Ήταν κάποτε ένα κορίτσι, ξανθό, όμορφο, ανέμελο, όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της. Φορούσε χρωματιστά φορέματα, κορδέλες στα μαλλιά, ψηλά τακούνια, strapless νυφικό στον γάμο της. Κι έπειτα έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Βουλής. Η ανεμελιά χάθηκε, τα φορέματα εξορίστηκαν από την γκαρνταρόμπα, τα κουμπιά κούμπωσαν μέχρι το πιο ψηλό σημείο του λαιμού, τα χρώματα σκούρυναν, μαζί κι η θηλυκότητα. Είναι λες και βάλθηκε να επιβεβαιώσει πως «η πολιτική δεν είναι καλλιστεία». Πως η θηλυκότητα δεν έχει θέση στα κέντρα εξουσίας. Πως για να τα καταφέρεις σε αυτά τα πόστα, θα πρέπει να καλύψεις την ταυτότητα σου και να αρχίσεις να μοιάζεις με τους μέχρι τώρα κάτοχους των θέσεων εξουσίας.

Η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που έγινε πρωθυπουργός ήταν η Σιριμάβο Μπανταρανάικε το 1960 στην τότε Κεϋλάνη και σημερινή Σρι Λάνκα. (Ναι, η χώρα που μας στέλνει οικιακές βοηθούς ανέδειξε την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό). Ακολούθησε η Ιντίρα Γκάντι στην Ινδία, η Μπεναζίρ Μπούτο στο Πακιστάν… Οι γυναίκες αυτές, ίσως και λόγω του ότι στις χώρες τους οι γυναίκες δεν φορούσαν παντελόνια, εξακολούθησαν να ντύνονται με τα παραδοσιακά χρωματιστά σάρι. Ακόμα και η συντηρητική Θάτσερ, σε μια συντηρητική εποχή, δεν προσπάθησε να εξαφανίσει τη γυναικεία της πλευρά. Αλλά και μετέπειτα η Μέρκελ, μπορεί να επέλεξε ένα μόνο μοντέλο παντελόνι – σακάκι, αλλά σε έντονα χρώματα που υποδηλούσαν με την πρώτη την ταυτότητα της.

Και φτάσαμε στις μέρες μας, όπου κάποιες δεκάδες γυναίκες ανελίχτηκαν σε διάφορα υψηλά αξιώματα. Η επιβίωση τους στις θέσεις αυτές, δεν είναι απλό ζήτημα. Χρειάζεται πολλή προσπάθεια και σθένος. Κάποιες από τις γυναίκες αυτές προσπάθησαν να ισορροπήσουν αλλάζοντας στοιχεία που τις χαρακτήριζαν. Άλλες αρνήθηκαν να βάλουν μάσκα και προσπάθησαν να διατηρήσουν ότι τις διάκρινε και αποτελούσε μέρος αυτού που εκτίμησαν κάποιοι. Όπως για παράδειγμα η Δανή Χέλεν Σμιτ, η Φινλανδή Σάνα Μαρίν και η Νεοζηλανδή Τζασίντ Άρντερν. Τις οποίες ενδεχομένως θα θυμόμαστε πιο πολύ από τις υπόλοιπες ακριβώς για αυτό το λόγο. Γιατί, έκαναν τη διάφορα διατηρώντας την αυθεντικότητα τους. Κι αυτό είναι που έχει πραγματικό νόημα στην άνοδο των γυναικών στα κέντρα αποφάσεων.

Αν είναι να πνίξουν τη γυναικεία τους ταυτότητα, δεν κάνει καμιά διαφορά. Αν όσα χαρακτηρίζουν τη γυναίκα, ακόμα και το ντύσιμο της, θεωρείται μειονέκτημα ή πρόκληση ή ντροπή ή αμαρτία ή δεν ξέρω τι, που πρέπει να εξαφανιστεί, τότε τίποτα δεν επιτεύχθηκε. Αν, μάλιστα, οι ίδιες επιλέγουν να εξαφανίσουν τη θηλυκότητα τους, τότε είναι μία έμμεση παραδοχή πως «άλλο πολιτική κι άλλο καλλιστεία».