Πολλά ειπώθηκαν και θα ειπωθούν ακόμα για τη συνάντηση στην Αλάσκα, το ρόλο που θα έχει ή δεν θα έχει η Ουκρανία – σε μια διάσκεψη για το μέλλον της… – και την απρόβλεπτη έκβασή της για το Ουκρανικό.
Το να βιώνει κανείς καταστάσεις και νοοτροπίες απολύτως συνειρμικές με το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο με το οποίο ο Χίτλερ και ο Στάλιν μοίρασαν την Ευρώπη ερήμην της, είναι σίγουρα μια τεράστια αποτυχία για τη Δύση ειδικά όταν προκύπτει σε εντελώς διαφορετικές εποχές.
Εποχές κατά τις οποίες ο κόσμος υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είχε μάθει από τα παθήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν μη τι άλλο το βασικότερο: ότι οι ελευθερίες και η δημοκρατία ακόμα και όταν γίνονται η καθημερινότητα, ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι ασφαλείς. Πάντα κάποιοι θα έχουν συμφέρον να τις περιορίσουν ή και να τις καταργήσουν.
Κι αυτό, είτε η ουσία των σχεδίων τους κρύβεται σε μυστικά προσαρτήματα των όσων αποφασίσουν από κοινού, όπως τότε με το Σύμφωνο των Ναζί με τον Στάλιν τα οποία δεν μπήκαν στο χαρτί αλλά σε δύο μικροφίλμ, είτε λέγονται ξεκάθαρα και χωρίς δισταγμό.
Η έκβαση ωστόσο της συνάντησης, δεν επηρεάζει μόνο την Ουκρανία. Κάθε άλλο. Όπως κάθε άλλη μεγάλη εξέλιξη προκαλεί, διαμορφώνει ή και απλώς επιδρά σε πολλά άλλα επίπεδα, εθνικά, τοπικά, περιφερειακά ή και παγκόσμια.
Ένα παράδειγμα: Τι θα μπορούσε να συμβεί, μιλάμε για εμάς, εάν η συνάντηση αποτύχει και οι ΗΠΑ προχωρήσουν σε σκληρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας; Το πρώτο που πρέπει να αναμένει κανείς είναι φαινόμενα μείωσης της ανάπτυξης και αύξησης του πληθωρισμού, σε μια εκτεταμένη παγκόσμια κλίμακα. Η ΕΕ δεν πλήττεται τόσο άμεσα λόγω της απομάκρυνσής της ενεργειακά από τη Ρωσία, όμως θα πληγούν καθοριστικά οι χώρες με μεγάλη εξάρτηση στο ρωσικό πετρέλαιο.
Μια τέτοια είναι σαφέστατα και η Τουρκία. Προ δεκαπενταετίας εισήγαγε το 60% του πετρελαίου της από τη Ρωσία, σήμερα εισάγει το 40% όμως μιλάμε για την ίδια ποσότητα.
Κάτι τέτοιο λοιπόν θα έχει πολύ σοβαρές συνέπειες στη νοτιοανατολική Μεσόγειο η οποία θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία λόγω των ενεργειακών της πόρων.
Χαράς ευαγγέλιο – από μία άποψη σίγουρα – για το Ισραήλ και την Αίγυπτο οι οποίες θα πρωταγωνιστήσουν σε αυτή τη νέα περίοδο. Υπάρχει όμως κανείς ο οποίος διαβάζοντας τα πιο πάνω και έχοντας κατά νου τα όσα, εντελώς επιθετικά και πειρατικά, διεκδικεί η Τουρκία στην κυπριακή ΑΟΖ αλλά και από την Ελλάδα, δεν τρομάζει στη σκέψη του τι θα συμβεί τότε;
H Τουρκία περνάει σίγουρα πιο έντονα αυτή την πρώτη περίοδο της νέας (άγνωστης) εποχής στην περιοχή μας, μιας και καλείται να ισορροπήσει σε ένα πεδίο το οποίο μεταβάλλεται συνεχώς, προκειμένου να διατηρήσει το μεγάλο της ατού, τη γεωστρατηγική της σημασία. Αυτήν που της επιτρέπει όχι τόσο να δημιουργεί όσο να εκβιάζει πράγματα και καταστάσεις. Εν προκειμένω και αυτό το έχουμε δει στο πρόσφατο παρελθόν με αυξομειώσεις αυτής της σημασίας, η Τουρκία επηρεάζεται και σε πολλά άλλα επίπεδα τόσο από μία συμφωνία, όπως και από τη μη κατάληξη σε συμφωνία.
