Έκδηλη παρανομία υπάρχει σε σχέση με οπτικό υλικό από τους χώρους της Μονής Οσίου Αββακούμ και το οποίο προβλήθηκε ευρέως τα τελευταία 24ωρα. Αυτό έγκειται στο γεγονός ότι βίντεο που έχουν δημοσιευθεί και είναι προϊόν Κλειστών Κυκλωμάτων Βιντεο-Παρακολούθησης (ΚΚΒΠ) τα οποία εγκαταστάθηκαν σε χώρους του μοναστηριού, κατέγραφαν ήχο.

Γενικότερα τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης (CCTV  – Closed Circuit Television) είναι νόμιμα με βάση προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας, την οποία πολύ συχνά καλείται να ερμηνεύει η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Είρηνη Λοϊζίδου Νικολαΐδου. Αυτό υποδηλώνει και ότι το θέμα εγκατάστασης τέτοιων συστημάτων που καταγράφουν εικόνα, δεν είναι τόσο απλό.

Ωστόσο, το ζήτημα με την καταγραφή ήχου είναι πολύ πιο ξεκάθαρο. Απαγορεύεται ρητώς. Αυτό μας το ανέφερε και η ίδια η επίτροπος, σε τοποθέτησή της στον «Φ». Αφού πρώτα μας εξήγησε ότι δεν τίθεται καν συζήτηση σε υποθέσεις καταγραφής ήχου, κάνοντας λόγο για παρανομία, εξήγησε: «Σε κάθε περίπτωση η χρήση ήχου απ΄ όλα τα κλειστά κυκλώματα είναι πολύ παρεμβατική». Μας παρέπεμψε και σε δημοσιευμένες αποφάσεις του γραφείου της, αλλά και στην σχετική νομοθεσία.

Γενικότερα θέμα νομιμότητας

Υπό έλεγχο, όμως, είναι και η νομιμότητα του οπτικού υλικού γενικότερα, ανεξαρτήτως αν καταγραφόταν ή όχι ήχος. Αυτή τη στιγμή δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτά τα Κλειστά Κυκλώματα Βιντεο-Παρακολούθησης (ΚΚΒΠ), είναι προϊόν νόμιμων ενεργειών και εάν η εγκατάστασή τους και η χρήση τους έγινε στη βάση των ειδικών προνοιών της νομοθεσίας.

Δεν είναι τυχαίο που η επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Είρηνη Λοϊζίδου Νικολαΐδου, ζήτησε διευκρινίσεις από την Αστυνομία για τα εν λόγω κλειστά κυκλώματα, όπως είχε αναφέρει και η ίδια σε πρόσφατες δημόσιες τοποθετήσεις της. Είναι προφανές πως η αρμόδια αξιωματούχος θέλει να διαπιστώσει πού ήταν τοποθετημένες οι κάμερες, αν λάμβαναν εικόνα από δημόσιους χώρους και αν εξυπηρετείται ο σκοπός για τον οποίο εγκαταστάθηκαν ή αν παραβίαζαν δικαιώματα τρίτων προσώπων εν αγνοία τους.

Άλλωστε και η Αστυνομία δεν αρνείται στον «Φ» ότι από τις εξετάσεις της για τις δυο υποθέσεις που αφορούν τα υπό διερεύνηση αδικήματα στη Μονή, έχει παραλάβει οπτικό υλικό και ότι πριν αυτό χρησιμοποιηθεί για ανακριτικούς σκοπούς, θα γίνουν ενέργειες για να διασφαλιστεί πως δεν αποτελεί προϊόν παράνομων ενεργειών.

Σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας μας, η επίτροπος είχε ήδη αποστείλει επιστολή στην Αστυνομία Κύπρου ζητώντας σχετικές διευκρινίσεις από τα μέσα της εβδομάδας. Η απάντηση αναμενόταν μέχρι αρχές της προσεχούς εβδομάδας.

Αποκαλυπτική εγκύκλιος

Ενδεικτική του πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα με τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης είναι και εγκύκλιος του αστυνομικού Σώματος, που αποκαλύπτει ο «Φ» στο παρόν ρεπορτάζ. Στις 13 Φεβρουαρίου είχαν δοθεί οδηγίες από την ηγεσία της Αστυνομίας προς όλους τους υπεύθυνους τμημάτων και κλάδων της Δύναμης προκειμένου να ακολουθούν πιστά εγκύκλιο που είχε καταρτιστεί από ανώτερο αξιωματικό της Διεύθυνσης Ευρωπαϊκής Ένωσης και Διεθνούς Αστυνομικής Συνεργασίας (ΔΕΕ&ΔΑΣ). Είναι προφανές ότι το θέμα των κλειστών κυκλωμάτων απασχολεί την Αστυνομία πολύ σοβαρά, αφού είναι διαπιστωμένο πως οι κάμερες χρησιμοποιούνται πολλές φορές με τέτοιο τρόπο ώστε να καταπατούνται συνταγματικά δικαιώματα άλλων πολιτών.

Η εγκύκλιος είχε ως θέμα τον «Χειρισμό διερεύνησης υποθέσεων εγκατάστασης και λειτουργίας Κλειστών Κυκλωμάτων Βίντεο Παρακολούθησης (ΚΚΒΠ), σε υποστατικά/οικίες/διαμερίσματα» και στην ουσία μέσω αυτής δίδονταν κατευθυντήριες γραμμές στα μέλη της Αστυνομίας, για τον τρόπο χειρισμού σχετικών υποθέσεων.

Παραθέτουμε τα σημαντικότερα σημεία της, τα οποία είναι αρκούντως διαφωτιστικά σε ό,τι αφορά το θέμα των κυκλωμάτων παρακολούθησης και του πόσο εύκολο είναι να χρησιμοποιηθούν παράνομα:

«Με σκοπό την υποβοήθηση των ανακριτών στη διερεύνηση καταγγελιών, που αφορούν στην εγκατάσταση και λειτουργία Κλειστών Κυκλωμάτων Βίντεο-Παρακολούθησης (ΚΚΒΠ), σε υποστατικά,  οικίες ή διαμερίσματα, κατά παράβαση της νομοθεσίας προστασίας δεδομένων (Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 και Νόμος Ν.125(Ι)/2018 για την Προστασία των Φυσικών Προσώπων έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών), καταγράφονται σχετικές κατευθυντήριες γραμμές:

2.(α) Η εγκατάσταση και λειτουργία ΚΚΒΠ σε οικίες/διαμερίσματα/υποστατικά από φυσικό πρόσωπο, όταν γίνεται στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας προστασίας προσωπικών δεδομένων και δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα (βλ. άρθρο 2(2)(γ) του Καν. (ΕΕ) 2016/679 και το άρθρο 3 του Ν .125(Ι)/2018).

(β) Σε περίπτωση που, το πεδίο ελέγχου της κάμερας περιλαμβάνει κοινόχρηστους χώρους, ή γειτονικές κατοικίες/διαμερίσματα/υποστατικά, ή διερχόμενα πρόσωπα, σχήματα ή δημόσιους χώρους, όπως δρόμο και πεζοδρόμιο, κατά τρόπο που είναι δυνατή η ταυτοποίηση προσώπων, τότε δεν θεωρείται ότι ασκείται στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικής ή οικιακής δραστηριότητας και ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας προστασίας δεδομένων.

(γ) Κατ΄ εξαίρεση και σε ειδικές περιπτώσεις, μπορεί να επιτρέπεται η λήψη εικόνας από δημόσιο χώρο, μόνο εφόσον είναι αναγκαία για την ασφάλεια χώρου ή προσώπου, με αυξημένες ανάγκες ασφαλείας (π.χ. κοσμηματοπωλείο, δημόσιο κτήριο, τράπεζα, πολιτικό πρόσωπο) και η εγκατάσταση του ΚΚΒΠ, θεωρείται απαραίτητη για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Σε τέτοια περίπτωση, η εγκατάσταση δικαιολογείται από το έννομο συμφέρον του υπεύθυνου του χώρου, που επιθυμεί να προστατεύσει το χώρο, τα πρόσωπα που διαμένουν και/ή προσέρχονται στον επιτηρούμενο χώρο, καθώς και τα αγαθά που ευρίσκονται στον χώρο, από παράνομες πράξεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η λήψη πρέπει να περιορίζεται στον απολύτως απαραίτητο χώρο. Η κάθε υπόθεση, κρίνεται κατά περίπτωση, στη βάση των γεγονότων που την περικλείουν.

(δ) Αρμοδιότητα για διερεύνηση υποθέσεων παράνομης εγκατάστασης και χρήσης ΚΚΒΠ, έχουν τα μέλη τον τοπικών Αστυνομικών Σταθμών, εκτός εάν δοθούν διαφορετικές οδηγίες. Ωστόσο, αναλόγως των περιστάσεων, οι υποθέσεις αυτές μπορεί να τύχουν αρχικού χειρισμού και από άλλα μέλη της Αστυνομίας (π.χ. από μέλη του ΤΑΕ ή ΥΚΑΝ κατά τη διάρκεια εκτέλεσης εντάλματος έρευνας η σύλληψης κ.λ.π.).

(ε) Σε περίπτωση που από τον έλεγχο που διενεργήθηκε από το μέλος της Αστυνομίας, διαπιστώνεται ότι, η ακτίνα κάλυψης του ΚΚΒΠ, υπερβαίνει τα όρια της ιδιωτικής περιουσίας και λαμβάνεται εικόνα από δημόσιο χώρο ή ζητείται από τον ιδιοκτήτη/υπεύθυνο του ΚΚΒΠ, όπως προβεί σε αναδιάταξη των καμερών, για να μην λαμβάνεται εικόνα πέραν του δικού του ιδιωτικού χώρου να δίδεται χρόνος για συμμόρφωση του Υπεύθυνου Επεξεργασίας του ΚΚΒΠ, εντός 48 ωρών.

(στ) Σε περίπτωση που ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας, συμμορφωθεί με τις υποδείξεις, ο ανακριτής δεν θα προβαίνει σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια, παρά μόνο σε καταχώρηση του συμβάντος, στο Ημερολόγιο Παραπόνων και Συμβάντων».

Αν δεν επικαλείται συγκεκριμένους λόγους να γίνεται ποινική δίωξη

Στις κατευθυντήριες γραμμές από τη ΔΕΕ&ΔΑΣ επισημαίνεται επ΄ ακριβώς πότε παρανομεί ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενός ΚΚΒΠ.

Μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα ακόλουθα:  «2. (ζ) Σε περίπτωση που ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας, δεν συμμορφώνεται και δεν επικαλείται συγκεκριμένους λόγους που να δικαιολογούν την εγκατάσταση του ΚΚΒΠ, ο ανακριτής να προχωρεί στην ποινική δίωξή του, για παράβαση του άρθρου 33(1)(ιγ) του Νόμου 125(Ι)/2018. Στο εν λόγω άρθρο προβλέπεται ότι, διαπράττει ποινικό αδίκημα, ο Υπεύθυνος Επεξεργασίας, ο οποίος δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του Ν.125(Ι)2018, κατά τη διενέργεια πράξης επεξεργασίας, η οποία δεν συνιστά αδίκημα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του Νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγκατάσταση και λειτουργία ενός ΚΚΒΠ, το οποίο λαμβάνει εικόνες και/ή ήχο, πέραν των ορίων του υποστατικού/οικίας/διαμερίσματος, χωρίς την επίκληση οποιουδήποτε λόγου νομιμότητας, συνιστά παράβαση του άρθρου 5 (1)(α) (αρχή νομιμότητας επεξεργασίας), του άρθρου 6 (προϋποθέσεις νομιμότητας) και του άρθρου 5 (1)(γ) (αρχή της ελαχιστοποίησης), του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679».

(η) Σε περίπτωση που ο ιδιοκτήτης/υπεύθυνος του ΚΚΒΠ δεν συμμορφώνεται επικαλούμενος συγκεκριμένους λόγους για την αναγκαιότητα λήψης εικόνας, πέραν του ιδιωτικού του χώρου, ο ανακριτής να λαμβάνει γραπτή κατάθεση, στην οποία να καταγράφονται αναλυτικά οι λόγοι, καθώς και η σχετική τεκμηρίωσή τους. {…}

 (ι) Επισημαίνεται ότι έννομο συμφέρον υφίσταται νοουμένου, ότι, συντρέχει μία πραγματική και επικίνδυνη κατάσταση και η εγκατάσταση ενός ΚΚΒΠ, αποσκοπεί στην προστασία προσώπων ή αγαθών ή την πρόληψη του εγκλήματος. Για παράδειγμα, η προστασία περιουσίας από ληστεία, κλοπή ή βανδαλισμό ή η προστασίας προσώπου από εγκληματική ενέργεια, κ.λ.π. Το έννομο συμφέρον πρέπει να υφίσταται πραγματικά και να αφορά παρόν ζήτημα (όχι υποθετικό/πλασματικό), δηλαδή να υπάρχει πραγματική κατάσταση κινδύνου, όπως πρόκληση ζημιών, κλοπών, ή άλλων σοβαρών συμβάντων, απειλών, στο πρόσφατο παρελθόν.

{…}

(ιβ) Διευκρινίζεται ότι, με βάση τον ορισμό «επεξεργασία» (βλ. άρθρο 4 Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679), τόσο η απλή λήψη εικόνας ή και ήχου, όσο και η αποθήκευση ή/και καταχώρησή τους, αποτελούν μορφές επεξεργασίας. Ως εκ τούτου, όσα αναφέρονται ανωτέρω, ισχύουν όταν, το ΚΚΒΠ είναι μόνιμα εγκατεστημένο σε ένα χώρο, λειτουργεί συνεχώς ή σε τακτά χρονικά διαστήματα και έχει τη δυνατότητα:

  • λήψης εικόνα ή και ήχου, χωρίς αποθήκευση ή
  • λήψης εικόνας ή και ήχου, με αποθήκευσή τους (π.χ. σε υπολογιστή ή σε DVR) ή
  • μετάδοσης εικόνας ή και ήχου σε άλλη οθόνη ή συσκευή (με δυνατότητα αποθήκευσης ή και μη)».

Τοποθέτηση Χρίστου Ανδρέου για τα κλειστά κυκλώματα΄

Ο «Φ» επικοινώνησε με τον εκπρόσωπο Τύπου της Αστυνομίας, Χρίστο Ανδρέου. Του αναφέραμε ότι στη βάση πληροφοριών που έχουν δημοσιοποιηθεί πιθανόν να προκύπτει θέμα παρανομίας για οπτικό υλικό που εξασφαλίστηκε από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης στην υπόθεση της Μονής του Οσίου Αββακούμ.

Ο κ. Ανδρέου περιορίστηκε να αναφέρει ότι στο πλαίσιο διερεύνησης των δυο σχετικών υποθέσεων η αστυνομική Δύναμη έχει παραλάβει αριθμό video που προέρχονται από κλειστά κυκλώματα. Ξεκαθάρισε πως η Αστυνομία στο πλαίσιο του ανακριτικού έργου, θα εξετάσει κατά πόσον ένα κλειστό κύκλωμα έχει τοποθετηθεί με βάση τις πρόνοιες του Νόμου και θα διασφαλίσει ότι έχει στα χέρια της νόμιμη μαρτυρία.

Η Αστυνομία την προπερασμένη Παρασκευή (08/03) γνωστοποίησε ότι μετά από καταγγελία της Ιεράς Μητρόπολης Ταμασού και Ορεινής «άρχισε τη διερεύνηση υπόθεσης που αφορά στη διάπραξη οικονομικής φύσης αδικημάτων, που σύμφωνα με την καταγγελία φέρεται να διαπράχθηκαν από πρόσωπα που σχετίζονται με Μοναστήρι στη Λευκωσία». Ακολούθησαν τουλάχιστον δυο καταγγελίες στην Αστυνομία από μοναχούς της Μονής του Οσίου Αββακούμ, περί παράνομης κράτησής τους από πρόσωπα που συνδέονται με τη Μητρόπολη. Στο πλαίσιο αυτών των καταγγελιών, μοναχοί κατήγγειλαν ότι εξαναγκάστηκαν να προσυπογράψουν γραπτές δηλώσεις στις οποίες ψευδώς παρουσιάζονταν να εμπλέκονται στην τέλεση αδικημάτων. Η υπόθεση στην πορεία έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις, με την Γενική Εισαγγελία να διορίζει τους Νίνο Κέκκο και Γιώργο Παπαϊωάννου ως ποινικούς ανακριτές. Οι προαναφερθέντες θα διεξάγουν ανακρίσεις σε συνεργασία με τους ανακριτές της Αστυνομίας, αναφορικά με ενδεχόμενη διάπραξη οποιωνδήποτε ποινικών αδικημάτων από οποιοδήποτε πρόσωπο.

Σε επαγρύπνηση το γραφείο της επιτρόπου

Το γραφείο της επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κατά την τελευταία εβδομάδα είναι σε συνεχή εγρήγορση για θέματα που αφορούν την υπόθεση της Μονής. Όχι μόνο καλείται να συνδράμει το έργο της Αστυνομίας με την οποία υπάρχει στενή συνεργασία μέσω συγκεκριμένων αξιωματούχων. Την περασμένη Δευτέρα (11/3) είχε προβεί σε ανακοίνωση, με αφορμή δημοσιεύσεις που αφορούσαν προσωπικά δεδομένα πολιτών. Όπως δήλωσε στην εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος του ΡΙΚ, «Πρωινό Δρομολόγιο», η επίτροπος, Ειρήνη Λοϊζίδου Νικολαΐδου, πολίτες επικοινώνησαν με το γραφείο της διαπιστώνοντας ότι σε οπτικό υλικό που δημοσιεύτηκε ακουγόταν η φωνή τους ή προβαλλόταν το πρόσωπό τους. «Αισθανθήκαμε την ανάγκη να δώσουμε μια κατεύθυνση σε σχέση με τα δεδομένα των τρίτων προσώπων που δεν εμπλέκονται» εξήγησε.

