Το ξύπνημα κάπως απότομο, δεν είχε ακόμα ξημερώσει και η αγωνία της μητέρας του τον κάνει να πεταχτεί από το κρεβάτι. Του λέει για πόλεμο, που στα εφτά του χρόνια, το μόνο που γνωρίζει ήταν κάποια πράγματα που είχε διαβάσει στα σχολικά βιβλία και όσα έπιασε το μάτι του στην τηλεόραση ανάμεσα σε τρέξιμο και παιχνίδι. Η τρεμάμενη φωνή της μητέρας έδειχνε πως κάτι πολύ φοβερό πράγμα είναι αυτός ο πόλεμος, κάτι πολύ επικίνδυνο.
Όλη η γειτονιά έτρεξε να κρυφτεί μέσα στο απέναντι περιβόλι μέσα στα δέντρα, κάτω από τις ελιές και τους ευκάλυπτους. Τα δέντρα προσέφεραν δροσιά μέσα στην κάψα του Αυγουστιάτικου πρωινού αλλά και κάλυψη από το αεροπλάνα που πέρασαν από πάνω. «Μείνετε ξαπλωμένοι, μην κινείστε», πρόσταζαν οι μεγαλύτεροι και όλοι υπάκουαν. Τα παιδιά έπεφταν μπρούμητα και δεν μιλούσαν. Όχι γιατί ήξεραν τον λόγο που έπρεπε να είναι σ’ αυτή τη στάση αλλά επειδή τους το είπαν οι μεγαλύτεροι.
Οι ώρες περνούσαν και η ζέστη γινόταν πιο ανυπόφορη. Η κάψα του καλοκαιριού μέσα στον κάμπο σε συνδυασμό με τον φόβο ήταν μια κατάσταση που δεν άντεχε κανένας. Πόσο δε κάποιοι εξάχρονοι και εφτάχρονοι και πιο μικροί ακόμα που ήθελαν ξεχυθούν, όπως και τις προηγούμενες ημέρες, μέσα στο περιβόλι και να τρέχουν πάνω-κάτω. Αλλά οι εντολές ήταν ρητές, δεν κινείται κανένας και δεν βγαίνει έξω από το περιβόλι.
Το μεσημέρι πέρασε και ο εφτάχρονος είδε τον θείο του, που προηγουμένως τον φώναξαν κάποιοι με τα στρατιωτικά, να επιστρέφει πίσω στο περιβόλι που ήταν όλη η γειτονιά μαζεμένη. Ως τεχνικός τηλεπικοινωνιών τον είχαν καλέσει να ελέγξει κάποιες γραμμές που είχαν πρόβλημα. Εκεί άκουσε τα τελευταία νέα: Η γραμμή άμυνας είχε σπάσει και πλέον θα κινούνταν προς τα ανατολικά.
Αφού ενημερώνει τους υπολοίπους και πριν ακόμα οι μικροί αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει, τους αρπάζουν οι γονείς και τρέχουν προς τα σπίτια τους. Μπαίνουν μέσα και οι μεγαλύτεροι τρέχουν να αρπάξουν κάποια πράγματα γιατί θα φύγουν. Άκουσε τους μεγαλύτερους ότι έπρεπε να μαζέψουν κάποια πράγματα να φύγουν, μπαίνει κι αυτός μέσα στο δωμάτιό του και κοιτάζει γύρω να δει εάν και αυτός μπορεί να αρπάξει κάτι και να φύγει. Είδε προς στιγμή τα παιχνίδια του που έπαιζε το προηγούμενο βράδυ δίπλα στο κρεβάτι του και τα άφησε για να συνεχίσει το επόμενο πρωί.
Έκανε να σκύψει να πάρει ένα από αυτά. Κοντοστάθηκε. Εκεί που σκεφτόταν εάν θα πάρει ή όχι ένα παιχνίδι ακούει τη μητέρα του να του λέει «άντε φεύγουμε». Γύρισε και ακολούθησε την μητέρα του χωρίς να πάρει κανένα παιχνίδι μαζί του. Κλείδωσαν την εξώπορτα, μπήκαν στο αυτοκίνητο του θείου τους και έφυγαν.
Ακολούθησαν έναν άγνωστο δρόμο, ούτε που ήξερε πού πήγαιναν. Άρχισε να βραδιάζει όταν σταμάτησαν έξω από ένα χωριό. Κατέβηκαν και βρέθηκαν και πάλι μέσα σε ένα περιβόλι. Αυτή τη φορά στη θέση των ελιών ήταν λεμονιές. Υπήρχαν και άλλοι εκεί. Άγνωστοι. Υπήρχαν κι άλλα παιδιά. Κάθε λεμονιά και μια οικογένεια.
Καθώς το σούρουπο έπεφτε, ξάπλωσαν όλοι. Αυτή τη νύκτα δεν υπήρχε άνετο κρεβάτι μέσα σε ένα παιδικό δωμάτιο. Αυτη τη νύκτα το κρεβάτι ήταν η λεκάνη μιας λεμονιάς έξω από ένα άγνωστο χωριό.
Η επόμενη μέρα τελειώνει και ξεκινούν για να πάνε σε μια άλλη περιοχή. Και οι ημέρες περνούν σε ένα άλλο χωριό μέσα σ’ ένα σπίτι που το βρήκαν εγκαταλελειμμένο και μπήκαν μέσα για να έχουν μια στέγη από πάνω τους. Μετά σ’ έναν καταυλισμό, μέσα στα αντίσκηνα.
Κάποια στιγμή φτάνουν κοντά του κάποια νέα παιδικά παιχνίδια που στέλνουν από το εξωτερικό. Πάνε οκτώ με δέκα μήνες από τότε που είχε αγγίξει για τελευταία φορά ένα παιδικό παιχνίδι.
Κι ύστερα γυρίζει το βλέμμα του προς την τηλεόραση και βλέπει μπροστά του έναν άλλο εφτάχρονο να προσπαθεί φύγει για να γλυτώσει κι αυτός από έναν πόλεμο. Τον κοιτάζει προσεκτικά και το βλέμμα του καρφώνεται πάνω στα χέρια του εφτάχρονου να δει τι κρατά. Τον βλέπει να κρατά κάτι σαν παιχνίδι. Χαμογελά με ικανοποίηση, και κάπως τον ζηλεύει. Δεν είναι παράξενο ένας εφτάχρονος να ζηλεύει έναν άλλο συνομήλικό του. Είναι όμως παράδοξο όταν έχουν μεταξύ του 48 χρόνια διαφορά.