Είναι μια ενδιαφέρουσα συγκυρία το ότι η επέτειος των 80 χρόνων από την Ημέρα της Νίκης συνέπεσε στην Κύπρο με την πρώτη παρουσία της Μάγδας Φύσσα.

Το νησί, αποικία του βρετανικού στέμματος τότε, ήταν από τις ελάχιστες γωνιές του πλανήτη που δεν έζησε τόσο άμεσα την καταστροφή και τη φρίκη του πολέμου. Τυχερό στην ατυχία του, άτυχο μέσα στην τύχη του.

Γιατί μπορεί να γλίτωσε από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς και τη σιδηρά κατοχή, αλλά δεν γλίτωσε από το δηλητήριο του εθνικισμού που καλλιεργήθηκε μεθοδικά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, ούτε τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές. Και το πλήρωσε με αίμα, διαίρεση, προσφυγιά, κατοχή και την τραγωδία που συνεχίζεται. Ο φασισμός και ο μιλιταρισμός δεν την προσπέρασε– απλώς καθυστέρησε λίγο.

Στο πλαίσιο αυτό, αποκτά ξεχωριστή σημασία η πρώτη επίσκεψη της Μάγδας Φύσσα εδώ. Όχι ως φορέας ονόματος. Αλλά για τη μνήμη και την πράξη που φέρει μαζί της. Η Μάγδα, που ήρθε μαζί με τον σύζυγό της Παναγιώτη, τον στενό φίλο του Παύλου Φύσσα, Θανάση Περράκη και τη συγκλονιστική ηθοποιό Δώρα Χρυσικού, δεν κουβαλά και δεν συμβολίζει απλώς μια τραγωδία, αλλά μια συλλογική ευθύνη.

Αφορά τη μνήμη ενός ανθρώπου που δολοφονήθηκε από το κοφτερό μαχαίρι του φασισμού, αλλά και τη δύναμη αντίστασης μιας μητέρας, που βρήκε το σθένος να σταθεί όρθια και να απαιτήσει δικαιοσύνη, παρασύροντας μαζί της μια ολόκληρη κοινωνία. Μια γυναίκα που δεν ζήτησε να γίνει σύμβολο. Που δεν είχε καμία φιλοδοξία να σταθεί πίσω από μικρόφωνα ή να σπεύδει σε δικαστικές αίθουσες. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει το παιδί της σπίτι. Κι όμως, η ιστορία, που μερικές φορές μάς διαλέγει, την όρισε στην εμπροσθοφύλακη.

Δεν ήρθε εδώ ως πολιτικός. Δεν ήρθε να καπηλευτεί, ούτε να διδάξει. Ήρθε με τον ίδιο τρόπο που στέκεται τόσα χρόνια: ανθρώπινα, ακούραστα, άοπλα, αποφασιστικά, μ’ ένα βλέμμα που καίει. Και σ’ αυτή την Κύπρο των πληγών και των λησμονημένων συνειδήσεων, υπενθύμισε κάτι που έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε: ότι ο φασισμός δεν είναι μόνο ιδεολογία. Είναι πρακτική. Μια μεθοδολογία και μια μηχανή εξόντωσης, φίμωσης, διαστρέβλωσης.

Το ότι κάποιοι θα πρόφταναν να συνδέσουν την παρουσία των γονέων του Παύλου Φύσσα με προεκλογικές σκοπιμότητες ήταν κάτι σχεδόν νομοτελειακό. Ναι, το ΑΚΕΛ πήρε την πρωτοβουλία να διοργανώσει τη σειρά παραστάσεων με τη συγκλονιστική παραγωγή- γροθιά «18/9» και φρόντισε να περιηγήσει σε ανάλογα σημεία μνήμης στην Κύπρο τους ανθρώπους αυτούς που βίωσαν στο πετσί τους τι συμβαίνει όταν αφήνεις κάθε λογής «Sturmabteilung» να αλωνίζουν. Γιατί αυτό να είναι επιλήψημο;

Η ουσία είναι αλλού. Μια γυναίκα που απέδειξε ότι δεν επιζητεί παλαμάκια, αλλά δίκιο και επαγρύπνηση ήρθε για να συναντήσει τα «αδέρφια του Παύλου» και να φωτίσει– μέσα από το σκοτάδι της απώλειας– τον δρόμο που δεν πρέπει να ξαναδιαβούμε.

