Είναι γεγονός πως όταν κάποιος αναφέρεται στον προϋπολογισμό ενός οργανισμού, ενός φορέα, μιας επιχείρησης κ.λπ., το μυαλό πάει κατευθείαν σε αριθμούς. Σ’ ένα κατεβατό πινάκων με έσοδα, έξοδα, δαπάνες, κονδύλια. Σε προσθέσεις, αφαιρέσεις, αποθεματικά κι ελλείμματα. Κι όμως, στην περίπτωση των δημοσίων πανεπιστημίων της χώρας μας, αυτό τα τελευταία χρόνια μάλλον έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Παρακολουθώντας για αρκετά χρόνια τις συνεδρίες της επιτροπής Παιδείας της Βουλής, ομολογώ ότι οι συζητήσεις σε αυτήν, όταν στην ατζέντα της είναι οι προϋπολογισμοί των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, έχουν πάντα μεγάλο ενδιαφέρον. Κι αυτό, παρά την αντίληψη που υπάρχει ότι τέτοιες συζητήσεις για αριθμούς και κονδύλια, είναι αφόρητα βαρετές. Παρουσιάζουν, λοιπόν, ενδιαφέρον γιατί οι βουλευτές έχουν την ευκαιρία να ρωτήσουν τους «άρχοντες» των πανεπιστημίων για τα πάντα.
Κάπου εκεί, αρχίζει το ενδιαφέρον. Τι καταγγελίες διατυπώνονται, τι αναφορές σε γεγονότα ή στοιχεία ή απλές πληροφορίες, οι οποίες έχουν την οσμή σκανδάλων, δεν περιγράφεται. Από μισθούς ακαδημαϊκούς και συμμετοχή τους σε ερευνητικά προγράμματα με το αζημίωτο, μέχρι συμβόλαια κατασκευής κτηρίων και ποσά εκατομμυρίων που δαπανώνται, ξεπερνώντας σε αρκετές περιπτώσεις τα αρχικά ποσά και τις υπολογίσιμες δαπάνες. Από προσλήψεις προσωπικού και προσόντα, μέχρι αυτοκίνητα που χρησιμοποιούν αξιωματούχοι των ιδρυμάτων και λειτουργοί Υπηρεσιών.
Καταγγελίες και αναφορές που αν λέγονταν οπουδήποτε αλλού, σε άλλο χώρο, ενδεχομένως να έδιναν την αίσθηση ότι πρόκειται για απλά κουτσομπολιά και σπασμένο τηλέφωνο. Όμως, τα λεγόμενα αυτά έχουν άλλη βαρύτητα όταν λέγονται από στόματα βουλευτών και δη, μέσα στο Κοινοβούλιο. Δεν πρόκειται απλά για κουβέντες του τύπου «άκουσα» ή «μου είπαν», αλλά λεγόμενα που πρέπει να διερευνηθούν και ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν. Κι όσο οφείλουν οι βουλευτές να είναι διπλά και τριπλά προσεχτικοί για το τι εκστομίζουν, άλλο τόσο προσεχτικά πρέπει να είναι τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, όχι μόνο στις απαντήσεις που οφείλουν να δώσουν και οι οποίες επιβάλλεται να είναι τεκμηριωμένες και εμπεριστατωμένες, αλλά και στις διαδικασίες που ακολουθούν για το κάθε τι που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο τους. Είτε πρόκειται για το ακαδημαϊκό – ερευνητικό τους έργο, είτε για τους αναπτυξιακούς τους σχεδιασμούς. Γιατί ναι μεν υπάρχει η αυτονομία, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και η ηθική και η ανάγκη για χρηστή διοίκηση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που τα δημόσια πανεπιστήμια μας, λαμβάνουν κρατική χορηγία εκατομμυρίων. Άλλωστε, αυτονομία δεν σημαίνει ασυδοσία.
Κι επειδή, όποια άποψη κι αν έχει κάποιος για τα δημόσια μας πανεπιστήμια, με όσο σκεπτικισμό κι αν τα αντιμετωπίζει για διάφορους λόγους, τους οποίους ο καθείς εντοπίζει, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει την πρόοδο και τη μεγάλη ανάπτυξη αυτών των ιδρυμάτων στον τόπο μας, και μάλιστα, μέσα σε σχετικά λίγα χρόνια.
Αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο, όπως αδιαπραγμάτευτη πρέπει να είναι και η στήριξη για περαιτέρω ανάπτυξη της πανεπιστημιακής μας εκπαίδευσης, γιατί η επιτυχία της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιτυχία της χώρας μας. Την ίδια όμως ώρα, αυτή η επιτυχία και η στήριξη δεν πρέπει να είναι απλά μια βιτρίνα, πίσω από την οποία θα διαιωνίζονται στρεβλώσεις και κακώς κείμενα εις βάρος τόσο των ίδιων των πανεπιστημίων, όσο και της κοινωνίας γενικότερα.