταινία αυτή, ο Γιάννης Οικονομίδης δεν μιλά για έναν λούμπεν χαρακτήρα, αλλά για έναν μεσοαστό με φράγκα. Βρισκόμαστε στην εποχή -μετά από εκείνη την περίοδο που πολλοί έβγαλαν αρκετά χρήματα, και ξαφνικά ήρθε η κρίση-, όπου αρκετοί έφτασαν σε τέλμα, τα πράγματα βάλτωσαν, και εδώ κάπου συναντάμε τον κεντρικό ήρωα, τον Θωμά Αλεξόπουλο, στον οποίο ήρθαν τα πάνω κάτω στα οικονομικά του και, προκειμένου να ξελασπώσει, πατά επί πτωμάτων, χωρίς ιερό και όσιο, καταπατώντας ηθικές αξίες… Κι αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε στους ανθρώπους γύρω μας, στην πραγματική ζωή, από τους πολιτικούς μέχρι άτομα που δεν αντιλαμβάνονται τι κάνουν, και δεν αναλαμβάνουν τις συνέπειες όσων έκαναν.
–Ο Γιάννης Οικονομίδης είναι φίλος σου. Αλήθεια, ποια είναι τα κριτήρια για να ονομάσεις κάποιον φίλο σου, Βασίλη; Είμαστε φίλοι 15 χρόνια με τον Γιάννη (χαμογελάει). Για να είναι κάποιος φίλος μου, βάζω πάνω απ’ όλα ως κριτήριο την αλληλεγγύη, να σου στέκεται στα δύσκολα, να μη σε προδίδει, να είναι παρών στις δύσκολες στιγμές, να μπορείς να ακουμπήσεις επάνω του στα «σκοτάδια» σου, να μην σε προδίδει, να βάζει τα χέρια του στη φωτιά για σένα. Το ίδιο, ασφαλώς, κάνω κι εγώ για τους φίλους μου.

–Μιλάς, πάντως, έντονα -και σε παλιότερες συνεντεύξεις σου το παρατήρησα αυτό- για «προδοσία». Γιατί; Ναι, γιατί έχω προδοθεί… Κοίτα, αξιακά, έχω πολύ ψηλά την έννοια της φιλίας, και έχω υποστεί προδοσία στις φιλίες μου. Είναι κάτι που με πειράζει. Πες με «μυστήριο», δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό το χαρακτηριστικό μου, αλλά δεν αντέχω την προδοσία!
–Αγάπησες καθόλου τον χαρακτήρα που υποδύεσαι; Έπρεπε να τον δικαιολογήσω, γιατί δεν θα μπορούσα να τον παίξω αλλιώς – θα ήταν μονοδιάστατος. Για να τον κάνεις τρισδιάστατο, οφείλεις να τον κατανοήσεις και να τον δικαιολογήσεις για ποιο λόγο τα κάνει αυτά.
–Τι είναι το διαφορετικό που έχει αυτή η ταινία, σε σχέση με προηγούμενες δουλειές του Οικονομίδη – και, κυρίως, με την «Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» του 2020, όπου πρωταγωνιστούσες ξανά εσύ; Το σπουδαίο με τον Γιάννη είναι πως κάθε ταινία του, είναι τελείως διαφορετική. Η «Μπαλάντα» είχε άλλη θεματολογία. Τώρα, η «Σπασμένη φλέβα» είναι εντελώς κοινωνική, δεν είναι μαύρη κωμωδία, είναι πιο νοσηρή, «βρώμικη», μια αληθινή ιστορία, που ακουμπά πολλούς ανθρώπους. Τους δίνει αφορμή να ταυτιστούν μ’ αυτήν– νιώθω πως η ταινία θα πάει καλά, και θα δημιουργήσει τροφή για σκέψη.
–Πότε αισθάνεσαι ότι μια ταινία πετυχαίνει τον στόχο της; Όταν κόβει πολλά εισιτήρια ή όταν δημιουργεί συζητήσεις γύρω από την ιστορία; Μάλλον το δεύτερο. Μια ταινία έχει επιτυχία αν έχει επίδραση στο κοινό, αν δεν την ξεχάσει με το που βγει από την αίθουσα. Θα με ευχαριστήσει αν όσοι τη δουν, και πάνε μετά στο φαστφουντάδικο, συζητάνε για την ταινία – αυτό, ναι, είναι επιτυχία. Τα σοβαρά έργα θέτουν ερωτήματα βραδείας καύσεως, άλλωστε.
