Γεννήθηκα στους πρόποδες του βουνού. Δεν πρόλαβα όμως να το περπατήσω. Για χρόνια -ζώντας στους «πρόποδες» της Πράσινης Γραμμής- το ατένιζα καθημερινά από απέναντι. Τις ήμερες που η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, δίνει την εντύπωση πως είναι τόσο κοντά που μπορείς να το φθάσεις πεζός και να ανέβεις στις κορφές του χωρίς δυσκολία. Παρέμενε όμως απλησίαστο, μακρινό, απαγορευμένο. Ακόμα κι όταν τυπικά το όνειρο μπορούσε να πραγματοποιηθεί, οι συνθήκες δεν ήταν οι επιθυμητές. Και καθώς οι συνθήκες άλλαζαν μόνο προς το χειρότερο και τα χρόνια βάραιναν στο κορμί κάνοντας το εγχείρημα της ανάβασης όλο και πιο δύσκολο, μια μέρα λες «όσο ακόμα μπορώ, θα ανέβω το βουνό». Με την επίγνωση πως εκεί σκοτώθηκαν άνθρωποι για να μην πέσει ο τόπος στα χέρια του εισβολέα. Πως ίσως είναι ακόμα θαμμένοι εκεί. Έχοντας πλήρη επίγνωση πως η Κύπρος είναι ελληνική.

Με το που περνάς το οδόφραγμα, σημαίες, μνημεία, στρατώνες, τζαμιά, άνθρωποι, ηχολαλιές και κυρίως εκείνο το τεράστιο τέμενος λίγα χιλιόμετρα μόνο από εδώ, εύκολα μπορούν να ξεγελάσουν κάποιον για το που βρίσκεται. Άμα τα αφήσεις όλα πίσω και απομονώσεις την αγριάδα του βουνού και την ομορφιά του κάμπου που απλώνεται κάτω ανθισμένος, η Κύπρος γίνεται ξανά ελληνική, ένα με το υπόλοιπο κομμάτι. Τα σημάδια ωστόσο αραιώνουν, χρόνο με τον χρόνο σβήνουν. Κοιτάς από ψηλά (30 ορόφους λέει το κινητό πως ανέβηκες για να φτάσεις στο κάστρο του Βουφαβέντο) και βλέπεις ένα άλλο κάμπο που ενώνεται με την θάλασσα. Ο κάμπος έχει γεμίσει όμως με κτίσματα και τεράστια ξενοδοχεία προς την θάλασσα (σε αυτό μοιάζουμε πολύ, το ίδιο μοντέλο ανάπτυξης εφαρμόζουμε). Διασχίζεις από χωριά που ήξερες. Τα είχες φυλάξει στο μυαλό ως παιδικές μνήμες, δεν βρίσκεις όμως κανένα γνώριμο σημάδι. Κάτι λιγοστά σπίτια μπορούν μετά δυσκολίας να μαρτυρήσουν πως ήταν εκεί πριν τους εισβολείς. Κι οι πρόποδες του βουνού είναι μια τεράστια πληγή. Η λατόμευση δεν έχει κανένα όριο και σίγουρα καμμιά επιστροφή στην πρότερα κατάσταση. Όπως μάλλον και όλα τα υπόλοιπα.

Οι εκκλησιές, από τα λίγα σημάδια που απομένουν, μοιάζουν κουφάρια. Χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, πατώματα, τοιχογραφίες, εικόνες, χωρίς τίποτα. Μέσα σε αυτά τα κουφάρια νοιώθεις μια περίεργη μυσταγωγία, την οποία δεν μπορείς να νιώσεις κάτω από τους λαμπερούς πολυελαίους, αλλά παράλληλα κι ένα αίσθημα που μπορείς να το πεις και ήττα, επίγνωση της ήττας. Κι αυτό είναι κάτι που, ίσως, δεν θα νοιώσεις αν δεν βρεθείς εκεί. Διατηρώντας έτσι την ελπίδα, που κάποιοι μπορεί να την πουν και ψευδαίσθηση, πως όλα θα γίνουν όπως πριν.