Ο Τζο Μπάιντεν είχε από καιρό αρχίσει να προκαλεί ερωτηματικά για την κατάσταση της υγείας του και κατά πόσο όχι μόνο ήταν σε θέση να διεκδικήσει τις εκλογές αλλά και να έχει μια ακόμα θητεία.
Μετά το ντιμπέιτ με τον Ντόναλντ Τραμπ κανείς δεν πιστεύει πλέον ότι ο γηραιός Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σε θέση να ανταπεξέλθει τις απαιτήσεις ενός προεκλογικού, και σίγουρα κανένας δεν τον θεωρεί ότι θα μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του για μια ακόμα τετραετία.
Υπάρχουν, όμως και κάποιοι που επιμένουν ότι μπορεί. Προσπαθούν να πείσουν πως δεν είναι αυτό που βλέπει ολόκληρη η υφήλιος. Ότι δηλαδή ξεκινά να πάει κάπου μόνος του και τρέχουν να τον μαζέψουν ή ξεκινά να πει μια πρόταση και ξεχνά να τι έλεγε!
Αυτοί που επιμένουν, όπως συμβαίνει πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι εκείνοι που έχουν να επωφεληθούν από μια παραμονή του Μπάιντεν είτε στην κούρσα των εκλογών είτε στην Προεδρία (σε περίπτωση εκλογικής του επιτυχίας). Κι αυτοί είναι πάντα οι ίδιοι (είτε μιλάμε τις για ΗΠΑ, την Κύπρο ή οπουδήποτε αλλού) και είναι ένας στενός κύκλος συνεργατών και η οικογένεια (η οποία βεβαίως βλέπει το όλο ζήτημα και ηθικά).
Η περίπτωση Μπάιντεν ήρθε να μας θυμίσει μια ανάλογη κατάσταση που βίωσε η Κύπρος πριν από δύο δεκαετίες περίπου. Όταν και σ’ εκείνη την περίπτωση οι ενέργειες του πολιτικού περίγυρου είχαν αρνητική επίδραση. Αναφερόμαστε στην περίπτωση Γλαύκου Κληρίδη και την απόφασή του να διεκδικήσει τις προεδρικές του 2003.
Ενώ όλα έδειχναν, αφού κατάφερε να κλειδώσει την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι με το τέλος της θητείας του θα έφευγε με μια σημαντική επιτυχία. Ενώ όλα έδειχναν πως ο ίδιος δεν είχε πρόθεση να είναι υποψήφιος, τελικά η δράση του πολιτικού περίγυρου (επικαλούμενος τις εξελίξεις στο Κυπριακό) τον έπεισε στο να είναι υποψήφιος. Βεβαίως δεν ήταν μόνο οι εξελίξεις στο Κυπριακό, ήταν και το ότι κάποιοι δεν ήθελαν να απομακρυνθούν από την εξουσία αλλά και ότι δεν ήθελαν να πιστέψουν το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα τον επερχόμενων εκλογών. Εν τέλει ο Γλαύκος Κληρίδης οδηγήθηκε στην κάλπη και έφυγε από την προεδρία ηττημένος.
Αν αυτό συνέβαινε μόνο με γηραιούς πολιτικούς θα λέγαμε ότι οφείλεται εν πολλοίς στο γεροντικό τους γινάτι. Όμως η τάση του αμετακίνητου καταγράφεται και στις νεότερες γενιές πολιτικών που επίσης δεν δύνανται να αντιληφθούν πως κάποια στιγμή θα πρέπει να αποχωρήσουν. Σα κοινοβουλευτικά συστήματα, είναι πιο εύκολο να καταγραφεί η ήττα σε εκλογικές αναμετρήσεις και να οδηγηθεί ένας αρχηγός κόμματος στην πόρτα εξόδου εάν ηττηθεί και χάσει την εξουσία.
Στα προεδρικά συστήματα, όπως το δικό μας, εκλογικές αναμετρήσεις που δεν έχουν άμεση σχέση με την εξουσία, δεν αναγκάζουν εύκολα τους πολιτικούς αρχηγούς να σηκωθούν και να φύγουν ακόμα και μετά από ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να παραξενεύει τον οποιονδήποτε όταν μετά τις τελευταίες εκλογές κανένας εκ των ηττημένων δεν ανέλαβε ευθύνη και δεν αποχώρησε.
Εντέχνως επιχειρήθηκε να κερδίσουν χρόνο απλώς και μόνο για να μην παραδεχθούν ότι έχουν ηττηθεί. Ο ένας υποστήριξε ότι η αποτυχία ήταν συλλογική όχι προσωπική και θα πρέπει να παραιτηθεί το σύνολο της ηγεσίας. Τους είπε, εν ολίγοις, να πέσουν όλοι μαζί. Και βεβαίως γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αυτό δεν θα γινόταν αποδεκτό, και έτσι την γλύτωσε.
Ο άλλος, πιο έξυπνος θέλοντας να αφοπλίσει όσους φωνάζουν για ευθύνες, έσπευσε να προαγγείλει αποχώρηση του μετά τις βουλευτικές του 2026. Και έτσι, αφού θα φύγει που θα φύγει, γιατί να αναγκαστεί να το πράξει από τώρα. Άρα κερδίζει χρόνο ο ίδιος αλλά δεν ξέρουμε εάν το κόμμα του θα κερδίσει κάτι περισσότερο στο μεσοδιάστημα. Αλλά και να μην κερδίσει ο ίδιος ούτως ή άλλως θα αποχωρήσει μετά τις βουλευτικές.
Δεν είναι λοιπόν μόνο ο Τζο Μπάιντεν που νοιώθει αμετακίνητος από τη θέση του είναι και πολλοί άλλοι. Η κάθε περίπτωση μπορεί να είναι ξεχωριστή. Μπορεί να αφορά την διακυβέρνηση μιας χώρας ή την ηγεσία ενός κόμματος. Σε κάθε περίπτωση το ζητούμενο μπορεί να είναι το ίδιο. Να αποφασίσει ένας πολιτικός πως έκλεισε ένα κύκλος και ήρθε η ώρα να αποχωρήσει παραδίδοντας την σκυτάλη. Είναι σημαντικό να ξέρει ένας πολιτικός το πότε θα πρέπει να αποχωρήσει. Φαίνεται όμως πως οι πλείστοι προτιμούν να φύγουν ηττημένοι παρά να κάνουν από μόνοι τους το σημαντικό βήμα προς την έξοδο.