Τα καραβάνια με τους πρόσφυγες συνέχιζαν να καταφθάνουν από παντού. Ο Μεσαρίτικος κάμπος δεν είχε αδειάσει πλήρως. Χωρίς καμία ουσιαστική αντίδραση από τους ισχυρούς της γης οι βάρβαροι κατακτητές συνέχιζαν ανενόχλητοι το έργο τους.  

Στην Άσσια, στο Στρογγυλό, στη Βώνη, το Παλαίκυθρο, στη Κυθρέα, το Νέο Χωρίο και όλα τα χωριά της Μεσαορίας που καταλήφθηκαν αιφνιδίως την πρώτη μέρα της δεύτερης τουρκικής εισβολής, ο μηχανισμός της εθνοκάθαρσης ήταν σε πλήρη δράση.  

Όταν ο Διεθνής Ερυθρός Σταύρος έφθασε στην Άσσια γύρω στις 22 – 23 Αυγούστου 1974, ήταν ήδη πολύ αργά.  Όλα τα εγκλήματα πολέμου είχαν ήδη συντελεστεί. 118 άνθρωποι, παιδιά, γυναίκες και άνδρες, στην τεράστια πλειονότητά τους άμαχοι πολίτες είτε εκτελέστηκαν εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια των δικών τους είτε εξαφανίστηκαν μετά τη σύλληψή τους εντός του χωριού.  

Τα γυναικόπαιδα μάς είχαν μαζώξει, μετά από την συντονισμένη από σπίτι σε σπίτι εκκαθάριση πάνοπλων Τούρκων στρατιωτών στις 21 Αυγούστου 1974, σε μια γειτονιά στην ανατολική πλευρά του χωριού. Οι άνδρες, άλλοι βρίσκονταν υπό κράτηση στο κέντρο του χωριού, άλλοι μεταφέρθηκαν σε σημεία κράτησης αιχμαλώτων και πολλοί άλλοι σε άγνωστη κατεύθυνση.

Το μίσος και το μένος του κατακτητή είχε εκδηλωθεί από την πρώτη στιγμή της κατάληψης του χωριού. Αφού κατέστρεψαν τις βασικές υποδομές από τα πρώτα λεπτά της εισόδου τους στο χωριό, πυροβολούσαν αδιάκριτα και εκτελούσαν μέσα στους δρόμους, εντός των οικιών ή ακόμα και άτομα που ήταν κατάκοιτοι στο κρεβάτι. Οι νεκροί παρέμειναν άταφοι για τουλάχιστον πέντε μέρες στον χώρο της εκτέλεσής τους. Η ατμόσφαιρα μύριζε παντού θάνατο. Άταφοι νεκροί, αλλά και ζώα που δεν άντεξαν την πύρινη κόλαση του Αυγούστου, πριν προλάβουν Τουρκοκύπριοι των γύρω χωριών να ορμήσουν από σπίτι σε σπίτι να αρπάξουν ό,τι βρουν μπροστά τους, συνέθεταν το δέκατο κολαστήριο του Δάντη.   

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Το μαρτύριό μας δεν είχε τέλος. Μετά το μακελειό των πρώτων ημερών, που πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις ο τουρκικός στρατός προχώρησε στην εκκαθαριστική επιχείρηση όπου εκκένωσε όλα τα σπίτια από τους εγκλωβισμένους κατοίκους. Ένας εξαθλιωμένος όχλος υπό την ένοπλη επιτήρηση του τουρκικού στρατού κατέφθανε από κάθε γωνιά του χωριού στην πλατεία του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, εκεί όπου συναντιούνταν οι έξι δρόμοι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν γνώριζε πόσοι κάτοικοι είχαν εγκλωβιστεί μέσα στο χωριό. Ο αριθμός ίσως να έφθανε και τους 1.000 κατοίκους περίπου. Εκεί βρισκόταν παρατεταγμένος μεγάλος αριθμός πάνοπλων Τούρκων στρατιωτών γύρω από την πλατεία. Ο Τούρκος αξιωματικός που συντόνιζε την επιχείρηση έδινε διαταγές συνεχώς. Άντρες και έφηβοι στα δεξιά, γυναίκες και παιδιά στα αριστερά.      

Τους άνδρες τους έδεναν τα χέρια με συρματόσχοινο και τους έριχναν σαν τα ζώα πάνω σε φορτηγά αυτοκίνητα. Την ίδια μέρα, 106 άνδρες και μερικοί έφηβοι οδηγήθηκαν με τρία φορτηγά αυτοκίνητα προς τη Λευκωσία με τελικό προορισμό το γκαράζ Παυλίδη. Εκεί έγινε διαλογή όπου κρατήθηκαν οι 36 που ήταν όλοι κάτω των 50 ετών. Η υπόλοιπη ομάδα των 70 ανδρών οδηγήθηκαν σε άγνωστη κατεύθυνση. Αυτή η ομάδα, όπως αποκαλύφθηκε 36 περίπου χρόνια μετά, ήταν η ομάδα που εκτελέστηκε εν ψυχρώ στο Ορνίθι από τον τουρκικό στρατό.

Μετά τον διαχωρισμό συνεχίσαμε όλα τα γυναικόπαιδα υπό την επιτήρηση Τούρκων στρατιωτών την πορεία μας προς ανατολάς. Καταλήξαμε σε μια γειτονιά στο ανατολικό μέρος του χωριού όπου μας στοίβαξαν μέχρι και 50-60 άτομα σε κάθε σπίτι. Χωρίς πόσιμο νερό και τρόφιμα η κατάσταση μέσα στον καύσωνα του Αυγούστου ήταν ανυπόφορη. Οι γριές ανέλαβαν τον ρόλο του προστάτη των νεότερων γυναικών και των εφήβων κοριτσιών. Πρώτη τους έγνοια ήταν να κρύψουν τα νιάτα από τα βδελυρά βλέμματα των Τούρκων εισβολέων. Μερικές τις έκρυψαν κάτω από τα κρεβάτια, άλλες μέσα στα ερμάρια και σχεδόν όλες τις έντυσαν με μαύρα ρούχα και μαντήλια και τους έδωσαν οδηγίες να βλέπουν πάντα χαμηλά όταν εμφανίζονταν Τούρκοι στρατιώτες για έλεγχο. Εμάς τους μικρούς μας έδωσαν οδηγίες μόλις εμφανιστούν Τούρκοι στρατιώτες να κλαίμε δυνατά και ασταμάτητα. Ήθελαν με αυτό τον τρόπο να απλώσουν έστω και ένα μικρό και διάφανο δίχτυ επιπλέον προστασίας στις νεαρότερες γυναίκες.

Μέσα σε εκείνο το κολαστήριο οι γυναίκες άρχισαν να απαιτούν από ένα Τούρκο αξιωματικό, που φάνηκε πρόθυμος να ακούσει τα παράπονά τους, να τους επιτραπεί να πάνε στο ήδη λεηλατημένο Συνεργατικό Παντοπωλείο του χωριού να βρουν ό,τι ήταν διαθέσιμο για να φτιάξουν κάτι στα παιδιά να φάνε. Επίσης του ζήτησαν να φέρει πόσιμο νερό καθότι δεν υπήρχε ούτε σταγόνα. Ο Τούρκος αξιωματικός υποσχέθηκε να φέρει νερό και έδωσε την άδεια να πάνε μερικές γυναίκες να συλλέξουν ό,τι ήταν διαθέσιμο. Επέστρεψαν μετά από λίγη ώρα με λιγοστά μακαρόνια και λίγο αλεύρι.  

Η κατάσταση γινόταν κάθε μέρα και πιο ανυπόφορη. Ο φόβος, η έλλειψη τροφής και η άγνοια για την τύχη των ανδρών και των εφήβων που είχαν συλληφθεί τις προηγούμενες μέρες ώθησε τις γυναίκες απευθυνόμενες προς τον Τούρκο αξιωματικό να του λένε, «αφήστε μας να φύγουμε να πάμε να βρούμε τους αντράες μας». Αυτός απάντησε: «θα διευθετήσω λεωφορεία και φορτηγά να φύγετε». Αυτό ήταν το σχέδιο εξαρχής.