Η Κύπρος παραμένει για τους Ελλαδίτες ένας τόπος μυστηριώδης, σχεδόν άγνωστος. Μέχρι να διαπιστώσεις με τα μάτια σου πώς είναι μια πατρίδα που πλήρωσε λάθη δικά της, λάθη δικά σου, αλλά κυρίως τις βλέψεις αετονύχηδων ισχυρών. Δεν έχει την πολυτέλεια να εφησυχάζει. Ο φασισμός εδώ δεν ήρθε από το πουθενά. Είχε ονοματεπώνυμο και βούτηξε το νησί στο αίμα χωρίς να συναντήσει τη Νέμεση.

Σήμερα, οι κραυγές μπορεί να έγιναν ψίθυροι, αλλά το δηλητήριο βρίσκει διόδους. Τα μάτια παραμένουν πρόθυμα να λοξοκοιτάξουν προς την πατριδοκαπηλία, τον ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία. Ο φασισμός έμαθε πια να καβαλάει το κύμα και να μοστράρει την προβιά της κανονικοποίησης. Κρύβεται στην καθημερινή βία, στην ανοχή στον ρατσισμό, στο ρετουσάρισμα της απανθρωπιάς και της παλιανθρωπιάς, στην καλλιέργεια του μισητικού λόγου ακόμη και στα σχολεία. Στην ευκολία με την οποία ξεχνάς πώς χτίστηκαν οι ελευθερίες σου.

Η επίσκεψη ήταν κάτι περισσότερο από συμβολική. Ήταν επιτακτική. Η Μάγδα δεν ήρθε για να τιμηθεί, αλλά για να ξαναθυμήσει. Ότι αυτό που σκότωσε τον γιο της δεν έχει ηττηθεί. Κι ότι, αν δεν κάνουμε κάτι, θα ξανάρθει. Ίσως όχι με μαχαίρι, αλλά με κοστούμια, με νομοσχέδια, με διατάγματα, με φίμωση της τέχνης, με διώξεις εναντίον «διαφορετικών».

Το «18/9» δεν είναι απλώς ένας μονόλογος· είναι μια σχεδόν ψιθυριστή κραυγή. Η παράσταση δεν αναζητά ήρωες, ούτε μεγαλόστομες αφηγήσεις. Βυθίζεται αντιθέτως στην αγωνία του καθημερινού ανθρώπου που βρέθηκε ξαφνικά ενώπιον της ιστορίας, με ό,τι αυτό σημαίνει: ευθύνη, τρόμο, μοναξιά.

Η Δώρα Χρυσικού γίνεται φορέας όλων εκείνων που βρήκαν τον δρόμο προς την ευθύνη. Η αλήθεια της ερμηνείας της δεν στηρίζεται στη θεατρικότητα, αλλά στην αφόρητη ειλικρίνεια. Μάς κοιτά στα μάτια και μας ψιθυρίζει: αν νομίζεις πως μένοντας σιωπηλός θα σωθείς, κάνεις λάθος· η φρίκη είναι ήδη στη διπλανή πόρτα. Η σκηνική οικονομία της παράστασης του Κοραή Δαμάτη εντείνει την αγωνία, φέρνει την ηθοποιό ακόμα πιο κοντά μας και καθιστά κάθε σιωπή, κάθε ανάσα, κάθε παύση εξίσου ηχηρή με τις λέξεις.

Όσο αφόρητο κι αν είναι να στηρίζει αυτή την παράσταση, η οικογένεια Φύσσα είναι εκεί. Η Μάγδα θυμίζει ότι η αλήθεια δεν είναι αφηρημένη έννοια. Έχει σώμα, φωνή, βλέμμα. Και στέκεται όρθια απέναντι στον φασισμό, χωρίς πανοπλίες, χωρίς ολολυγμούς, μόνο με το ατσάλι της αξιοπρέπειας. Είναι η «μάνα της νίκης», όχι γιατί κέρδισε κάτι, αλλά γιατί δεν λύγισε.

Ελεύθερα, 11.5.2025