Πώς βρέθηκε στη σουίτα του ξενοδοχείου η 24χρονη; Και πώς βρέθηκε στη σουίτα του ξενοδοχείου ο βιαστής; Πώς βρέθηκε η ανάρτηση της Ανδρούλας Βασιλείου στο Twitter;

Αλλά και πώς βρέθηκε η κ. Ανδρούλα στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου ως αντιπρόεδρος; Πώς βρέθηκε η κ. Ανδρούλα στην Κομισιόν ως Επίτροπος Υγείας (2008-2010) και Επίτροπος Εκπαίδευσης, Πολιτισμού, Πολυγλωσσίας και Νεολαίας (2010-2014); Και πώς βρέθηκε η κ. Ανδρούλα, μετά τη θητεία της, παρασημοφορημένη με τον Μεγαλόσταυρο του Πολιτειακού Τάγματος του Αλφόνσου Ι΄ του Σοφού (!) για το έργο της;

Αυτά και άλλα πολλά δείχνουν ότι η Ανδρούλα Βασιλείου δεν είναι ένα τυχαίο μέλος της κοινωνίας όπως είμαστε οι περισσότεροι – το πώς δεν έχει τόση σημασία εν προκειμένω. Καλώς ή κακώς, είναι ένα προβεβλημένο δημόσιο πρόσωπο που ο λόγος του μετράει (πάλι καλώς ή κακώς) κάπως παραπάνω. Γι’ αυτό και οι απόψεις τέτοιων ανθρώπων συγκεντρώνουν ενίοτε αρνητική κριτική, ακόμα και με ύβρεις. Δεν οφείλουμε, όμως, να είμαστε περισσότερο ανεκτικοί απέναντι τους από ό,τι σε έναν «κοινό θνητό» – το αντίθετο μάλιστα.

Κανείς δεν είναι τέλειος, ακόμα και οι κάτοχοι μεγαλόσταυρων. Ωστόσο, από όσους έχουν το θάρρος (ενίοτε και θράσος) να εκφέρουν γνώμη δημοσίως, αυτοί ιδίως θα πρέπει να γνωρίζουν ότι κρίνονται αυστηρότερα, όχι επειδή τους ζηλεύουν αλλά γιατί ενσαρκώνουν (ξανά καλώς ή κακώς) ένα πρότυπο που ο λόγος του θα πρέπει να κάνει καλύτερη την κοινωνία, να ξεχωρίζει φωτεινός μέσα στην τόσο κακόφωνη πολυφωνία της εποχής μας. Και φαίνεται πως αρκεί ένα «στραβοπάτημα» για να βρεθεί ένα τέτοιο πρόσωπο κάτω από το όποιο βάθρο το έχουν τοποθετήσει οι συγκυρίες – βλέπουμε καθημερινά τέτοιες αποκαθηλώσεις, μικρές ή μεγάλες, από την πολιτική, την Εκκλησία και τον Τύπο ώς την κοινωνία του θεάματος, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ακόμα και το Survivor. Τι εννοούσε η κ. Βασιλείου με την ανάρτησή της; Να προσέχουν οι νεαρές κοπέλες ή να προσέχουν οι βιαστές τους;

Η κοινωνία σήμερα είναι περισσότερο ευαίσθητη σε πράξεις που παλιότερα περνούσαν απαρατήρητες, ιδίως όταν αφορούν την υποβάθμιση της γυναίκας, τη λεκτική και σωματική κακοποίηση του αδύνατου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον ρατσισμό. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, φαίνεται ότι τέτοιου είδους τοξικές συμπεριφορές γίνονται την ίδια ώρα ολοένα οξύτερες και πιο βάρβαρες, λες και η πορεία της κοινωνίας προς ένα καλύτερο μέλλον απειλεί περισσότερο ορισμένους δυσάρεστους ανθρώπους, φανατικά προσκολημμένους στις ιδεοληψίες τους, οι οποίοι ενδεχομένως νιώθουν πως χάνουν την ταυτότητά τους, ό,τι συνήθισαν να δέχονται σαν δεδομένο – από το «δικαίωμά» τους να καπνίζουν παντού ώς το «δικαίωμά» τους να επιβάλλονται στους πιο αδύναμους.

Έχω την ισχυρή πεποίθηση πως οτιδήποτε ενθαρρύνει αυτούς τους ανθρώπους είναι απαράδεκτο. Όποιος αρθρώνει δημόσιο λόγο οφείλει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός, ακόμα και αυτός που κουβεντιάζει στο καφενείο, πολύ περισσότερο εκείνος που αρθρογραφεί στα ΜΜΕ ή τα κοινωνικά δίκτυα, ακόμα περισσότερο ένας δημόσιος αξιωματούχος, ένας πολιτικός, ένας δάσκαλος ή ακαδημαϊκός.

Όμως γιατί η κ. Βασιλείου, εν προκειμένω, έγραψε ό,τι έγραψε τόσο άκριτα; Το ερώτημα δεν αφορά εκείνην αποκλειστικά, αλλά όλους όσους γράφουν: Γιατί δημοσιοποιούμε τη γνώμη μας, ποια ανάγκη μάς σπρώχνει να μοιραστούμε τις σκέψεις μας και γιατί πιστεύουμε ότι ενδιαφέρουν τους άλλους; Προφανώς θέλουμε να πείσουμε για την άποψή μας, είναι και ένας τρόπος να επικοινωνούμε – άρα να υπάρχουμε.

Παλιά οι άνθρωποι έγραφαν επιστολές, και μ’ αυτές άφησαν το δικό τους ίχνος στην πορεία της ζωής, άλλος λίγο άλλος πολύ. Θέλουμε ίσως κι εμείς να αφήσουμε κάποιο σημάδι ότι υπήρξαμε κάποτε και δεν περάσαμε απαρατήρητοι; Ίσως να είναι και ένας τρόπος να θυμόμαστε – verba volant, scripta manent. Αλλά αν είναι έτσι, θα πρέπει να αποφασίσουμε πώς θέλουμε να μας θυμούνται – κυρίως πώς θέλουμε εμείς να θυμόμαστε με ειλικρίνεια τον παλιότερο εαυτό μας: Ως κάποιον που έκανε μόνο λάθη, ή ως κάποιον που έμαθε κάτι από τα λάθη του; Άμα τα αποδεχτούμε, πιθανώς να συγχωρούμε ευκολότερα – τον εαυτό μας πρώτα, άρα και τους άλλους.

[email protected]

Ελεύθερα, 23.1.2022.