Ζούμε σε μια εποχή διαρκούς αμφισβήτησης. Άνθρωποι και θεσμοί στήνονται καθημερινά στον τοίχο με χαρακτηριστική ευκολία και δέχονται χλεύη χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό. Στην εποχή της παντοκρατορίας των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, κυριαρχεί η τυραννία των εντυπώσεων, με την ατομική φωνή να πνίγεται συχνά στον θόρυβο του ψηφιακού όχλου. Σε έναν χώρο χωρίς πρόσωπο και ευθύνη, η ανωνυμία επιτρέπει την ευκολία της αποδόμησης χωρίς τεκμηρίωση και χωρίς όρια.

Η έντονη δημόσια συζήτηση που ξέσπασε από προχθές με αφορμή τις επισημάνσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για τη Βουλή, επικεντρώθηκε στο ταξίδι της Προέδρου της Βουλής στο Λονδίνο και στην αγορά επίπλων για το κυλικείο του Κοινοβουλίου. Πρόκειται, πράγματι, για ζητήματα που επιδέχονται ελέγχου. Η Ελεγκτική Υπηρεσία έχει χρέος να επιτελεί τον θεσμικό της ρόλο. Ωστόσο, απαιτείται και η ανάλογη σοβαρότητα στην αποτίμηση, για να μην καταλήγουμε σε υπερβολές που αλλοιώνουν την πραγματική διάσταση των πραγμάτων.

Η δημιουργία εντυπώσεων, ή ακόμα χειρότερα η εργαλειοποίησή τους, καταλήγει να τροφοδοτεί μια φαντασιακή πραγματικότητα, όπου κυριαρχούν θεάματα λαϊκισμού στις αρένες των κοινωνικών δικτύων. Εκεί όπου λίγοι, επώνυμοι ή ανώνυμοι, επιστρέφουν ξανά και ξανά στους ρόλους των ηθικών δικαστών, χωρίς επίγνωση του δημοκρατικού διακυβεύματος. Το αποτέλεσμα είναι ένας επικοινωνιακός οδοστρωτήρας που ισοπεδώνει όχι μόνο πρόσωπα αλλά και τον ίδιο τον θεσμό της Δημοκρατίας.

Η Αννίτα Δημητρίου είναι μια πολιτικός που, εύλογα, υπόκειται σε κριτική για θέσεις, αποφάσεις και πολιτικές επιλογές. Από τις κομματικές της τοποθετήσεις έως τις δημόσιες παρεμβάσεις και τους συμβούλους της, υπάρχει άφθονο υλικό για καλοπροαίρετη ή κακόβουλη αποτίμηση. Ωστόσο, η στοχοποίηση και η ενασχόληση με το ξενοδοχείο διαμονής της στη βρετανική πρωτεύουσα και την συνοδεία της Βουλής υπερβαίνουν τα όρια της κριτικής και αγγίζουν την αδικία — τόσο προς το πρόσωπό της όσο και προς τις υπηρεσίες της Βουλής που έχουν τη διαχείριση των αποστολών.

Υπάρχουν κανόνες που διέπουν τέτοιες αποστολές, συχνά καθορισμένοι από το πρωτόκολλο της χώρας υποδοχής, για λόγους ασφαλείας αλλά και πρακτικότητας. Εάν υπήρχε ή όχι φθηνότερη επιλογή στη συγκεκριμένη περιοχή, δεν είναι απολύτως σαφές. Η εμμονή, ωστόσο, στη λεπτομέρεια του ξενοδοχείου δημιουργεί μια υπερβολική και άνευ ουσίας συζήτηση. Είναι, άραγε, αθέμιτο να συμμετέχουν στα ταξίδια πολιτειακοί αξιωματούχοι; Και πού πρέπει να διαμένουν; Ή μήπως το «αμάρτημα» συνίσταται στο γεγονός ότι διανυκτέρευσαν στο ίδιο ξενοδοχείο δημοσιογράφος και κινηματογραφιστής του ΡΙΚ;

Εντύπωση προκαλεί η ειδική αναφορά μόνο στο ταξίδι στο Λονδίνο. Γιατί όχι σε άλλες αποστολές, όπως αυτή στην Κίνα όπου συμμετείχαν και κομματικοί αρχηγοί, ή στην Αίγυπτο; Το επιλεκτικό ενδιαφέρον εγείρει εύλογα ερωτήματα.

Όσο για το θέμα της αγοράς επίπλων για το κυλικείο της Βουλής, αναρωτιόμαστε: γιατί δεν μας ενοχλεί διαχρονικά η ανυπαρξία ενός λειτουργικού και αξιοπρεπούς κτιρίου για την κυπριακή Βουλή, αλλά εξεγειρόμαστε για το κόστος των επίπλων; Και με ποια αρμοδιότητα η Ελεγκτική Υπηρεσία αποφαίνεται ότι «ενδεχομένως να μη χρειάζονται ειδικά έπιπλα υψηλής ποιότητας»; Πότε αναλαμβάνει η Υπηρεσία ρόλο αρχιτέκτονα ή σχεδιαστή εσωτερικών χώρων;

Το μεγαλύτερο ζήτημα δεν είναι το αν υπήρξε καταγραφή μιας δαπάνης. Είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται και εργαλειοποιείται, ενίοτε ως εργαλείο πολιτικής πίεσης ή ακόμα και πολιτικής παρέμβασης. Η περίπτωση της Αννίτας Δημητρίου δεν είναι μεμονωμένη. Το ίδιο συνέβη όταν, στο πρόσφατο παρελθόν, η Ελεγκτική Υπηρεσία έκρινε τη χρήση υπηρεσιακού οχήματος για τη μεταφορά των παιδιών του Προέδρου Χριστοδουλίδη, χωρίς να σταθμίσει τους παράγοντες ασφαλείας. Ή όταν η δημόσια συζήτηση εξαντλήθηκε στις κουρτίνες και τα πλακάκια του Προεδρικού, λες και ο εκάστοτε Πρόεδρος θα τα έπαιρνε μαζί του στο τέλος της θητείας του.

Ο έλεγχος είναι απολύτως αναγκαίος. Η αυστηρότητα και η διαφάνεια είναι όροι της Δημοκρατίας. Όμως, η μεροληψία, ο λαϊκισμός και η επιλεκτική ευαισθησία δεν συνιστούν δημόσια λογοδοσία. Συνιστούν, αντίθετα, ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τους θεσμούς, που δεν πρέπει να συγχέεται με τη θεσμική κριτική.