Εάν η συνάντηση στην Αλάσκα αποτύχει, ο ρόλος της Τουρκίας γεωστρατηγικά πιθανότατα θα αναβαθμιστεί καθώς θα είναι πολύ πιο σημαντική για τη Δύση και ειδικά για τις ΗΠΑ. Αυτό και πάλι δεν είναι καλό για εμάς, σίγουρα καλύτερο από ότι για την Ελλάδα λόγω της διαφορετικής σημασίας που έχουμε για τις ΗΠΑ, κυρίως ως ζωτικός χώρος για την ασφάλεια του Ισραήλ.
Από την άλλη, μια συμφωνία θα δώσει στην Τουρκία την ευκαιρία να συνεχίσει να παρουσιάζεται ως μια πολύ σημαντική για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή δύναμη η οποία θα λειτουργεί σε πολύ πιο μόνιμη βάση ως διαπραγματευτής. Στο Ουκρανικό και αλλού.
Αυτός όμως ο ρόλος και πάλι μπορεί να αποβεί εις βάρος της Κύπρου καθώς ένα είναι η σταθερότητα και η άμυνα της, σε σχέση και με το Ισραήλ και άλλο η σημασία αυτή καθαυτή για τις ΗΠΑ. Με απλά λόγια η αμυντική στήριξη από τις ΗΠΑ δεν έχει άμεση σχέση με τη στάση τους (και τον ευσεβή μας πόθο) μπροστά σε ένα παζάρι για το Κυπριακό, λόγου χάριν. Απεναντίας η παροχή αυτής της στήριξης μπορεί και να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης για να κλείσει το Κυπριακό ή για να δοθούν ανταλλάγματα στην Τουρκία σε σχέση με την Κύπρο, εάν δεν κλείσει.
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ρευστά είναι τα πράγματα και πόσο εύκολα μια κίνηση, μια εξέλιξη, μπορεί αύριο να οδηγήσει και στο αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό στο οποίο θα οδηγούσε σήμερα.
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε και το βασικότερο όλων: Τον παράγοντα Τραμπ. Αυτός προκαλεί αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη ανησυχία, λόγω αλλοπρόσαλλων τοποθετήσεων έναντι της Μόσχας οι οποίες με τη σειρά τους παραπέμπουν – κατ’ αρχάς – στα όσα είχε πει στην Διάσκεψη ΗΠΑ – Ρωσίας στο Ελσίνκι το 2018 σε σχέση με τις αποκαλύψεις για το ρόλο των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας στις Εκλογές του 2016.
Το βασικό ερώτημα είναι εάν αυτές οι μεταλλάξεις Τραμπ οι οποίες στο τέλος οδηγούν στην εξημέρωση τουλάχιστον του Αμερικανού Προέδρου έναντι του Κρεμλίνου οφείλονται σε κάτι που μπορεί να μην γνωρίζουμε. Αλλά και αυτό να μην ισχύειμ γιατί ο Τραμπ να μην χρησιμοποιήσει απλά την Ουκρανία στη διαπραγμάτευση με τη Μόσχα, με το βλέμμα στραμμένο στο Πεκίνο και με την ελπίδα η Ρωσία να φύγει από τον σφιχτό εναγκαλισμό της Κίνας βρίσκοντας μια λιγότερο «εξαρτησιογόνο» σχέση με τις ΗΠΑ;
Και κάπου εκεί πάμε πίσω στους συνειρμούς με το Γερμανορωσικό Σύμφωνο.