Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ήλπιζε ότι θα έχει μία συνεδρίαση νομισματικής πολιτικής χωρίς δράματα αυτή την εβδομάδα, σε ένα περιβάλλον που τον τελευταίο καιρό έχει αποδειχτεί αρκετά πολιτικά φορτισμένο για τις κεντρικές τράπεζες. Αρχικά, οι αγορές αντέδρασαν πολύ ήρεμα όταν η Fed ανακοίνωσε την αναμενόμενη περικοπή των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης – αλλά λίγο αργότερα υπήρξε sell-off, με τους βασικούς δείκτες να ολοκληρώνουν τη συνεδρίαση έχοντας χάσει περίπου 1%, ενώ ενδοσυνεδριακά υποχωρούσαν σχεδόν 2%. Αυτό υπογραμμίζει την έντονη, αλληλοεξαρτώμενη και αυξανόμενα μη βιώσιμη σχέση μεταξύ των αγορών και της ισχυρότερης κεντρικής τράπεζας του κόσμου, καθώς και την πιθανότητα εμφάνισης πολιτικών επιπλοκών.

Οι αξιωματούχοι της Fed έκαναν αναφορά στην παγκόσμια οικονομική αβεβαιότητα και τον μειωμένο πληθωρισμό, όταν εξηγούσαν τους λόγους για την πρώτη περικοπή σε διάστημα 11 ετών. Υποψιάζομαι ότι ήλπιζαν ότι αυτή η αναφορά θα βοηθούσε να μετριαστεί η επιφυλακτικότητα των οικονομολόγων αλλά και κάποιων πρώην υψηλόβαθμων αξιωματούχων απέναντι στην ανάγκη για οποιαδήποτε περικοπή των επιτοκίων, δεδομένης της ευρωστίας της εγχώριας οικονομίας.

Υποψιάζομαι επίσης ότι, μαζί με την κάπως αισιόδοξη απόφαση να επισπεύσουν κατά δύο μήνες την ημερομηνία διακοπής της συρρίκνωσης του ισολογισμού της τράπεζας, οι αξιωματούχοι ήλπιζαν ότι θα μετριαστούν τυχόν πολιτικές επιθέσεις που θέτουν το θεσμικό όργανο σε μια πιο αυστηρή κατάσταση από την οποία όλοι μόνο να χάσουν έχουν.

Ο άμεσος λόγος για τη μεταβολή του επενδυτικού συναισθήματος της αγοράς ήταν το σχόλιο του προέδρου Jerome Powell σχετικά με μια “προσαρμογή της πολιτικής στη μέση του κύκλου”, δήλωση η οποία ερμηνεύθηκε αμέσως ως ότι υποδηλώνει ότι η Fed είναι περισσότερο διατεθειμένη να κάνει μια “μια κι έξω” περικοπή παρά σταδιακές περικοπές – παρά το γεγονός ότι η δήλωση της κεντρικής τράπεζας χρησιμοποιούσε τη συνήθη ρητορική, ότι είναι έτοιμη να κάνει περισσότερα, αν χρειαστεί. Αυτό το αίσθημα ενισχύθηκε χάρη στα σημεία διαφωνίας στο πλαίσιο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοικτής Αγοράς, συμπεριλαμβανομένων δύο ρητών διαφωνιών.

Έχοντας προσαρμοστεί τα τελευταία χρόνια στο να περιμένουν σταθερή υποστήριξη από τις κεντρικές τράπεζες, ούτε οι traders ούτε οι επενδυτές είναι πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν το σενάριο να είναι η ρευστότητα λιγότερο άφθονη και λιγότερο αξιόπιστη από ό,τι περίμεναν. Είναι μια συμπεριφορά που είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα, καθώς οι αγορές συνεχίζουν να πιέζουν την Fed για χαλαρότερη νομισματική πολιτική προκειμένου να στηρίξει η τράπεζα τις αυξημένες τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Και ενώ δεν συμπεριέλαβαν πολιτικές επιθέσεις, οι ανακοινώσεις πολιτικής της Fed της Τετάρτης είναι πιο πιθανό να τροφοδοτήσουν τέτοιες.

Η μείωση της απόδοσης των 10ετών αμερικανικών ομολόγων σε μόλις 2,01%, σε συνδυασμό με την ισοπέδωση της καμπύλης αποδόσεων, θα ενισχύσει την πολιτική πεποίθηση ότι η Fed πρέπει να κάνει περισσότερα για να στηρίξει την οικονομία. Η ανατίμηση του δείκτη του δολαρίου κατά 0,6% στα υψηλότερα επίπεδα μέχρι σήμερα για φέτος, όπως μετράται από το DXY, είναι βέβαιο ότι θα αναδείξει την άποψη που εξέφρασε ο Πρόεδρος Donald Trump ότι η Fed φέρνει σε πιο μειονεκτική θέση τη χώρα σε σχέση με αυτό που πιστεύει ότι κάνουν οι κεντρικές τράπεζες στην Κίνα και την Ευρώπη. Μάλιστα, δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο ο πρόεδρος για να διαμαρτυρηθεί την Τετάρτη ότι ο Powell “μας απογοήτευσε”.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι πιθανό να αντιμετωπίσει μία παρόμοια κατάσταση τον Σεπτέμβριο, ίσως και ακόμη πιο δύσκολη από αυτή. Πράγματι, ο πρόεδρος Mario Draghi είχε τα δικά του προβλήματα επικοινωνίας την περασμένη εβδομάδα.

Ένα θεμελιώδες ζήτημα εδώ είναι ότι οι προσδοκίες της αγοράς και του πολιτικού κόσμου έχουν ξεπεράσει τις δυνατότητες και τις προθέσεις των κεντρικών τραπεζών. Ωστόσο, εάν απλά υποκύψουν σε ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις, κάτι που είναι πολύ πιθανό, δεν υπάρχει ελκυστική διέξοδος: θα ήταν απίθανο να βελτιωθούν οι οικονομικές επιδόσεις με έναν ουσιαστικά βιώσιμο τρόπο, αλλά θα αυξανόταν ο κίνδυνος μελλοντικών οικονομικών εξάρσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιά στην οικονομία.

Η βιώσιμα υψηλότερη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη είναι η μόνη διέξοδος για τις κεντρικές τράπεζες. Και, όσο επιθυμητό όσο και σημαντικό κι αν είναι αυτό, είναι ένα αποτέλεσμα που δεν μπορούν να οι τράπεζες να κατορθώσουν μόνες τους.

Του Mohamed A. El-Erian

Πηγή: Bloomberg