Το Εφετείο ανέτρεψε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου κι έτριβα τα μάτια μου όταν διάβαζα το σκεπτικό του (δημοσιεύτηκε 2 Ιουνίου). Μα, είναι δυνατό να υπάρχουν δικαστές με τέτοια «σφάλματα»; Έτσι είπε το Εφετείο. Ότι ήταν «πρωτόδικο σφάλμα».
Η υπόθεση αφορούσε 26χρονη η οποία αντιμετωπίζει πρωτόδικα έξι κατηγορίες. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κλοπή, κακόβουλη βλάβη, κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών κ.α. Είχε συνολικά εφτά προηγούμενες καταδίκες για το ίδιο αδίκημα. Εφτά καταδίκες.
Προσέξτε σφάλματα που εντόπισε το Εφετείο, αξίζει να τα διαβάσετε: 1. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το αίτημα κράτησης πριν τον ορισμό της υπόθεσης. 2. Αποφάσισε ότι δεν δικαιολογείτο η κράτηση ενώ η ύπαρξη επτά προηγούμενων καταδικών για αδικήματα παρόμοιας φύσης καθώς και η εκκρεμότητα άλλων δύο υποθέσεων επίσης για παρόμοια αδικήματα, δημιουργούσε ισχυρή εντύπωση επανάληψης των αδικημάτων. 3. Πολύ περισσότερο λόγω του ότι τα αδικήματα της υπό κρίση υπόθεσης διαπράχθηκαν μέσα στην περίοδο αναστολής της ποινής φυλακίσεως που είχε επιβληθεί στις έξι εκ των επτά προηγούμενων καταδικών της. 4. Αφού εξεδόθη η πρωτόδικη απόφαση ότι η κράτηση δεν δικαιολογείτο, τότε προχώρησε το Δικαστήριο και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 20.3.2026. Δηλαδή, ένα χρόνο μετά. Ένα χρόνο! 5. Το Εφετείο εκφράζει δυσαρέσκεια (έτσι το είπαν, δυσαρέσκεια!) για τον ορισμό ποινικής υπόθεσης για ακρόαση μετά από ένα σχεδόν χρόνο, ενώ πρόκειται για μια σχετικά απλή υπόθεση με επτά μάρτυρες, εκ των οποίων οι έξι είναι αστυφύλακες.
Η κοινή λογική, όχι του Εφετείου, ούτε του Επαρχιακού δικαστή, αλλά η λογική του κοινού πολίτη, λέει πως είναι αδιανόητο. Να έχει εφτά προηγούμενες καταδίκες, τα νέα αδικήματα να διαπράχθηκαν μέσα στην περίοδο αναστολής ποινής φυλάκισης για τα προηγούμενα, αλλά να μην δικαιολογείται η κράτηση της κατηγορούμενης και να ορίζεται η δίκη μετά από ένα χρόνο!
Το Εφετείο ακύρωσε την απόφαση της Επαρχιακής δικαστίνας, εξέδωσε διαταγή για κράτηση της κατηγορούμενης και έδωσε οδηγίες όπως η υπόθεση τεθεί ενώπιον της πρωτόδικης Δικαστού το αργότερο μέχρι τις 6/6/2025 και ώρα 9 π.μ. (τέτοια ακρίβεια, της είπαν και την ώρα!) ούτως ώστε να επαναπρογραμματιστεί για ακρόαση το συντομότερο.
Δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο έκανε το Επαρχιακό Δικαστήριο ένα μάτσο ρεπανόφυλλα, για να το πω ευγενικά. Όχι γιατί έκανε ένα δικαιολογημένο σφάλμα, αλλά γιατί δεν έκανε τίποτε σωστό. Αυτές οι αποφάσεις που ανατρέπουν τις πρωτόδικες είναι τόσο συχνές, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι συμβαίνει με τους δικαστές. Θα μου πεις, γι΄ αυτό υπάρχει το Εφετείο ώστε να διορθώνονται σφάλματα. Όμως, τις περισσότερες φορές (συχνότατα πλέον) όταν ανατρέπονται από το Εφετείο αποφάσεις, παρουσιάζονται οι δικαστές ως εντελώς ανεπαρκείς. Έως και αχάπαροι για να καταλαβαινόμαστε. Για όλες τις υποθέσεις. Από άσεμνες επιθέσεις έως θανατηφόρα τροχαία.
Παράδειγμα, μια περσινή υπόθεση: οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα, ήταν μεθυσμένος, πέρασε με κόκκινο και σκότωσε μια μητέρα δύο παιδιών από την Ουγγαρία, που σχόλανε από τη δουλειά της. Το Επαρχιακό δικαστήριο Λεμεσού τον καταδίκασε σε φυλάκιση 22 μηνών. Το Εφετείο αύξησε την ποινή στα τρία χρόνια. Τι σημαίνει αυτό; Ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν ανεπαρκές, δεν είχε σωστή κρίση, δεν αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα του αδικήματος, δεν προστάτευσε το κοινό με μια ποινή αποτρεπτική.
Όλοι αυτοί οι δικαστές, αυτοί που αποδεδειγμένα παίρνουν λανθασμένες αποφάσεις, που προσβάλλουν τη Δικαιοσύνη, συνεχίζουν να δικάζουν. Χωρίς να έχουν κανένα κόστος για τις λανθασμένες αποφάσεις τους ή την ανεπάρκεια τους ή την ανάρμοστη συμπεριφορά τους.
Προχτές, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφάσισε να επικυρώσει τον διορισμό επτά νέων δικαστών, να παρατείνει τη δοκιμαστική περίοδο για έξι μήνες για άλλους τρεις δικαστές και να τερματίσει τις υπηρεσίες μίας δικαστού. Της Ντόριας Βαρωσιώτου. Από τους έντεκα που ήταν υπό δοκιμασία μόνο αυτή δεν τους έκανε. Κι όπως δήλωνε ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης «δεν είναι η μοναδική φορά», αλλά «όντως είναι εξαιρετικά σπάνιο να μην μονιμοποιείται κάποιος Δικαστής». Άδικα ξεσηκώνεται η κοινή γνώμη; Άδικα η εμπιστοσύνη των πολιτών πέφτει όλο και πιο κάτω;