Γιασεμί, αγιόκλημα, φούλι και βασιλικός. Τα απόλυτα θερινά αρώματα στο νησί. Καλοκαίρια με τον ήλιο να καίει και την άσφαλτο ν’ αχνίζει κατά τα ζεστά μεσημέρια στη μικρή παραθαλάσσια πόλη. Τα δειλινά οι γυναίκες την ώρα που πότιζαν τους βασιλικούς και το γιασεμί ράντιζαν με το λάστιχο τον δρόμο και το χώμα στις αυλάδες, ώστε να «κάτσει η βράστη», ενώ έβγαζαν καρέκλες στις βεράντες για να πιουν τον καφέ τους. Λίγο προτού σουρουπώσει άνοιγε το γιασεμί, άνοιγαν οι ψυχές μας με το άρωμά τους, ενώ παίρναμε κλωστή και βελόνι και το περνούσαμε σε γιρλάντες και βραχιόλια. Το πιο εφήμερο μα πολύτιμο κόσμημα. Μπορεί να λεν πως τα διαμάντια είναι για πάντα μα οι νύχτες με άρωμα γιασεμιού μένουν για πάντα μέσα μας, αιώνια, όσα χρόνια και όσα καλοκαίρια κι αν περάσουν.

Η πρώτη φορά που μύρισα γαρδένια ήταν στην εφηβεία μου, όταν με το Προσκοπικό επισκεφτήκαμε την Ελλάδα, με το πλοίο Sol Phryne. Τις πουλούσαν για μερικές δραχμές πλανόδιοι, που γυρνούσαν τις νύχτες από ταβέρνα σε ταβέρνα ή σε καφετέριες. Είχα εκστασιαστεί από το πρωτόγνωρο αυτό άρωμα. Πού να φύτρωναν; Σε φράχτες όπως το γιασεμί ή σε δέντρο σε αυλάδες; Μα ποια δέντρα και ποιες αυλάδες αφού το κέντρο της ελληνικής μητρόπολης ήταν πήχτρα στις πολυκατοικίες.

Το μοσχομυριστό λευκό άνθος έδινε μια μαγεία στις αθηναϊκές νύχτες. Το επόμενο πρωί την έβρισκα κιτρινισμένη πια, με το άρωμά της αλλοιωμένο. Η ομορφιά της στιγμής και του παρόντος χρόνου που μπορεί να γίνει τόσο συμπαγής ώστε να κλείσει μέσα του μια μικρή αιωνιότητα.

Είμαστε πλέον στον 21ο αιώνα και η μικρή παραλιακή πόλη γέμισε με πολυκατοικίες και πύργους, που χτίζονται πάνω στη θάλασσα ή στις πρώην αυλάδες με τα γιασεμιά. Οι τιμές αγοράς διαμερισμάτων είναι απλησίαστες για τους Κυπρίους. Η νησιώτικη παραλιακή και τουριστική πλέον πόλη, τείνει να γίνει Dubai. Τα ανθοπωλεία της κάθε Μάη γεμίζουν με γλάστρες από γαρδένιες που όσο φιλότιμα κι αν δοκίμασα να μεγαλώσω και να διατηρήσω στην αυλή μου δεν τα κατάφερα. Είμαι σίγουρη πως αν ήταν εδώ η γιαγιά Δέσποινα, θα είχαμε σήμερα δέντρα ολάκερα. Ό, τι φύτευε με τα χέρια της, φούντωνε και ευδοκιμούσε. Γιατί αυτή ήξερε τη γλώσσα των φυτών και τους μιλούσε με την ψυχή της.

Τις προάλλες μπήκα σ’ ένα κατάστημα που ήταν γεμάτο με μπολάκια στα οποία επέπλεαν γαρδένιες και μοσχοβολούσε ο τόπος. Μια φίλη της ιδιοκτήτριας είχε ολάκερο δέντρο, οπότε και της έφερνε άπειρα άνθη, μας είπε. Άνοιξα κι εγώ την καρδιά μου λέγοντας πως παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μου δεν κατάφερα να διατηρήσω μια γλάστρα στην αυλή μου. Τότε μπήκε μέσα η γυναίκα ενός μεγαλοδικηγόρου. Η κυρία έτρεξε να την εξυπηρετήσει, ετοιμάζοντας μάλιστα ένα μπολάκι με γαρδένιες για να το πάρει μαζί της. Εγώ έφυγα μαραζωμένη με τα χέρια άδεια σαν τιμωρημένο παιδί.

Το επόμενο πρωί όμως, η Μαρία η αγαπημένη γειτόνισσα, μου κτύπησε αναπάντεχα την πόρτα κρατώντας ένα ποτηράκι με τρεις γαρδένιες στολισμένες με δαντέλα. «’Που τη γλάστρα μου, έκαμε μου έξι φέτος» είπε με αγάπη, χαρίζοντάς μου τις μισές από τη σοδειά της. Αγαλλίασε η ψυχή μου. Την ίδια εβδομάδα επισκέφθηκα μια άλλη γειτόνισσα που γνώρισα τελευταία εντελώς τυχαία και η οποία με προσκάλεσε να πάω σπίτι της για να δω τις γαρδένιες της. «Το σπίτι μας εν πάντα ανοιχτό, πέρνα όποτε θέλεις».

Σε μια εποχή και σε μια κοινωνία όπου οι πόρτες και οι καρδιές των ανθρώπων μένουν κλειστές, όπου συναντάμε τους φίλους μας μόνο σε καφετέριες και σε κέντρα, ενώ δεν ξέρουμε πώς είναι το σπίτι τους, ο εσωτερικός τους χώρος και κόσμος – το σπίτι μας, η ψυχή μας – μια πρόσκληση από μια κυρία που δεν με γνώριζε μου έδωσε απέραντη χαρά.

Κι ενώ γελούσα συχνά ακούγοντας τη φράση του Πάολο Κοέλιο πως «όταν θέλεις πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί ώστε να το αποκτήσεις» αυτή τη φορά γέλασα με τον εαυτό μου αφού πιάστηκα η ίδια στα δίκτυα της συνωμοσίας της γαρδένιας. Ο σύζυγός της μου έδειξε το μικρό του φυτώριο, όπου με αγάπη και μεράκι μεγαλώνει τις δικές του γαρδένιες και μετά τον καφέ και τις σπιτίσιες ελιωτές, μου χάρισαν δύο γλάστρες με ανθισμένες γαρδένιες, μια βασιλιτζιά και μια ζαμπουκιά, την οποία ανυπομονώ να δω να ανθοφορεί.

Έφυγα από σπίτι τους με την καρδιά ανθισμένη και μυρωμένη από την αγάπη και τη φιλοξενία που δέχτηκα. Όπως τότε που ήμασταν παιδιά και νιώθαμε πως όλος ο κόσμος μας ανήκει.

Καλό καλοκαίρι, δροσερό και ευωδιαστό!

dena.toumazi@gmail.com