Ύστερα από οκτώ χρόνια συζητήσεων, αναβολών και έντονων διαφωνιών το απόγευμα της Τετάρτης το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου.

Η νέα συμφωνία έρχεται σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία για την Ευρωπαϊκή Ένωση που καλείται να διαχειριστεί μεγάλες, μεταναστευτικές ροές, την ίδια ώρα που καταγράφεται αύξηση των αντιμεταναστευτικών και ακροδεξιών κομμάτων.

Οι Βρυξέλλες θεωρούν πως με το Σύμφωνο θα διασφαλιστεί καλύτερη προστασία των εξωτερικών συνόρων, να προστατευτούν οι πρόσφυγες και οι ευάλωτες μετανάστες και πως με την υποχρεωτική αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών ότι θα υπάρξει δικαιότερη κατανομή των μεταναστευτικών βαρών. Παράλληλα, ελπίζουν πως θα αποτελέσει αντίδοτο στην άνοδο της ακροδεξιάς, που καταγράφεται σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο.

Αφού εγκριθεί από τα κράτη μέλη, το νέο Σύμφωνο θα τεθεί σε εφαρμογή, κάτι που αναμένεται να γίνει εντός της χρονιάς. To ερώτημα είναι αν με το νέο Σύμφωνο θα δοθούν, επιτέλους λύσεις στο οξύ αυτό ζήτημα. Είναι πολύ πιθανόν πως όχι, καθώς το μεταναστευτικό είναι ένα πολύπλευρο πρόβλημα στο οποίο ελάχιστη συναίνεση υπάρχει. Από τα ανοικτά σύνορα που θέλουν κάποιοι και την ελεύθερη μετανάστευση μέχρι την πλήρη απαγόρευση που οραματίζονται κάποιοι άλλοι χωρούν κάθε λογής άλλες θεωρήσεις. Άρα, αν δεν υπάρχει συμφωνία καν στα βασικά, πως θα υπάρξουν συναινέσεις;

Και αυτό ήταν κάτι που φάνηκε αμέσως. Προτού καλά καλά τελειώσουν τα χειροκροτήματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την ψήφιση της συμφωνίας, είχαν ήδη εκφραστεί αντιρρήσεις. Η μεγαλύτερη αδυναμία της μεταρρύθμισης είναι που δεν διασφαλίζει υποχρεωτική τη μετεγκατάσταση, αλλά δίνει την επιλογή στα κράτη μέλη αντί να δεχτούν αιτητές ασύλου και πρόσφυγες, να συνεισφέρουν με οικονομικό τρόπο ή άλλα μέτρα αλληλεγγύης, όπως για παράδειγμα αποστολή προσωπικού ή υλικοτεχνική βοήθεια.

Χαρακτηριστικός ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ που έσπευσε να δηλώσει πως δεν θα συμφωνήσει για τον μηχανισμό μετεγκατάστασης, υπονοώντας πως η χώρα του προτιμά να καταβάλλει χρήματα παρά να δεχτεί μετανάστες. Το ίδιο θα κάνουν και πολλές άλλες χώρες. Αν χρειάζονται εργατικά χέρια, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, θα δεχτούν αυτούς που τους χρειάζονται. Διαφορετικά, θα αρνηθούν και θα ανοίξουν το πορτοφόλι τους και θα συνεισφέρουν οικονομικά.

Με λίγα λόγια, όπως λέει και μια παροιμία θα διαλέξουν να αγοράσουν τον μπελά τους. Ακόμη και αν πρόκειται να καταβάλλουν ένα ποσό της τάξης των 20,000 ευρώ ανά άτομο που θα αρνούνται να δεχτούν, θα το κάνουν προκειμένου να κρατήσουν κλειστά τα σύνορά τους. Η εποχή, αν υπήρξε ποτέ τέτοια που οι ξένοι ήταν καλοδεχούμενοι, έχει περάσει ανεπιστρεπτί.