Δικαστής δεν είμαι, ούτε δικηγόρος, όμως η επαγγελματική μου ενασχόληση και η κάλυψη δεκάδων δικαστικών υποθέσεων μου επιτρέπει θαρρώ να διατυπώνω άποψη για τα στραβά και τα παράδοξα της δικαιοσύνης. Άλλωστε δεν είμαι εξ αυτών που πιστεύουν ότι οι δικαστές έχουν το αλάθητο του Πάπα και οι δικαστικές αποφάσεις δεν επιδέχονται κριτικής. Τουναντίον, η δικαστική εξουσία και οι δικαστές ανήκουν στον χώρο του δημοσίου συμφέροντος και υποχρεούνται να ανέχονται σκληρή κριτική, εφόσον αυτή στηρίζεται σε μια επαρκή πραγματική βάση. Αποτελεί δε υποχρέωση των δικηγόρων – που ειρήσθω εν παρόδω διαθέτουν κεντρική θέση στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς λειτουργούν ως μεσάζοντες μεταξύ του κοινού και των δικαστηρίων – να τοποθετούνται και να σχολιάζουν δημόσια το επίπεδο απονομής της δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια οι δικηγόροι οφείλουν να εφιστούν την προσοχή του κοινού σε ενδεχόμενες αδυναμίες του συστήματος της δικαιοσύνης, το δε δικαστικό σώμα μπορεί να επωφεληθεί από μια εποικοδομητική κριτική.
Τούτων λεχθέντων, καταλήγω στο διά ταύτα. Περιήλθε στην αντίληψή μου μία δικαστική απόφαση για φυλάκιση 16 ετών σε 59χρονο που κακοποιούσε σεξουαλικά επί δέκα συναπτά έτη τον γιο της συμβίας του. Ο καταδικασθείς, που εξανάγκαζε το παιδί από την τρυφερή ηλικία των έξι ετών να έρχεται σε συνουσία μαζί του, επέλεξε τον δρόμο της παραδοχής, ενώ το Κακουργιοδικείο Λεμεσού δεν του αναγνώρισε κανένα σημαντικό ελαφρυντικό. Θα ανέμενε λοιπόν κανείς ότι το Κακουργιοδικείο θα επέβαλλε τη μέγιστη προβλεπόμενη ποινή που είναι τα ισόβια. Αντί αυτού, το δικαστήριο εντελώς αψυχολόγητα επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 16 ετών, γεγονός που εγείρει προβληματισμούς. Το χειρότερο δε, είναι πως στην Κύπρο ζούμε και στα μισά χρόνια της ποινής δεν αποκλείεται το τέρας αυτό να βρεθεί και πάλι ανάμεσά μας, έργο που έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν και μάλιστα με προεδρική χάρη! Μήπως είναι καιρός η Βουλή να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά την αναθεώρηση του ποινικού κώδικα, ώστε να προβλέπονται στο νόμο και ελάχιστες ποινές, αντί μόνο μέγιστες; Διότι, δεν είναι δυνατόν η τιμωρία ενός παιδοβιαστή να επαφίεται στη συνείδηση και το αξιακό σύστημα των δικαστών.
Η ποινή όμως, δεν ήταν το μόνο πρόβλημα στη συγκεκριμένη απόφαση, στην οποία εύρημα του Δικαστηρίου είναι ότι «… η έκνομη συμπεριφορά του 59χρονου συνέτεινε στον σεξουαλικό προσανατολισμό του παιδιού, το οποίο σκέφτηκε πολλές φορές στο παρελθόν να αυτοκτονήσει λόγω και των βιωμάτων αυτών…». Μάλιστα, το συγκεκριμένο επιχείρημα που στερείται οποιασδήποτε επιστημονικής βάσης χρησιμοποιήθηκε ως επιβαρυντικό στοιχείο σε βάρος του κατηγορουμένου.
Σε παρέμβασή της η Αναστασία Παπαδοπούλου τοποθετήθηκε ξεκάθαρα επί τούτου: «1. Δεν μπορεί να υπάρχει εύρημα Δικαστηρίου ότι ο βιασμός ή η κακοποίηση επηρεάζει τον σεξουαλικό προσανατολισμό, καθώς δεν υπάρχουν αξιόπιστες έρευνες που να υποστηρίζουν οποιοδήποτε τέτοιο εύρημα, ακόμη κι αν το ίδιο το θύμα αυτό ανέφερε. 2. Δεν μπορεί να αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για επιβολή ποινής ο σεξουαλικός προσανατολισμός οποιουδήποτε. Επιβαρυντικός παράγοντας σίγουρα είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις στο θύμα, αλλά είναι τουλάχιστον ατυχής η σύνδεσή τους με τον σεξουαλικό προσανατολισμό».
Κοντολογίς, οι έντιμοι δικαστές θεώρησαν ότι οι αναφορές σε σκέψεις αυτοκτονίας δεν ήταν αρκετές από μόνες τους για να καταδείξουν τη ζημιά που υπέστη το παιδί και να αποτελέσουν επιβαρυντικό παράγοντα. Η διασύνδεση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό εκτός του ότι στερείται κάθε επιστημονικής τεκμηρίωσης, ήταν παντελώς αχρείαστη. Ποια μηνύματα αλήθεια δίνουν τα Δικαστήρια στα θύματα που παλεύουν καθημερινά με τις επιπτώσεις της κακοποίησης; Και πώς νιώθουν τα άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας όταν η ζωή και ο προσανατολισμός τους χαρακτηρίζεται ως προϊόν σεξουαλικής κακοποίησης; Δεν είναι δυνατόν δικαστές να εκδίδουν αποφάσεις, στηριζόμενοι σε αναχρονιστικά στερεότυπα και μεσαιωνικές αντιλήψεις που ουδεμία σχέση έχουν με την απονομή της δικαιοσύνης στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτό που προκύπτει πια ως αδήριτη ανάγκη είναι η επιστροφή, δικαστών κι άλλων λειτουργών της δικαιοσύνης, στα θρανία για επιμόρφωση και κατάρτιση, σε θέματα που αφορούν το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την έμφυλη βία, πρακτική ιδιαίτερα διαδεδομένη στον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο.