Ακόμα μια φορά η Κύπρος γίνεται παγκόσμιο πρωτοσέλιδο στις αποκαλύψεις για την απόκρυψη πλούτου επιχειρηματιών και πολιτικών.

Πριν λίγους μήνες είχε προηγηθεί η υπόθεση της πώλησης ευρωπαϊκής υπηκοότητας έναντι μερικών εκατομμυρίων, ενώ πιο πριν κατά καιρούς εμφανίζονταν αποκαλύψεις για Ρώσους ολιγάρχες και παλαιότερα για τα χρήματα των σερβικών τελωνείων που έφταναν κρυφά την Κύπρο.

Κάθε φορά που γίνονται τέτοιες αποκαλύψεις εμφανίζεται στην Κύπρο ένα έντονο αλλά προσωρινό κύμα ηθικής απαρέσκειας. Το ζήτημα όμως με αυτά τα φαινόμενα είναι ότι αποτελούν δομικά στοιχεία της κυπριακής οικονομίας όπως αυτή εξελίχθηκε μετά το 1974. Η Κύπρος δηλαδή προσφέρει επαγγελματικές υπηρεσίες σε ξένες εταιρείες και επιχειρηματίες οι οποίες, μεταξύ άλλων, αποβλέπουν συνήθως σε ευνοϊκότερη φορολογία μέσω χαμηλού συντελεστή εταιρικού φόρου ή και σε απόκρυψη της πραγματικής ιδιοκτησίας μέσω διορισμένων μετόχων. Στην περίπτωση των διαβατηρίων, η Κύπρος είχε ουσιαστικά εμπορευματοποιήσει την απόκτηση ευρωπαϊκής υπηκοότητας.

Η παρουσίαση αυτών των δραστηριοτήτων ως φαινομένων διαφθοράς ή κράτους υπό κατάρρευση χάνει την ουσία. Προφανώς υπήρξαν και φαινόμενα παρανομιών ή διαφθοράς, όμως όλες αυτές οι δραστηριότητες ήταν και είναι κατά βάση σύννομες ή τουλάχιστον νομότυπες.

Υπάρχουν δύο ζητήματα τα οποία θα πρέπει να μας απασχολήσουν καθώς είναι πολύ πιο σοβαρά από τον επικαιρικό εντυπωσιασμό που προκύπτει από τα δημοσιεύματα του ξένου Τύπου. Το πρώτο θέμα αφορά τη δομή και κατεύθυνση της οικονομίας. Μπορεί η κυπριακή οικονομία να εγκαταλείψει τον τομέα της «παροχής υπηρεσιών» σε ξένες εταιρείες και επιχειρηματίες; Ο τομέας αυτός συνεισφέρει ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό στο ΑΕΠ και απασχολεί με καλούς μισθούς μερικές χιλιάδες εργαζόμενους, οι πιο πολλοί πτυχιούχοι. 

Έτσι κι αλλιώς, στην οικονομία δεν θα ήταν εφικτό να καταργηθεί ένας κλάδος οικονομικής δραστηριότητας, όσο αμφιλεγόμενος και να είναι, με διάταγμα και εν μία νυκτί. Υπάρχουν κατά τη γνώμη μου δύο ρεαλιστικές επιλογές. Η πρώτη έχει να κάνει με τη σταδιακή συμμόρφωση του τομέα προς τις απαιτήσεις των διεθνών οργανισμών. Ένα καλό παράδειγμα τέτοιας συμμόρφωσης είναι η εξέλιξη της Κύπρου από σημαία ευκαιρίας σε ένα μάλλον αξιοπρεπές κέντρο παροχής ναυτιλιακών υπηρεσιών. Κάτι τέτοιο σε κάποιο βαθμό γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες. Το μειονέκτημα αυτής της προσέγγισης είναι ότι παίρνει πολύ χρόνο και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος, παρά τη γενική προσπάθεια, κάποια γραφεία να ακολουθούν επιλήψιμες  πρακτικές.

Η δεύτερη επιλογή, συμπληρωματική και όχι κατ’ ανάγκη αντιθετική προς την πρώτη, είναι η στροφή της κυπριακής οικονομίας προς διεθνείς δραστηριότητες οι οποίες είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες και έχουν θετική επίδραση στην οικονομία και στην κοινωνία. Μερικά παραδείγματα τέτοιων δραστηριοτήτων είναι, επί τροχάδην, τα εξής: Η έμφαση στην ανάπτυξη των πανεπιστημίων και την προσέλκυση περισσότερων ντόπιων και ξένων φοιτητών, η προσπάθεια μεγάλες εταιρείες να φέρουν τα κεντρικά ή τα περιφερειακά τους γραφεία στην Κύπρο και η διευκόλυνση επενδύσεων σε εναλλακτικές ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Τα πιο πάνω σε κάποιο βαθμό γίνονται ήδη σήμερα. Μια άλλη δραστηριότητα που θα μπορούσε να φέρει πολλαπλά οφέλη είναι η δημιουργία στην Κύπρο πανεπιστημιακού νοσοκομείου με συνιδρυτές τις τρεις ιατρικές σχολές, τα κράτος και ιδιωτικά κεφάλαια. Η δεύτερη επιλογή έχει γενικά να κάνει με την εφαρμογή στην Κύπρο ενός στρατηγικού μοντέλου που θα αφαιρέσει σταδιακά τα ευκαιριακά και αμφιλεγόμενα στοιχεία από την κυπριακή οικονομία.

Υπάρχει όμως και μια άλλη σοβαρή διάσταση στο πρόβλημα αυτών των αμφιλεγόμενων επιχειρηματικών πρακτικών για τις οποίες η Κύπρος παίρνει αρνητική δημοσιότητα. Η διάσταση αυτή είναι η διαπλοκή συμφερόντων εκείνων που επιτελούν δημόσιους ρόλους αλλά έχουν ταυτόχρονα οικονομικά συμφέροντα από αυτές τις δραστηριότητες. Στην Κύπρο η σύγκρουση ή διαπλοκή συμφερόντων δεν γίνεται πλήρως κατανοητή από το ευρύτερο κοινό. Πολλοί λένε ότι πρόβλημα υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχουν περιπτώσεις διαφθοράς και γενικά παρανομίας. Η σύγκρουση συμφερόντων δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τη διαφθορά ή την παρανομία, αποτελεί όμως εύφορο έδαφος για να εμφανιστούν τέτοια φαινόμενα. Άλλοι λένε «εφόσον δεν βλάπτονται ούτε τα δημόσια ταμεία, ούτε ο κυπριακός πληθυσμός, αλλά αντίθετα σε κάποιο βαθμό επωφελούνται, που είναι το πρόβλημα;» Το πρόβλημα είναι ότι τέτοιες πρακτικές υπονομεύουν το Κράτος Δικαίου και μακροπρόθεσμα έχουν κόστος στην ποιότητα ζωής αλλά και στην οικονομία, κόστος που δεν είναι άμεσα ορατό. Από πολιτικής πλευράς λοιπόν εκείνο που χρειάζεται είναι ευαισθησία απέναντι σε φαινόμενα σύγκρουσης και διαπλοκής συμφερόντων. Πρόκειται για ένα δύσκολο αίτημα καθώς οι πιο ευνομούμενες κοινωνίες χρειάστηκαν αρκετούς αιώνες για να υπερβούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό τέτοια φαινόμενα.