Όλα δείχνουν πως είναι θέμα χρόνου η υπουργός Εργασίας να ανοίξει τις πόρτες για είσοδο χιλιάδων εργαζομένων από τρίτες χώρες, οι πλείστοι από τους οποίους, σε πρώτη φάση, θα διοχετευτούν στην ξενοδοχειακή βιομηχανία, στελέχη της οποίας υποστηρίζουν πως χωρίς προσωπικό από τρίτες χώρες ο τουρισμός δεν θα σηκώσει κεφάλι στην επί θύραις νέα τουριστική σεζόν. Δεν γυρίζουν να μας δουν (γιατί άραγε;), λένε ή παραδέχονται οι ίδιοι, ούτε οι κοινοτικοί, ούτε οι Ελλαδίτες, που δεν έχουν πρόβλημα γλώσσας ή προσαρμογής.

Τις προάλλες, εκπρόσωπος των ξενοδόχων δήλωνε πως ακόμα και οι λιγοστοί, μερικές εκατοντάδες, άνεργοι που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση για συνεντεύξεις με εργοδότες της ξενοδοχειακής βιομηχανίας ήταν στην πλειοψηφία τους ανειδίκευτοι (γι’ αυτό και οι προσλήψεις ήταν ελάχιστες). Ωστόσο, ο αρμόδιος λειτουργός του Υπουργείου Εργασίας, ο κ. Αλεξάνδρου, επέμενε να δηλώνει πως κλήθηκαν σε συνεντεύξεις εκείνοι οι άνεργοι που επιβεβαιωμένα είχαν απασχοληθεί παλαιότερα σε ξενοδοχεία ή χώρους εστίασης. Δεν ήταν, δηλαδή, ανειδίκευτοι.

Αλλά και ανειδίκευτοι να ήταν, δεν μπορούσαν να εκπαιδευτούν ταχύρρυθμα, αν βεβαίως συμφωνούσαν με τους όρους εργασίας που προσφέρουν οι ξενοδόχοι; Ή αν οι ξενοδόχοι δεσμεύονταν να εφαρμόσουν τη συλλογική σύμβαση;

Ας πούμε όμως ότι είναι ανειδίκευτοι και ότι δεν υπάρχει χρόνος να καταρτιστούν κατάλληλα για να δουλέψουν στα ξενοδοχεία, κάποια από τα οποία θα επαναλειτουργήσουν σε 1-2 μήνες.

Θα είναι, μήπως, ειδικευμένοι ή καταλλήλως καταρτισμένοι οι χιλιάδες εργαζόμενοι από τρίτες χώρες που θα κληθούν εσπευσμένα να εργοδοτηθούν σε κυπριακά ξενοδοχεία ή εστιατόρια; Μπορεί κανείς να ισχυριστεί πειστικά ότι αυτοί που θα αδειοδοτηθούν για να καλύψουν τις 7-8 χιλιάδες κενές θέσεις, όπως λένε οι ξενοδόχοι, είναι πεπειραμένο προσωπικό, που θα πληρωθεί ικανοποιητικά για να γίνει η δουλειά όλων; Αυτό δείχνει η εμπειρία;

Επιπλέον, πριν μερικές μέρες μάς είπαν από την πλευρά των ξενοδόχων ότι μεγάλο μέρος των κοινοτικών που εργάζονταν σε ξενοδοχεία και επισιτιστικό τομέα, περιλαμβανομένων και πολλών Ελλαδιτών, εγκατέλειψαν την Κύπρο και δεν έχουν διάθεση να επιστρέψουν, αφού το κόστος διαβίωσης στην Κύπρο, είπαν, είναι ψηλό και προτιμούν να εργαστούν στις χώρες τους.

Και αν για τους κοινοτικούς το κόστος διαβίωσης στην Κύπρο είναι ψηλό και ασύμφορο, πώς στο καλό θα χαμηλώσει το κόστος για τους ανθρώπους από τρίτες χώρες, που κατά κανόνα αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς και «απολαμβάνουν» πολύ υποδεέστερους όρους εργασίας;

Αντιλαμβάνομαι την πίεση που δέχεται η υπουργός. Θεωρώ, όμως, ότι ξέρει πολύ καλά τι θα ακολουθήσει. Όλοι αυτοί που θα πάρουν άροον – άρον άδειες για να καλύψουν τις ανάγκες στα ξενοδοχεία ή σε άλλους τομείς (οικοδομές, εμπόριο, μεταποιητική, εστίαση) είναι αυτοί που θα στοιβάζονται πάλι πέντε – πέντε ή δέκα – δέκα σε παραπήγματα της κακιάς ώρας, θα δουλεύουν μέχρι τελικής πτώσης, θα αμείβονται με ποσά που θα απέχουν μίλια από τα κατώτερα όρια των τομεακών συλλογικών συμβάσεων, θα υπονομεύσουν άθελά τους τις εργασιακές συνθήκες Κυπρίων και κοινοτικών στον συγκεκριμένο κλάδο και θα μαθαίνουν δουλεύοντας (όπως-όπως). Και πριν καλά – καλά μάθουν, θα τελειώσει η σεζόν και θα θεωρηθούν αχρείαστοι, αν όχι «άχρηστοι».

Αν θελήσει να συμβάλει σε αυτή την επαναλαμβανόμενη κατάσταση η κ. Αιμιλιανίδου, να ξέρει πως δεν προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες για εξυγίανση του εργασιακού περιβάλλοντος στην Κύπρο, ούτε στην προσφορά αξιοπρεπώς αμειβόμενων θέσεων εργασίας.