Ο μεγαλύτερος εχθρός της λογικής δεν είναι ο παραλογισμός. Είναι η κατάργησή της.

Σαν να ήταν χθες θυμάμαι, όλοι μας νομίζω, τι συζητούσαμε, τέτοια μέρα πριν από 24 χρόνια. Παγωμένοι, παρακολουθούσαμε ώρα με την ώρα, να βγαίνουν ολοένα και νέες λεπτομέρειες για την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. 

Εδώ που βρίσκομαι σήμερα, στο Ισραήλ οι Εβραίοι μάθαιναν – τι άλλο; – ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου πίστευε ότι οι ίδιοι γνώριζαν και είχαν πει στους άλλους Εβραίους να μην πάνε δουλειά, για πολύ καλή μας δε τύχη τότε δεν υπήρχαν ακόμα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ούτε μισή ώρα από το Τελ Αβίβ, στη Δυτική Όχθη (και τη Γάζα) ο κόσμος χόρευε ξέφρενα στους δρόμους και πανηγύριζε, πιστεύοντας ότι είχε καταγάγει μια νίκη πρωτόγνωρη. Σήμερα τα πλάνα δεν θα έπαιζαν καν στα αμερικανικά και δυτικά δίκτυα, όπως και εκείνα των εν ψυχρώ δολοφονιών ανηλίκων και όχι μόνο Παλαιστινίων από τη Χαμάς πλέον. 

Κανένα από τα παιδάκια που βλέπαμε στα πλάνα εκείνες της ημέρες δεν ήξερε ότι στους δράστες της 11ης Σεπτεμβρίου δεν υπήρχε Παλαιστίνιος, ήταν απλά παρανοϊκοί ισλαμιστές τρομοκράτες, Σαουδάραβες οι πλείστοι. Αμφιβάλλω εάν μέχρι σήμερα γνωρίζουν τους αριθμούς, όχι μόνο το ότι από τις 3,000 θύματα, έως και 400 ήταν όντως Εβραίοι αλλά κυρίως ότι υπήρχαν και δέκα Παλαιστίνιοι. Θύματα όχι δράστες.

Εκείνες λοιπόν τις μέρες, σαν να μην μας έφταναν όλα τα άλλα, η ελίτ των «προοδευτικών» εσχατολόγων της Νέας Υόρκης, είχε αποφασίσει ότι ήγγικεν η συντέλεια του κόσμου και εάν όχι εκείνη ακριβώς, το τέλος της δημοκρατίας, των ελευθεριών μας κ.ο.κ. 

Ήταν ο γνωστός μπαμπούλας, «ο κόσμος δεν θα είναι πια ο ίδιος». Έβγαινε ο κάθε πονεμένος ανά το παγκόσμιο και «ανέλυε», έλεγε πρώτα το γνωστό «αν και δεν μπορεί κανείς να προβλέψει…» ή κάτι ανάλογο, για να καταλήξει στο τέλος, στο σιγουράκι. Στο Τζάκποτ: ότι, όπως και να ΄χει, ο κόσμος μας δεν είναι πια ο ίδιος.

Μόνο που ο κόσμος μας ποτέ δεν ήταν ο ίδιος. Με την εμμονική αυτή παράνοια ή χωρίς, η Ιστορία στατική δεν υπήρξε ποτέ. Βιοπορίστηκε μια ολόκληρη εποχή από αυτή τη βιομηχανία του φόβου. Η οποία όντως έτυχε να ανακαλύψει και ψέματα με τα οποία δικαιολογήθηκε ο Β’ Πόλεμος στο Ιράκ και πολλά άλλα, συνήθως μέσα από αυτοεκπληρούμενες προφητείες, δημιούργησε όμως μια «γενιά» αυτοκεντρικών ανθρώπων οι οποίοι έβρισκαν μέσα σε αυτές τις «επαληθεύσεις» την επιβεβαίωση της σπουδαιότητας. Της δικής τους. Και πάλι δεν είχαμε ευτυχώς τα social media τότε. Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, αν και έχω δει τρομακτικά πράγματα.

Φορούσαν πορτοκαλί φόρμες, έβαζαν αλυσίδες και φώναζαν για τα δικαιώματα των κρατουμένων στο Γκουαντάναμο οι οποίοι όταν απελευθερώθηκαν πήγαν πίσω, βρήκαν τους άλλους τζιχαντιστές και έκαναν όσα είδαμε στη συνέχεια. Ο αόρατος εχθρός, ο εαυτός μας δηλαδή κυριαρχούσε παντού. Κι αν δεν μας έφτανε, υπήρχε και ο μπαμπούλας. Κάποιοι που κάθονταν στις ΗΠΑ κυρίως και έβλεπαν πώς να μας κόψουν τις ελευθερίες.

Εμείς; Κλάμα για τη δημοκρατία. Κλάμα για το κακό που μας είχε βρει και τον Πεισίστρατο, που έστριβε τη γωνία από λεπτό σε λεπτό. Τόση τυραννία που οι ΗΠΑ εξέλεξαν και επανεξέλεξαν τον πρώτο μαύρο τους Πρόεδρο, τα ανθρώπινα δικαιώματα έφτασαν σε πρωτοφανείς κατακτήσεις από τους γάμους ανάμεσα σε άτομα του ιδίου φύλου μέχρι ένα σωρό πρόνοιες προστασίας των ανθρώπων από την κρατικά και άλλη αυθαιρεσία, μια άνθιση πρωτόγνωρη.

Στη Δύση. Διότι αλλού τα πράγματα σκοτείνιαζαν. Το εκπληκτικότερο δε ήταν πως οι αυτάρεσκες Κασσάνδρες, προέβλεπαν στις ελεύθερες χώρες τους όσα δεν έβλεπαν σε σκοτεινά, απάνθρωπα και δολοφονικά καθεστώτα αλλού. Οι Μαύρες Ζωές Μετρούσαν, αλλά ο Πούτιν μπορούσε να εξοντώνει πολιτικούς αντιπάλους και δημοσιογράφους, οι Κινέζοι να φτιάχνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι Ιρανοί να απαγχονίζουν του γκέι και τις γυναίκες στις πλατείες. Μετρούσε επίσης η Κατάληψη της Wall Street και ότι άλλο επινοούσε το Κρεμλίνο ή ο όποιος άλλος για να διαβρώσει τη Δύση. Η όποια αντίδραση ήταν ο Πεισίστρατος που ερχόταν. Δημοκρατία ήταν το κάψιμο, οι ζημιές, η στοχοποίηση μέσα από ψεύδη, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός εσχάτως, στο όνομα «αγώνων» οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση ήταν η κοινή αλητεία και το μπάχαλο.

Η βία, η αποστροφή στα όρια, του νόμους και τους κανόνες, ο δικαιωματισμός ενίσχυε, και λογικό ήταν, ανάλογες αντιδράσεις και ρεύματα από την άλλη πλευρά η οποία μπορεί λ.χ. να είχε συμβιβαστεί και έτσι έπρεπε με το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στα αυτονόητα και το γάμο βεβαίως αλλά – τι να γίνει; – δεν ήθελε τις drag queens στα νηπιαγωγεία να διαβάζουν παραμυθάκια στα παιδιά της ή να πηγαίνουν σπίτι και να λένε στα 7 ή τα 8 τους ότι είναι gender fluid ή να επιτρέπονται οι ορμονοθεραπείες σε ανήλικους, ειδικά όταν είχε διαφανεί ότι προκαλούσαν περισσότερη ζημιά σε αυτή την ομάδα. 

Λατρεύω τις drag queens αλλά, όπως πολλές φορές έγραψα, είναι ψυχαγωγία ενηλίκων. Όχι θέαμα σε νηπιαγωγεία, με το ζόρι κιόλας. Συμπονώ τις τρανς αθλήτριες το ίδιο όμως και τις γυναίκες του είδους οι οποίες δεν βλέπουν το λόγο να αγωνίζονται μαζί τους, διότι απλούστατα θα χάσουν. Και αμέτρητα άλλα.

