Κατ’ ακρίβειαν, οι ένθεν και ένθεν βουλευτές δεν βοηθούν ιδιαίτερα στο ζήτημα της έκδοσης «Στες πέτρες», που ακολούθησε την εκπροσώπηση της Κύπρου στη 19η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής. ΑΚΕΛ, ΕΛΑΜ και Αλεξάνδρα Ατταλίδου (VOLT) εκτροχίασαν -μάλλον επί σκοπού- την όποια συζήτηση γύρω από τη διάλεκτο και την αναθεώρηση της ιστορίας και έτσι, δεν βγήκε οτιδήποτε χρήσιμο από τη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας. Κι αυτό γιατί μάλλον δεν κατάλαβαν τίποτα ή δεν θέλουν να ασχοληθούν με την ουσία, ιδιαίτερα αυτοί που νομίζουν πως βρίσκονται στη ναζιστική Γερμανία ή στη σταλινική Ρωσία. Συνεπώς, η συζήτηση, πέραν των εξηγήσεων της Υφυπουργού για τα κόστη της αποστολής και αγνοώντας το γεγονός πως επιμένει να νίπτει τας χείρας της, έμοιαζε συζήτηση σε καφενείο.
Η ουσία είναι η εργαλειοποίηση του πολιτισμού και της ελευθερίας της έκφρασης, για να επιβληθούν ιδεοληψίες και αφηγήματα. Στην προκειμένη περίπτωση, ιδεοληψίες και αφηγήματα που συμπλέουν τόσο με την αποικιοκρατική αντίληψη των πραγμάτων όσο και με την κατοχική ανάγνωση της ιστορίας. Η ουσία είναι πως η έκδοση αυτή, που εγκρίθηκε από το Υφυπουργείο Πολιτισμού, δεν επικεντρώνεται στο αντικείμενο, δηλαδή στις πέτρες, αλλά αποτελεί μια πολιτική έκδοση, η οποία θα μπορούσε να εκδοθεί, να παρουσιαστεί, να πωλείται, στην Κύπρο και στο εξωτερικό, αλλά όχι και να λάβει κρατική χρηματοδότηση για να μας εκπροσωπήσει στη Βενετία. Η ουσία είναι ότι η έκδοση δεν αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν πριν πεντακόσια χρόνια, αλλά στη ζώσα πραγματικότητα αυτού του δύσμοιρου τόπου.
Επί της ουσίας, επειδή πολλά έχουν ειπωθεί και τα περισσότερα ήταν άνευ ουσίας, το πρόβλημα δεν είναι η χρήση της διαλέκτου, αλλά η επιτήδευση γύρω από αυτήν. Η επιβολή του αφηγήματος πως υπάρχουν δύο γλώσσες σε αυτό το νησί, τα ελληνοκυπριακά και τα τουρκοκυπριακά, και είναι οι γλώσσες που συνεννοούνται οι κοινότητες, παρόλο που αυτό δεν είναι ακριβές, επιστημονικά ή ιστορικά. Το πρόβλημα είναι η χώνεψη και προώθηση της αποικιοκρατικής αντίληψης, η οποία επέμενε για δεκαετίες γύρω από τη βλακεία του «Ετεοκύπριου», με σκοπό βέβαια την εθνοαποδόμηση, την αποελληνοποίηση των Κυπρίων, τη διαίρεση και τη διχοτόμηση. Το πρόβλημα είναι πως οι επιμελητές της έκδοσης, με κρατική χρηματοδότηση, αλλάζουν τα φώτα της ιστορικής αλήθειας και της παρούσας κατάστασης. Ιδιαίτερα πρωτόγνωρο δεν είναι η αναφορά σε «θκυο πλευρές», αλλά σε «υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών», κάτι που ξεφεύγει ακόμα και από τα όρια του «εκάμαμεν τζι εμείς πολλά».
Όπως και να ’χει, η επιμονή των συντελεστών και των φίλων τους γύρω από την ελευθερία της έκφρασης δεν στέκει και στόχο έχει να αποφύγει την πολιτική συζήτηση για μια έκδοση που δεν έκαψε κανείς. Δεν είχε την τόλμη κάποιος να αναλάβει την ευθύνη του περιεχομένου και να υποστηρίξει δημόσια πως για την καταστροφή του Πενταδακτύλου φταίει η οριζόντια οικονομική δραστηριότητα και ο… καπιταλισμός, αλλά όχι η τουρκική κατοχή. Δεν βγήκε κάποιος να επαναλάβει όσα γράφονται για την «πολιτική σύρραξη» ή για την τυπική αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και όλοι επικεντρώνονται στην ελευθερία της έκφρασης. Την οποία δεν αποδέχονται για τους αντιδρούντες, που ευχαρίστως θα έκαιγαν στην Πλατεία Ελευθερίας επειδή «είναι φασίστες».
Δεν είναι αστεία ούτε αθώα η διαδικασία γύρω από την έκδοση, η οποία κακομεταχειρίζεται την κυπριακή διάλεκτο, καθώς διακηρύσσει σκοτεινές και φασιστικές αντιλήψεις μέσω της αναθεώρησης της ιστορίας του κυπριακού ζητήματος. Προπαντός, στο ζήτημα της ταυτότητας του λαού μας, παίρνει τη θέση της ολοζώντανης αγγλικής αποικιοκρατίας, έστω και αν οι φανατικοί υποστηρικτές νομίζουν πως διεξάγουν κάποιο αγώνα για τον πολιτισμό. Μπούρδες. Άραγε, η Παλαιστινιακή Αρχή θα χρηματοδοτούσε κάποια έκδοση, γραμμένη στα αραβοεβραϊκά, που θα αναφερόταν σε «θκυο κρατικούς μηχανισμούς» που καταστρέφουν τη Γάζα και την Ιερουσαλήμ;