Φέρνοντας στη μνήμη τα βιώματα του 1974 αναπόφευκτα δεν μπορεί να σταθεί κανείς σ’ ένα μόνο γεγονός. Η φυγή από το σπίτι ήταν μόνο ένα κομμάτι του παζλ της δικής μας προσφυγιάς. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν πως η προσφυγιά που έζησε η Κύπρος το 1974 είναι πολύ διαφορετική απ’ εκείνη που ζουν σήμερα κάποιοι άλλοι λαοί. Λάθος. Η προσφυγιά, όποια μορφή και να έχει, δεν παύει από το να είναι προσφυγιά και να σημαίνει διά της βίας ξεριζωμό ανθρώπων από τον τόπο τους.
Οι Κύπριοι πρόσφυγες του 1974 μπορεί να στάθηκαν πιο τυχεροί από τους πρόσφυγες της Συρίας ή άλλων χωρών γιατί δεν χρειάστηκε να περάσουν θάλασσες και βουνά, ούτε και να πληρώσουν διακινητές για να φτάσουν σε ασφαλές χώρο. Αλλά η ζωή τους και κατ’ αυτό τον τρόπο δεν ήταν διαφορετική.
Δεν είχαν πού να πάνε να μείνουν, δεν είχαν τι να φορέσουν και έψαχναν για φαγητό. Τρία πολύ κοινά χαρακτηριστικά για κάθε πρόσφυγα, ανεξαρτήτως τόπου καταγωγής, χρώματος και θρησκείας. Ανεξαρτήτως του πόσα χιλιόμετρα θα διανύσει κάποιος για να βρει ένα ασφαλές σημείο για να γλυτώσει από τον πόλεμο, είτε στην ίδια την πατρίδα είτε σε κάποιο άλλο μέρος της γης, το ίδιο πρόσφυγας είναι.
Εγώ δεν θα σας μιλήσω για άλλους πρόσφυγες. Θα σας πω για την προσφυγιά όπως την έζησε η δική μου γενιά. Όταν ερχόταν το φορτηγό του Ερυθρού Σταυρού για να φέρει κάποια τρόφιμα και σακούλες με ρούχα και υποδήματα. Και καθώς όλοι έψαχναν να βρουν ένα κομμάτι ρούχο να φορέσουν. Εκείνες οι στιγμές ήταν για κάποιους όπως η είσοδος στον μεγαλύτερο οίκο μόδας. Ό,τι ρούχο και όποιο παπούτσι μπορούσε να φορεθεί ήταν ανάλογης αξίας με αυτό που σήμερα κάποιοι ονομάζουν «επώνυμες μάρκες».
Από μια πρόχειρη παράγκα στον καταυλισμό μέσα στο αντίσκηνο. Τα αντίσκηνα ήταν αναλόγως των μελών της οικογένειας. Τι κι αν προηγουμένως ζούσαν σε δίπατα, μικρά ή μεγάλα σπίτια. Τώρα έπρεπε να συμβιβαστούν μ’ ένα αντίσκηνο, που ήταν και κρεβατοκάμαρα και σαλόνι και καθιστικό. Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν και η κουζίνα.
Και καθώς έμπαινε ο χειμώνας όλοι παρακαλούσαν να μην είναι βαρύς. Δεν υπήρχαν ούτε σόμπες, ούτε τζάκια. Κι αν ο αέρας ήταν δυνατός, διέτρεχαν και τον κίνδυνο να τους σηκώσει το αντίσκηνο. Υπό εκείνες τις συνθήκες η δυνατή βροχή μόνο ευλογία δεν μπορούσε να ήταν. Ο κίνδυνος να πλημμυρίσει ο συνοικισμός ήταν ένα ενδεχόμενο και αυτό σήμαινε καταστροφή για τα λιγοστά υπάρχοντα που φυλάγονταν πρόχειρα στον ίδιο χώρο.
Κάποια στιγμή άνοιξαν και τα σχολεία. Πού να αρκέσει ο χώρος για να χωρέσει όλους εκείνους τους μαθητές. Σχολεία που ήταν φτιαγμένα για να χωρέσουν μερικές δεκάδες μαθητές μιας κοινότητας έπρεπε τώρα να οργανωθούν για εκατοντάδες παιδιά από διαφορετικά μέρη. Άλλοι μέσα στα κτήρια κι άλλοι μέσα σε αντίσκηνα-τάξεις.
Μια καρέκλα ή ένας πάγκος κι ένα θρανίο, ένας πίνακας και μια κιμωλία ήταν αρκετά για να γίνει μάθημα. Και γινόταν μάθημα και μάθαιναν γράμματα οι μαθητές. Και αν είχαν να διαβάσουν στο σπίτι (δηλαδή στο αντίσκηνο) πού να βάλουν το τετράδιο να γράψουν; Δεν υπήρχε γραφείο και καρέκλα. Ένα κομμάτι σανίδα ήταν αρκετό για να αποτελέσει το γραφείο του μαθητή.
Σ’ ένα παλιό άλμπουμ εντόπισα την πρώτη μας σχολική φωτογραφία. Και ως συνήθως την ημέρα της φωτογράφησης θα έπρεπε να φορέσουμε ρούχα καλά και καθαρά. Φορέσαμε τα καθαρά μας τα ρούχα, αλλά ήταν ό,τι είχαμε να φορέσουμε. Μόλις τρεις συμμαθήτριες με στολή. Μια τάξη με καμιά 40ριά μαθητές, όπως τους μέτρησα. Παιδιά από διαφορετικά μέρη της Κύπρου τα οποία οι περισσότεροι δεν ξέραμε πού βρίσκονταν πάνω στον χάρτη. Κάποιοι ξεκινούσαμε με το λεωφορείο από τον ίδιο καταυλισμό και άλλοι διέμεναν εκεί πιο κοντά στο χωριό.
Και τα καταφέραμε. Κοιτάζοντας πίσω 47-48 χρόνια, το πού ήμασταν και πού φτάσαμε, λέω πως τα καταφέραμε. Αντέξαμε, επιβιώσαμε. Όπως αντέχει και επιβιώνει ο κάθε πρόσφυγας, σε όποιο μέρος της γης κι αν βρίσκεται.