Για πολλούς από εμάς που παλέψαμε και ενίοτε τρέχαμε στα δικαστήρια για τα αυτονόητα, η στροφή εκείνη, η στροφή της δικής σου επέκτασης στα δικαιώματα των άλλων χτύπησε αμέσως το καμπανάκι. Όσοι όμως τολμήσαμε να πούμε πως δεν είναι λ.χ. δυνατόν, ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεις οι οποίες δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ, ποτέ όμως για τις δολοφονίες άλλων ΛΟΑΤΚΙ ατόμων από τους ισλαμιστές, της Χαμάς και όλων των υπολοίπων, να ταυτίζονται μαζί τους και πολλά άλλα, βρεθήκαμε στη θέση του κατηγορούμενου.

Στην πόλωση που πλέον δημιουργήθηκε, η λογική δεν έχει θέση.

Η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Έτσι ήρθε και το ειδεχθές έγκλημα της δολοφονίας του Κιρκ τον οποίο μισούσαν όχι τόσο για τις απόψεις του, με τις πλείστες από τις οποίες και εγώ διαφωνώ, αλλά γιατί εξουδετέρωνε τα επιχειρήματα ενός είδους το οποίο έμαθε ότι είναι ΟΚ να πιστεύει και να λέει ότι είναι πανέξυπνο, ενώ στο 99% των περιπτώσεων είναι απλά αστοιχείωτο και επηρμένο. 

Το τροπάρι για τον «ακροδεξιό Κιρκ» που δολοφονήθηκε, συνοδεύεται πάντα από τον νέο μπαμπούλα: τον Τραμπ και τους αόρατους εχθρούς που θα έρθουν να καταργήσουν τις ελευθερίες μας. 

Μόνο που ο Μπράιαν Τόμσον λ.χ. ο CEO της UnitedHealthCare ο οποίος δολοφονήθηκε πισώπλατα στο όνομα του… «αντικαπιταλισμού», ο Άριελ Ντάνιελσον που δολοφονήθηκε από «Αντιφά Ακτιβιστή» διότι ψήφισε Τραμπ, η οικογένεια του κυβερνήτη της Πενσυλβάνια η οποία την τελευταία στιγμή δεν κάηκε ζωντανή από αριστερό εμπρηστή  επειδή ο Σαπίρο είναι Εβραίος, δεν απειλούσαν κανέναν.

Και στον αντίποδα της «αριστερής» και «προοδευτικής» τρομοκρατίας, ούτε οι έντεκα νεκροί σε συναγωγή του Πίτσμπουργκ το 2018 οι οποίοι σκοτώθηκαν από ακροδεξιούς τρομοκράτες απειλήσαν κανένα. Ούτε ο αστυνομικός που υπερασπίστηκε το Καπιτώλιο από την εισβολή των ακροδεξιών οπαδών του Τραμπ και τόσοι άλλοι.

Εάν ο Τσάρλι Κιρκ δεν γούσταρε τις τρανς, που εγώ τις πάω, δεν ήθελε τις αμβλώσεις, που εγώ υποστηρίζω, που, που, εγώ ένας άνθρωπος που πάλεψα για αυτά τα δικαιώματα, δεν αποκτώ το δικαίωμα να τον βλάψω, όταν μάλιστα είχα – θεωρητικά – την ευκαιρία να τον αντιμετωπίσω σε ένα debate. Ούτε έχω σήμερα το δικαίωμα να εξωραΐζω το έγκλημα και εμμέσως να το δικαιολογώ «προβλέποντας» ότι τώρα, ο Τραμπ, ο φίλος του, θα έρθει να μου πάρει τα δικαιώματά μου. Παρουσιάζοντας όχι τον Τραμπ αλλά τον Κιρκ ως κακό.

Ελαφρώς δε χειρότεροι, είναι όσοι παριστάνουν τους… προφήτες προκειμένου να δικαιολογήσουν τη βία αυτών που γουστάρουν ή καταλαβαίνουν έστω κάπως και να τη μετατρέψουν σε πολιτικό επιχείρημα στη λογική της αντίστροφης ψυχολογίας. 

Όταν σε μια δημοκρατία αφαιρείς το οτιδήποτε από την απόλυτη και χωρίς αστερίσκους καταδίκη της δολοφονίας ενός ανθρώπου επειδή συζητούσε αλλά δεν σου άρεσε η άποψή του, γίνεσαι ο ίδιος εχθρός της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Και το μόνο που σου αξίζει πια είναι η απαξίωση για αυτό που προκαλείς εκούσια ή ακούσια. 

Τίποτα άλλο.