Ο άδηλος πόλεμος μεταξύ καθηγητών, γονιών και μαθητών.

Πριν από δυο εβδομάδες περίπου, υπήρξε ένα περιστατικό σε Γυμνάσιο της Λευκωσίας από αυτά που δεν θα έπρεπε καν να συμβούν, πολύ περισσότερο να φτάσουν στην Αστυνομία, στο υπουργείο και στον Τύπο: Ένα παιδί με ΔΕΠΥ (Σύνδρομο Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας) έγραφε στο τετράδιό του –όπως το είχε συμβουλέψει ειδικός ψυχολόγος που το παρακολουθεί– αυτά που το ενοχλούν και το αναστατώνουν. Η καθηγήτρια του το πήρε και το έδωσε στη διευθύντρια, ο πατέρας το έμαθε, απαίτησε να του επιστραφεί και αρνήθηκαν. Απείλησε ότι θα πάει στην Αστυνομία και του είπαν να πάει όπου θέλει – και πήγε, όπως και στο υπουργείο και στον «Φ». Ήταν ένα περιστατικό που, όπως πολλά σαν αυτό, θα μπορούσε να λυθεί εντός του σχολείου με στοιχειώδη καλή θέληση και ευαισθησία, ακόμα και μετά την παρεξήγηση. Αντί αυτού, χαμός: Ο Σύνδεσμος Διευθυντών εξέδωσε ανακοίνωση που κακίζει το υπουργείο, επειδή δίνει σημασία στους γονείς που υποβάλλουν καταγγελίες, και «χειρίζεται τους διευθυντές των σχολείων ως τον “τελευταίο τροχό της αμάξης”, αφού φαίνεται να δίνει πολύ περισσότερη σημασία και βαρύτητα στις επιθυμίες, τις δηλώσεις και τις απόψεις του οποιουδήποτε γονέα». Ουάου!

Στη συνέχεια, η πρόεδρος του Συνδέσμου κ. Έλενα Χατζηγέρου δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Προστατέψετε τα παιδιά από τους γονείς των μικροφώνων και των μεγάλων δηλώσεων» (ξανά ουάου!), γράφοντας ότι θεωρεί «αναγκαίο να προστατευτούν επιτέλους οι ανήλικοι από τη διαχείριση των “υπεύθυνων” ενηλίκων, οι οποίοι κάνουν πλιάτσικο εις βάρος τους». Η υπεύθυνη ενήλικας (χωρίς εισαγωγικά), έμπειρη εκπαιδευτικός, διευθύντρια και συνδικαλίστρια, θεωρεί ότι οι γονείς συλλήβδην είναι εχθροί των παιδιών τους, κυρίως όμως είναι εχθροί των καθηγητών και των διευθυντών των σχολείων, επειδή οι προβληματικές σχέσεις μέσα στην οικογένεια «φορτώνουν» τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς με ένα βάρος που δεν μπορούν να σηκώσουν: «Το παιδί αγωνιά να βρει στον εκπαιδευτικό, τον “άλλο γονέα” που θα αποκαταστήσει την αίσθηση του αγαπιέμαι, έχω αξία και είμαι ασφαλής. Κάποτε αυτό είναι εφικτό στο σχολείο και κάποτε όχι, διότι η ζημιά έχει ήδη γίνει», γράφει. Άμα μας κάτσει, δηλαδή, καλώς…

Αναρωτιέμαι μήπως οι εκπαιδευτικοί βλέπουν και τα παιδιά σαν εχθρούς τους, όπως τους γονείς – το υπουργείο Παιδείας σίγουρα, το λένε απερίφραστα, τους δημοσιογράφους επίσης. Οχυρωμένοι πίσω από τους κανονισμούς, αποδεικνύονται ανήμποροι να δείξουν καλή θέληση, να είναι κάπως πιο ευέλικτοι απέναντι στα παιδιά, ιδίως σε αυτά με ιδιαιτερότητες, να φερθούν συμπονετικά και προστατευτικά – δεν χρειάζεται δα και τόσο εξειδικευμένες γνώσεις, απλώς λίγη ενσυναίσθηση. Αντί αυτού, εκπέμπουν μια ενοχλητική αλαζονεία και επιθετικότητα, αυτή της εξουσίας και της αδιαμφισβήτητης αυθεντίας. Ενδέχεται κάποιος να είναι κακός γονιός, να υπάρχουν προβλήματα στο σπίτι που μεταφέρονται στο σχολείο – σύμφωνοι. Και ποιος είναι ο τρόπος να χειριστούν έναν τέτοιο γονιό; Ένα τέτοιο παιδί, το οποίο «έγινε απλά υποκείμενο και αντικείμενο στη δημόσια ή ιδιωτική σφαίρα κάλυψης ανεπαρκειών και εγωπάθειας των σημαντικών ενηλίκων. Ενώ η συζήτηση θα έπρεπε να ήταν για το πώς η Πολιτεία πραγματικά στηρίζει τον μαθητή και πώς αυτός ενδυναμώνεται από γονείς και εκπαιδευτικούς για να διαχειρίζεται τις απαιτήσεις του σχολείου και της κοινωνίας, χάσαμε την ουσία στα φύλλα ενός τετραδίου». Πολύ σωστά κ. Χατζηγέρου. Όμως σε όλα αυτά η δική σας ευθύνη, των καθηγητών και των διευθυντών, ποια είναι;

Έχουμε συχνά δυσάρεστα περιστατικά στα σχολεία, υπάρχουν όντως κακοί γονείς που δημιουργούν προβλήματα, αλλά και κακοί εκπαιδευτικοί που καλύτερα θα ήταν να κάνουν άλλη δουλειά, όσο καλοί γνώστες κι αν είναι του αντικειμένου που διδάσκουν. Όσον αφορά, όμως, τη διεύθυνση μιας σχολικής μονάδας –όπως και τη διεύθυνση μιας κλινικής ή μιας δημόσιας υπηρεσίας– πιστεύω ότι οι θέσεις θα πρέπει να προκηρύσσονται, με ειδικά διοικητικά προσόντα ως προαπαιτούμενο. Όχι όπως γίνεται τώρα, όπου ένας εκπαιδευτικός οποιουδήποτε κλάδου μπορεί, μετά από κάποια χρόνια υπηρεσίας, να προαχθεί και να διευθύνει ολόκληρο σχολείο, με μύρια όσα θέματα τα οποία, πιθανότατα, δεν περιλαμβάνονται στις γνώσεις και στις ικανότητές του. Μια απλή συνέντευξη δεν είναι αρκετή για να πιστοποιήσει την καταλληλότητά του, η οποία είναι απλώς ζήτημα τύχης.

Εν ολίγοις, οι εκπαιδευτικοί έχουν δίκιο να κακίζουν την Πολιτεία, αλλά για διαφορετικό λόγο: Ότι δεν έχει θεσμοθετήσει τη διοίκηση των σχολείων βάσει μετρήσιμων στοιχείων και προσόντων των ανθρώπων στους οποίους αναθέτει αυτό το έργο. Δεν έχει σημασία πόσο καλή φιλόλογος, πόσο καλός μαθηματικός ή πόσο καλή βιολόγος είναι μια καθηγήτρια ή ένας καθηγητής, η διεύθυνση μιας σχολικής μονάδας δεν είναι πρόβλημα χημείας – ή μάλλον, είναι και πρόβλημα χημείας – μεταξύ ανθρώπων.

chrarv@philelefheros.com      

MINORITY REPORT, 27.10.2024