-Στη συγκεκριμένη ταινία, βλέπουμε έναν άνθρωπο ο οποίος κάνει συνεχώς λάθη… Πολλά λάθη, το ένα μετά το άλλο. Κάνει συνεχώς λάθη, τα μικρά λάθη γίνονται μεγάλα, και μοιραία οδηγείται ο ήρωας σε μια τραγωδία, όπως εκείνες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Μέχρι να έρθει η κάθαρση!
–Ο χειρισμός αυτών των λαθών που κάνει ο χαρακτήρας του έργου είναι ο ίδιος τρόπος αντιμετώπισης που θα είχες κι εσύ; Όχι, δεν νομίζω να είχα αυτή τη συμπεριφορά, όπως ο χαρακτήρας μου στην ταινία. Κάνω λάθη στη ζωή μου, όπως όλοι οι άνθρωποι κάνουν λάθη, αλλά δεν θα έφτανα ποτέ σε τέτοιες ακρότητες, χωρίς συνείδηση, αφήνοντας απέξω τις ηθικές μου αξίες.

–Γενικά, πώς τα πας με τα λάθη σου; Τα αναγνωρίζεις εύκολα ή πρέπει να περάσει κάποιο διάστημα, μέχρι να τα κατανοήσεις; Ανάλογα. Κάποια λάθη μου τα αντιλαμβάνομαι αμέσως και, άλλα, πρέπει να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα, για να «κάτσουν» μέσα μου. Δεν είμαι, πάντως, από τους ανθρώπους που δεν αναγνωρίζουν τα λάθη τους. Ακόμα περισσότερο, πάντοτε αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, όταν συνειδητοποιώ τα λάθη μου. Κάνω λάθη, όπως όλοι οι άνθρωποι, και συνεχίζω να κάνω, αλλά προσπαθώ να μην κάνω τα ίδια λάθη. Υπάρχει κάποιος που δεν κάνει; Όλοι μας κάνουμε λάθη, δεν είμαι αναμάρτητος. Ωστόσο, προσπαθώ να μαθαίνω από τα λάθη μου και να διορθώνομαι. Αντίθετα, ο ήρωάς μου στη «Σπασμένη φλέβα» δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη. Το ίδιο παρατηρούμε και στους πολιτικούς – πάμε από το κακό στο χειρότερο ως κοινωνία.
–Μεγαλώνοντας, ζητάς και πιο εύκολα συγγνώμη; Ναι, μεγαλώνοντας έμαθα να ζητώ πιο εύκολα συγγνώμη. Και νιώθω και ενοχές, να ξέρεις… Θεωρώ, άλλωστε, πως οι ενοχές είναι σημαντικό στοιχείο της ψυχοσύνθεσης ενός ανθρώπου: Το να νιώθεις ενοχές για κάποιο λάθος σου είναι καλό στοιχείο, γιατί αυτές σε οδηγούν και στη συγγνώμη. Να μην είσαι, όμως, ενοχικός… Αυτό είναι άλλο πράγμα. Αν δεν έχεις ενοχές, είναι σαν μην έχεις καταλάβει τι έχεις κάνει.
–Νομίζεις ότι επειδή είσαι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος, δύσκολα σού συγχωρούνται τυχόν λάθη στην καθημερινότητα, σε σχέση με κάποιον άλλον άνθρωπο που δεν είναι γνωστός; Δεν με ενδιαφέρει! Αυτό περικλείει πολλά κοινωνικά θέματα και παθογένειες. Προσωπικά, είμαι συνηθισμένος σε αυτό που περιγράφεις. Εννοείται πως ένας άνθρωπος, ας πούμε δημοφιλής, θα υποστεί μεγάλη κριτική, αγάπη, ακόμη και φθόνο – αλλά δεν με νοιάζει. Ασφαλώς, απολαμβάνω την αγάπη που μου έρχεται.
–Στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, κυριαρχεί πια η ρητορική του μίσους. Έχεις social media; Και, πώς αντιδράς σε σχόλια μίσους; Έχω μόνο Instagram, όπου ανεβάζω φωτογραφίες μόνο αναφορικά με τις δουλειές μου. Τα σχόλια τα έχω απενεργοποιήσει. Αν διαβάσω κάποιο εμπαθές σχόλιο, δεν με επηρεάζει καθόλου. Έχω καταλάβει πως ένα κομμάτι της κοινωνίας «τρέφεται» μέσα από αυτό, του αρέσει να ασχολείται, ηδονίζεται. Έτσι τη βρίσκει, βρε παιδί μου, οπότε δεν μπορώ να κάνω τίποτα εγώ γι’ αυτό…
-Γενικά, πάντως, Βασίλη, έχουμε την αίσθηση ότι είσαι ένας άνθρωπος που πατά σε δύο «βάρκες»: Από τη μία είσαι ο ενναλακτικός, ο underground ηθοποιός, με την ομάδα του στο θέατρο και, από την άλλη, κυρίως λόγω της έκθεσης της προσωπικής σου ζωής, έχεις μπει στη σφαίρα του λεγόμενου star system, πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα σε άκρως επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές, όπως φέτος στο «Porto Leone», που είναι στην κορυφή στις τηλεθεάσεις. Αυτά τα δύο συμβαίνουν φυσικά; Κανονικός ηθοποιός είμαι. Έχουμε την ομάδα μας στο θέατρο, όπου λειτουργούμε σαν καλλιτεχνική κολεκτίβα και κάνουμε αυτά που γουστάρουμε. Το θέατρο το κρατάω, πιο πολύ ως προσωπική ιστορία, ως κάτι για το οποίο δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν. Ταυτόχρονα, απολαμβάνω να παίζω στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, σε ιστορίες που έχουν κάτι να πουν.

–Ανατρέχοντας, πάντως, σε παλαιότερα θεατρικά προγράμματα που έχω στο αρχείο μου, έπεσα σε μια φωτογραφία σου από το «Λεωφορείο ο Πόθος», δίπλα στην Πέμυ Ζούνη, που παρουσιάστηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος – μια από τις πρώτες σου μεγάλες δουλειές. Ποια ήταν η διαδρομή μέχρι εκεί; Αυτή η συνεργασία πρέπει να έγινε τον Νοέμβριο του 2008, και η παράσταση ήταν σε σκηνοθεσία του Αντώνη Καλογρίδη. Ήταν μια υπέροχη δουλειά! Ξεκίνησα από το θεατρικό εργαστήριο στο Λουτράκι – εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, εκεί «ζυμώθηκα». Εκεί με είδε τότε, σε μια παράσταση, ο Τάσος Ρούσσος -επί χρόνια στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου και Διευθυντής της Δραματικής Σχολής- και ενδιαφέρθηκε να μου πει μερικά πράγματα για τις δραματικές σχολές στην Αθήνα. Εγώ, τότε, εργαζόμουν ως κρουπιέρης στο καζίνο, αλλά ήθελα να σταματήσω, γιατί σιχάθηκα το περιβάλλον εκεί. Ερχόμενος στην Αθήνα, γράφτηκα στη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα, γιατί ήταν πιο φθηνή από τις άλλες -αφού δεν είχα χρήματα εκείνη την εποχή-, αλλά με εξαιρετικούς καθηγητές. Από το Β’ έτος, με είχε πάρει η σπουδαία Άννα Συνοδινού και έπαιζα στις παραστάσεις της – με τις «Ευμενίδες» πήγα για πρώτη φορά στην Επίδαυρο. Έμεινα με την Άννα Συνοδινού γύρω στα τέσσερα χρόνια. Εκεί, με είχε δει ο Νικήτας Τσακίρογλου που τότε ήταν στο Κ.Θ.Β.Ε. και με πρότεινε στον Καλογρίδη για τον ρόλο του Στάνλεϊ Κόβαλσκι, από τη φωτογραφία που είδες.
–Ένας ηθοποιός που έχει παίξει αρκετές φορές στην Επίδαυρο, που κάνει απανωτά sold out με τις παραστάσεις του, ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια, που οι τηλεοπτικές και κινηματογραφικές δουλειές γνωρίζουν αποδοχή, τι απωθημένα μπορεί να έχει; Δεν έχω απωθημένα. Μικρότερος, σίγουρα ήθελα να γνωρίσω την αποδοχή. Με ενδιέφερε αυτό. Μεγαλώνοντας, έχοντάς με αποδεχθεί το κοινό και οι συνάδελφοί μου ως ηθοποιό και έχοντας γνωρίσει την όποια επιτυχία, το άφησα πίσω μου αυτό. Πλέον, με ενδιαφέρουν οι ωραίες συνθήκες στη δουλειά, οι παρέες και το έργο μας να έχει επίδραση στο κοινό.
–Τι ρόλο παίζει ο οικονομικός παράγοντας σε μια δουλειά; Είναι σημαντικά τα λεφτά. Είναι περιοριστικό για έναν καλλιτέχνη να δημιουργεί, όταν βρίσκεται στην εξαθλίωση. Όταν είσαι πιτσιρικάς, μπορεί να τη βγάζεις σε πάρκα με μια μπύρα και κιθάρες, αλλά μετά… Γι’ αυτό κι εμείς, όταν κάναμε τρεις-τέσσερις φίλοι το Cartel, βρήκαμε έναν χώρο με ενοίκιο €500, βάζαμε ο καθένας από €120 και με πολλή προσωπική δουλειά τα καταφέραμε. Σίγουρα, ήμασταν τυχεροί, αλλά είχαμε πάθος. Αν δεν έχεις πάθος γι’ αυτό που κάνεις, δεν θα πετύχεις.
–Από τις δυσκολίες του παρελθόντος σου, τι κρατάς; Τι δίδαγμα σού άφησαν; Όλες οι δυσκολίες που πέρασα, έγιναν εμπειρίες που χρησιμοποιώ σε αυτά που κάνω τώρα στην Τέχνη. Όλες αυτές οι δυσκολίες έγιναν ένα κουκούλι και μέσα από αυτό ανακαλώ συνέχεια βιώματα.
–Πάντα ήσουν τόσο cool, Βασίλη; Όσο δείχνεις πια; Όχι, δεν ήμουν.
–Νιώθω, πάντως, πως τα τελευταία χρόνια είσαι πιο χαλαρός. Σε τι οφείλεται αυτό; Στο ότι έφυγε αυτή η αγωνία της αποδοχής.
–Δεν πιστεύεις ότι οφείλεται και στη σχέση σου με τη Δέσποινα Βανδή; Σίγουρα οφείλεται και στη Δέσποινα. Έχουμε μια πολύ ωραία σχέση κι αυτό είναι υπέροχο.
–Φέτος, είσαι το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο της χρονιάς, μεταξύ των περισσότερων συναδέλφων σου. Από τη μία, μία sold out παράσταση, ένα άκρως πετυχημένο σήριαλ στην τηλεόραση, μια αξιόλογη κινηματογραφική ταινία -όλα επιτυχημένα, κατά γενική ομολογία-, κι από την άλλη, ένας «πρωτοσέλιδος» έρωτας με μια αγαπημένη μας τραγουδίστρια, αλλά και άλλοι λόγοι που έφεραν το όνομά σου στη δημοσιότητα για πιο «στενάχωρους» λόγους. Αισθάνεσαι κι εσύ ότι είσαι ένα από τα «Πρόσωπα της χρονιάς», όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε αυτό; Ε, με έμαθαν και όσοι δεν με ήξεραν στο παρελθόν – δυστυχώς, για κάποιες περιπτώσεις. Δεν νιώθω, πάντως, ότι είμαι «Πρόσωπο της χρονιάς».
–Σε έχει φέρει σε δύσκολη θέση ο «θόρυβος», τελευταία, γύρω από το όνομά σου; Εντάξει, είναι δυνατόν να μην βρεθείς σε δύσκολη θέση; Κυρίως, η αγένεια με ενοχλεί. Αλλά το διαχειρίζεσαι. Δεν θυμάμαι, όμως, να με έχουν φέρει σε δύσκολη θέση.
–Κάνουμε ξανά ένα μικρό flashback, για να σε γνωρίσουμε λίγο καλύτερα: Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια; Έζησα στο Λουτράκι, μέχρι τα 16 μου, σε συνοικία Μικρασιατών, με πολύ παιχνίδι, μπάλα, σάντουιτς και ξύλο στις αλάνες – όχι ξύλο όπως τώρα, όμως, που πλακώνονται μέχρι θανάτου, σαν εγκληματικές οργανώσεις. Τότε, τσακωνόμασταν, παίζαμε λίγο ξύλο και τα βρίσκαμε αμέσως μετά. Ακριβώς αυτό πραγματεύεται και η νέα παράσταση που θα ανεβάσουμε από τον Ιανουάριο στο Cartel: Θα είναι ένα βρετανικό έργο του 1965, με τίτλο «Σωσμένος» (αγγλ: «Saved») για την άσκοπη βία – και στην ομάδα μας θα έρθει και η Μαρία Κεχαγιόγλου. Πίσω στο Λουτράκι, τώρα… Δούλευα ως πορτιέρης και μπαρμαν στα μαγαζιά του Λουτρακίου, στο Cocoon και άλλα – σκέψου πως στα 90s το Λουτράκι ήταν μέρος παραθερισμού με πολλούς τουρίστες. Ερχόμενος στην Αθήνα μετά, αγάπησα τα Εξάρχεια – εκεί ήμουν για 30 χρόνια· στα μπαράκια και στα κουτουκάκια των Εξαρχείων.

–Πότε πήγες στα μπουζούκια για πρώτη φορά; Σίγουρα στον Μαζωνάκη, κάπου στα 90s’. Ήξερα τον Γιώργο από το Λουτράκι.
-Τη Δέσποινα, την είχες δει στα μπουζούκια; Ναι, κάπου στο 1996, όταν τραγουδούσε με τον Νότη Σφακιανάκη.
–Πού να το φανταζόσουν τότε! Αλήθεια, τι είναι η Δέσποινα για σένα, Βασίλη; Η Δέσποινα είναι το λιμάνι μου και η ψυχική μου γέφυρα – εκεί όπου έρχονται δύο ψυχές και ενώνονται.
–Έχεις έναν γιο, τον Μιχάλη, που σε λίγο καιρό, θα γίνει 13 ετών. Τι πατέρας είσαι, αλήθεια; Αυστηρός ή χαλαρός; Ο Μιχάλης είναι ένα υπέροχο, καλό παιδί, κούκλος, πανέξυπνος, καλός μαθητής και ασχολείται αρκετά με το μπάσκετ. Είμαι πολύ υπερήφανος για τον γιο μου!
–Τι άνθρωπος εύχεσαι να γίνει; Θα ήθελα να είναι χρήσιμος στην κοινωνία. Επίσης, θέλω να έχουμε σύνδεση, να μου λέει τις σκέψεις του, τις ευαισθησίες του…
Info:
- Ο Βασίλης Μπισμπίκης πρωταγωνιστεί στην νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Σπασμένη Φλέβα», η οποία ξεκίνησε ήδη να προβάλλεται και σε κινηματογράφους στην Κύπρο. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, εκτός από τον Βασίλη, βρίσκονται οι Μαρία Κεχαγιόγλου, Μπέττυ Αρβανίτη, Στάθης Σταμουλακάτος, Σοφία Κουνιά, Γιάννης Νιάρος, Κλέλια Ρένεση κ.ά. Το σενάριο είναι των Γιάννη Οικονομίδη και Βαγγέλη Μουρίκη. Τραγούδι τίτλων τέλους: ΛΕΞ / Kepler is Free. Διανομή: Tanweer Alliances.
- Στο θέατρο, ο Βασίλης πρωταγωνιστεί στην κλασική παράσταση «Άνθρωποι και Ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ στον νέο Τεχνοχώρο Cartel. Παραγωγή: Ομάδα Cartel. Μαζί με τον Βασίλη παίζουν οι Θοδωρής Σκυφτούλης, Έρρικα Μπίγιου, Στέλιος Τυριακίδης, Αλέξανδρος Κουκιάς κ.ά. (Λεωφ. Κηφισού 41, Αιγάλεω. Tηλ.: 00306939898258. More.com).
DOWNTOWN, 30.11.2025