Ναι, να αλλάξει το ωράριο του σχολείου και να κερδίσουν μία ώρα ύπνου το πρωί οι μαθητές. Η πρόταση που τέθηκε από τον βουλευτή Παύλο Μυλωνά —αν και προσκρούει στο τείχος του πανίσχυρου συνδικαλιστικού βραχίονα— ακούγεται λογική. Το να συζητάμε όμως για τα ωράρια λειτουργίας των σχολείων, με τους οργανωμένους γονείς και εκπαιδευτικούς να αναλώνονται σε εξαντλητικές τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις, είναι ενδεικτικό της παθογένειας του συστήματος.
Είναι σαν να έχουμε ένα αυτοκίνητο που χρειάζεται αλλαγή μηχανής, γιατί από τις πολλές βλάβες και τις βιαστικές επισκευές κακών μηχανικών δεν τραβάει πια και είναι έτοιμο να τα φτύσει, αλλά προτάσσουμε την αλλαγή στους υαλοκαθαριστήρες. Σίγουρα το «όχημα» της παιδείας χρειάζεται καινούριους καθαριστήρες, αλλά τι θα γίνει με τις άλλες, τις «μηχανικές» του βλάβες και τις μεγάλες αλλαγές που θα έχουν πραγματικό αντίκρισμα στο κάθε παιδί;
Μία από τις μεγαλύτερες πληγές του εκπαιδευτικού συστήματος είναι η ογκωδέστατη ύλη, την οποία το υπουργείο έχει δέσει σαν ένα τεράστιο βαρίδι πάνω στα πόδια μαθητών και εκπαιδευτικών που σέρνονται να την προλάβουν. Έχουμε ένα σχολείο όπου η αποστήθιση άχρηστων πληροφοριών στραγγαλίζει κάθε ψήγμα ενδιαφέροντος για το μάθημα. Κι αντί αναθεώρησης της ύλης, ο υπουργός Παιδείας προχώρησε στην καθιέρωση των εξετάσεων τετραμήνου, λες και το να σπάσεις μια πέτρα στα δύο πριν την καταπιείς θα γίνει λιγότερο βαρυστόμαχη.
Έχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αδυνατεί να ερμηνεύσει τον όρο σύγχρονο σχολείο και να κάνει την απαραίτητη επαναξιολόγηση προτεραιοτήτων. Ένα σχολείο που βρίσκεται σε χάσμα με τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, με την αγορά εργασίας, με τις ψηφιακές εξελίξεις και τα πραγματικά προβλήματα των παιδιών.
Επείγει, για παράδειγμα, η δημιουργία μονάδας εκπαιδευτικού ψυχολόγου σε κάθε σχολείο για τη στήριξη και έγκαιρη παρέμβαση των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, των παιδιών που βιώνουν βία στο οικογενειακό τους περιβάλλον και των παιδιών με παραβατική συμπεριφορά πριν αρχίσουν να πετάνε μολότοφ έξω από τα γήπεδα και να εμπορεύονται κροτίδες και ναρκωτικά στις αυλές τα διαλείμματα.
Επείγει ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός του σχολείου, ώστε τα παιδιά να μην τελειώνουν το λύκειο ψηφιακά αναλφάβητα. Ακόμη και το μάθημα της Πληροφορικής, το οποίο θα μπορούσε να αποκτήσει μια πρακτική δυναμική σύγχρονων απαιτήσεων, πνίγεται στη θεωρία. Επείγει η επαγγελματική καθοδήγηση των μαθητών, ώστε να μην ακολουθούν τυφλά σπουδές σε ήδη υπερ-κορεσμένα επαγγέλματα και να στοχεύουν σε τομείς που αναπτύσσονται και εξελίσσονται. Επείγει η ισότιμη ένταξη των παιδιών με αναπηρίες στις σχολικές μονάδες, η ένταξη των παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία, η δημιουργία υποδομών όπως εστιατόρια, ο κλιματισμός στις τάξεις, οι χώροι πρασίνου και άθλησης, οι οποίες θα αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής τους.
Η λίστα με τις ανάγκες του δημόσιου σχολείου είναι μακροσκελέστατη, αλλά κάθε προσπάθεια προσκρούει στο παχύ δέρμα των δεινοσαύρων που αποφασίζουν. Η γραφειοκρατία, η ευθυνοφοβία και η απουσία οράματος δεν αφήνουν κανένα διάλογο να αναπτυχθεί από κάτω προς τα πάνω. Κάθε συζήτηση διεξάγεται στον αφρό, ανάμεσα στους κομματικώς διορισμένους και προαγόμενους λειτουργούς και τους εκπροσώπους του στείρου συνδικαλισμού.