Μια σχολική τάξη με τριάντα μαυρομάτικα κορίτσια και ανάμεσα τους, ένα μόνο με πράσινα, με τα μαλλιά της συνήθως μαζεμένα πίσω σε μια χαμηλή ουρά. Άνθρωπος χαμηλών τόνων η Πάολα δεν έπαιρνε απάνω της για την ομορφιά της, ούτε για το κοινωνικό της status. Τη μακρινή δεκαετία του ’70 με την αστικοποίηση και την ενδυνάμωση της μεσαίας τάξης, οι άνθρωποι στις πόλεις ζούσαν σε σπίτια, κτισμένα άλλα σε σωστό οικόπεδο κι άλλα σε μισό, συνήθως με δύο, άντε το πολύ τρία υπνοδωμάτια. Ένα σαλόνι που άνοιγε τις γιορτές, τον ηλιακό και τη βεράντα για το καλοκαίρι, την τζαμαρία για τον χειμώνα.
Σπίτια κτισμένα από απλούς μαστόρους ή τους πρώτους πτυχιούχους αρχιτέκτονες του νησιού που λάμβαναν πρωτίστως υπόψιν τους τον προσανατολισμό του οικοπέδου και κατά συνέπεια του σπιτιού που θα κτιζόταν, ανάλογα με το πού έπεφτε η ανατολή και η δύση, εκμεταλλευόμενοι κάθε πηγή ηλιακής ενέργειας, δροσερά το καλοκαίρι και ζεστά τον χειμώνα. Ελάχιστα ήταν τα αρχοντικά, με τα πολλά σαλόνια, τη βοηθητική κουζίνα και τα πολλά υπνοδωμάτια, πολλά από τα οποία έδωσαν τη θέση τους σε άχαρες πολυκατοικίες που με την τουρκική εισβολή και την προσφυγιά άρχισαν να ανεγείρονται άναρχα για να στεγάσουν τον μισό πληθυσμό του νησιού που είχε εκτοπιστεί.
Η πόλη της Λεμεσού που μέχρι τότε περηφανευόταν για το «Εφτάπατό» της, το μόνο ψηλό κτίριο, γέμισε ξαφνικά με γερανούς και πολυκατοικίες. Σε μια τέτοια παραλιακή πολυκατοικία έμενε η νέα φίλη και συμμαθήτρια. Νιώθαμε σπουδαίες όποτε την επισκεπτόμασταν, εμείς που ζούσαμε σε παλιές παραδοσιακές κατοικίες, αφού για ν’ ανέβουμε εκεί ψηλά στον 5ο όροφο παίρναμε το ασανσέρ. Ο αρχιτέκτονας πατέρας της αλλά και η μητέρα της εργάζονταν τα δειλινά και ήμασταν μόνες στο σπίτι με τον Μιχάλη το μικρότερο αδελφό της. Αυτή μας περιποιείτο και μας φρόντιζε, έχοντας αναπτύξει από νωρίς το μητρικό ένστικτο.
Γι’ αυτό και δεν παραξενευτήκαμε όταν στα εικοσιένα της μόνο χρόνια, όταν εμείς σπουδάζαμε και δεν ξέραμε πού μας παν τα τέσσερα, αυτή έγινε μητέρα και αφοσιώθηκε στην οικογένειά της. Έγινε μάλιστα μια σπουδαία μαγείρισσα φτιάχνοντας ωραία γλυκά και φαγητά, καταρρίπτοντας την προεκπληρούμενη προφητεία της καθηγήτριας των οικοκυρικών που έκανε καψόνι σε κάποια κορίτσια από την τάξη χαρακτηρίζοντάς τα με επίθετα όπως «άχρηστες» και «ανάξιες».
Όσες έβαζε στο μάτι κάθε χρονιά, περνούσαν τα πάνδεινα με τις φωνές, τις προσβολές και τη φασιστική συμπεριφορά της. Μας κλείδωνε μάλιστα στην αίθουσα όταν κτυπούσε το τελικό κουδούνι για να σχολάσουμε, ενώ δεν μας άφηνε να φύγουμε αν δεν τρώγαμε πρώτα τα φαγητά που είχαμε φτιάξει, με τις οδηγίες της ίδιας. Μόνο που αυτά στην κυριολεξία δεν τρώγονταν. Πώς να φας άλλωστε ομελέτα φτιαγμένη από αυγά και γάλα σκόνη ή κέικ με ταγγισμένο λάδι και αλεύρι στο οποίο πριν ψηθεί περπατούσαν μέσα μαμούνια;
Οι μαθήτριες αναγκαζόμασταν να πολτοποιούμε στον νεροχύτη ή να πετούμε έξω απ’ το παράθυρο στην αυλή τα φαγητά αν καταφέρναμε να ξεφύγουμε κάποια στιγμή της προσοχής της καθηγήτριας Κέρβερου. Με μένος έκανε και εξονυχιστικές ανασκαφές στους κάδους απορριμμάτων μήπως και βρει κάποια από «τα απομεινάρια μιας μέρας».
Ίσως ο λόγος που δεν άφηνε τουλάχιστον να τα πάρουμε μαζί μας στο σπίτι ήταν γιατί θα ρεζιλευόταν η ίδια απέναντι στους γονείς που θα γελούσαν με τις συνταγές της; Εκείνα τα χρόνια οι μαμάδες μαγείρευαν υπέροχα, δεν υπήρχαν ευτυχώς οι master-chefs και οι πειραγμένες συνταγές μαγειρικής τους που αλλοίωσαν την κυπριακή κουζίνα. Εξάλλου, ουδέποτε επενέβαιναν στο έργο ενός εκπαιδευτικού, είχαν και πιο σοβαρά ζητήματα καθημερινού αγώνα επιβίωσης, οπότε ήταν μια πολυτέλεια να χάσουν τον χρόνο τους για την καταγγείλουν στον διευθυντή. Εν αντιθέσει με σήμερα που φτάσαμε στο άλλο άκρο αφού οι γονείς και οι σύνδεσμοι γονέων είναι τόσο παρεμβατικοί που μόνο τηνσχολική ύλη έμεινε να επιλέγουν.
Το κορίτσι με τα πράσινα μάτια ενώ εμείς κτυπιόμασταν στα πανεπιστήμια και σε εξετάσεις μεγάλωνε και χαιρόταν τα παιδιά της όπως και τον πατέρα που περνούσε καθημερινά να δει τη μοναχοκόρη του και να της παραγγείλει να του φτιάξει τα αγαπημένα του ρεβίθια ή ό, τι άλλο επιθυμούσε. Ήταν και είναι χαρά της να περιποιείται τα αγαπημένα της πρόσωπα, την υπερήλικη θεία Νίκη, τη μητέρα και τα εγγόνια της.
Η αγάπη δίνει ενέργεια και απίστευτα αποθέματα αντοχής, ώστε η Πάολα ανάμεσα σε παιδιά και εγγόνια, ακούραστη, βρίσκει χρόνο και για τις παλιές της συμμαθήτριες, με τις οποίες είχαμε μοιραστεί στα εφηβικά μας χρόνια τα πρώτα χτυποκάρδια και τον ίδιο τρόμο την ώρα του μαθήματος των οικοκυρικών. Ακμαία πάντα, γελαστή και ευχάριστη καταφθάνει αργοπορημένη στις συναντήσεις μας, φεύγοντας τελευταία ενώ εμείς δεν χορταίνουμε να την ακούμε και να βλέπουμε τα πράσινά της μάτια.