Μού έγραψε ότι γεννήθηκε το 1986 στο «Γεσιλγιούρτ», που είναι η κατεχόμενη κοινότητα της Πεντάγειας η Munevver Ebedi, μια από τις Τουρκοκύπριες που παρακολούθησαν το ψυχοεκπαιδευτικό πρόγραμμα «Ζωή Ξανά», του Ιδρύματος «ZOE Vs War Violence», σχεδιασμένο για γυναίκες και από τις δύο κοινότητες. Πρόσθεσε ότι η οικογένεια της μητέρας της, καταγόταν από τα πρώην τουρκοκυπριακά χωριά της Πάφου, Πελαθούσα (μετά το 1974 κατοικημένο από λιγοστούς Ελληνοκύπριους εκτοπισμένους) και Ιστιντζιό (μετά το 1974 ακατοίκητο). Και πρόσθεσε τα εξής: «Όταν ο παππούς μου άρχισε να εργάζεται στα μεταλλεία CMC (Σκουριώτισσας), μετακόμισαν στην κοιλάδα της Σολέας και αργότερα στη Λεύκα. Αυτές οι κοινότητες μεταλλωρύχων, ήταν – πριν το 1963 – μέρη όπου Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι, ζούσαν και εργάζονταν μαζί. Οι παππούδες μου ζούσαν σε ένα μικτό χωριό.
Η γιαγιά μου θυμόταν με τρυφερότητα την Ελληνοκύπρια γειτόνισσά της, θυμόταν πώς υποστήριζαν ο ένας τον άλλο και φρόντιζαν τα παιδιά, ο ένας του άλλου. Αυτός ο δεσμός έληξε ξαφνικά, όταν η γειτόνισσά της, της είπε ήσυχα: «Ραχμέ, ήρθε η ώρα να φύγεις», λόγω της πίεσης της Εκκλησίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μετακόμισαν μόνιμα στη Λεύκα. Η οικογένεια της γιαγιάς μου, από την πλευρά του πατέρα μου, ήταν μεταξύ των ιδρυτών του χωριού Λιμνίτης, ζώντας σε μια περιοχή που ονομάζεται «Κουρουτεπέ – Ξερόβουνο». Ο παππούς μου ήταν από τις Αμμαδιές της Τηλλυρίας (εγκαταλελειμμένο σήμερα τουρκοκυπριακό χωριό). Αφού παντρεύτηκαν, εγκαταστάθηκαν στο Σελέμανι της Τηλλυρίας. Η διακοινοτική σύγκρουση του 1963, τους ανάγκασε να μετεγκατασταθούν τρεις φορές. Αν και έχασαν πολλά, κράτησαν τις ρίζες τους και τελικά εγκαταστάθηκαν στον Ποταμό του Κάμπου (κατεχόμενο σήμερα, μικτό χωριό μέχρι το 1974). Τότε, οι άνθρωποι στο χωριό του πατέρα μου, μιλούσαν ελληνικά. Η γλώσσα δεν αφορούσε την ταυτότητα – ήταν μέρος της συμβίωσης. Η ταυτότητα διαμορφώθηκε από συναισθήματα, κοινά τραπεζώματα και ανθρώπινη σύνδεση.
Το 2003, μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, ανακαλύψαμε ότι ορισμένοι Ελληνοκύπριοι που επισκέπτονταν το χωριό μας, ήταν στην πραγματικότητα μακρινοί συγγενείς. Ιστορικές πιέσεις – όπως φόροι, νόμοι περί ιδιοκτησίας και θρησκευτική μεταστροφή – είχαν χωρίσει οικογένειες, λόγω ταυτότητας. Αυτό που φαινόταν σαν ξεχωριστές ιστορίες, ήταν στην πραγματικότητα, κοινές ρίζες. Το πρόγραμμα «Life Again», μου επέτρεψε να στοχαστώ για την οικοδόμηση κοινής μνήμης – όχι μέσα από διαφορές, αλλά μέσα από κοινές εμπειρίες. Οι φόβοι, οι απώλειες και οι σιωπές μας, ήταν παρόμοιες, όπως και οι ελπίδες μας. Οι φωνές των γυναικών, είναι ισχυρές γέφυρες προς την ειρήνη. Σε αυτό το πρόγραμμα, μάθαμε να ακούμε, να κλαίμε και να ελπίζουμε μαζί. Αυτές οι ιστορίες, δεν μιλούσαν μόνο για το παρελθόν – έδειχναν προς ένα κοινό μέλλον. Δεν είμαστε μόνο αυτόπτες μάρτυρες, είμαστε δημιουργοί…».