Στο πλαίσιο των ίδιων τοποθετήσεων η επίτροπος έκανε λόγο για «κλειστά κυκλώματα, τα οποία εξετάζονται για τη νομιμότητά τους». Σε άλλο σημείο, ανέφερε: «Να ξεκαθαρίσουμε ότι υπάρχουν δυο κατηγορίες κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης κι αυτό ισχύει γενικά και το έχουμε αναπτύξει πολλές φορές. Υπάρχουν τα συστήματα που έχουν τοποθετηθεί για την προστασία της δικής μας περιουσίας και μπορεί αυτό το σύστημα να μπει περιμετρικά του σπιτιού μας, να παίρνει εικόνα από το δικό μας το σπίτι. Με αυτά δεν υπάρχει κανένα απολύτως θέμα. Όταν, όμως, το σύστημα λαμβάνει εικόνα – για τον ήχο δεν το συζητάμε, ξεκάθαρα απαγορεύεται σε κάθε περίπτωση- από δημόσιο χώρο ή στην προκειμένη περίπτωση εικόνες από πιστούς ή από πολίτες που επισκέπτονταν τον χώρο, ενδεχομένως να υπάρχουν θέματα νομιμότητας. Προσωπικά δεν γνωρίζω ακριβώς πού βρίσκονταν τα συστήματα σήμερα και πώς λειτουργούσαν. Να αφήσουμε την Αστυνομία να προχωρήσει με τη διερεύνηση και αν χρειαστεί να εμπλακούμε θα το κάνουμε».

Απόλυτη απαγόρευση χρήσης παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας

Ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνεται μια μαρτυρία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο σε μια υπόθεση ποινικού χαρακτήρα. Είναι ενδεικτικά τα όσα είχε αναφέρει σε συνέντευξή του ο ποινικολόγος, Ηλίας Στεφάνου. Απαντώντας σε ερωτήματα του δικηγόρου Χριστόφορου Χριστοφή στην εκπομπή Legal Matters τον Νοέμβριο του 2022, ο κ. Στεφάνου είχε αναφέρει:  «Οποιαδήποτε μαρτυρία λήφθηκε κατά παράβαση συνταγματικού δικαιώματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η επικοινωνία και η ιδιωτική ζωή και το άσυλο της κατοικίας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καμία ποινική διαδικασία από οποιονδήποτε. Είτε αυτός είναι ανακριτής, είτε είναι θεσμός, είτε Αρχή, είτε οτιδήποτε. Άρα είναι απόλυτη σύμφωνα με τη νομολογία που έχουμε από τη δεκαετία του ’80. Έχει καθιερωθεί απόλυτη απαγόρευση χρήσης οποιασδήποτε παρανόμως ληφθείσας μαρτυρίας».

Τα ερωτήματα που δείχνουν τη νομιμότητα ενός βίντεο

Κατά την εξέταση από την Αστυνομία σοβαρής περίπτωσης που αφορούσε δημοσιευθέν οπτικό υλικό περί τα τέλη του 2014, ο τότε επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Γιάννος Δανιηλίδης, είχε δώσει καθοδήγηση στην Αστυνομία για τον χειρισμό της υπόθεσης. Ανάμεσα σ΄ άλλα καταγραφόταν ότι «Για να διερευνηθεί η νομιμότητα τόσο της συλλογής όσο και της δημοσίευσης του βίντεο θα πρέπει να απαντηθούν τα πιο κάτω ερωτήματα:

(α) Ποιος οπτικογράφησε το εν λόγω βίντεο και γιατί;

(β) Η παραπονούμενη ήταν ενήμερη για την οπτικογράφηση του βίντεο αυτού;

(γ) Η οπτικογράφηση του βίντεο αυτού ήταν νόμιμη;

(δ) Ποιος δημοσίευσε το βίντεο και γιατί;

(ε) Το έννομο συμφέρον του προσώπου που δημοσίευσε το βίντεο υπερέχει των δικαιωμάτων, συμφερόντων και θεμελιωδών ελευθεριών της παραπονούμενης;