Η Κύπρος επιχειρεί να διορθώσει ένα σκάνδαλο με ένα ακόμη μεγαλύτερο θεσμικό λάθος.

Η Κύπρος εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την υπόσχεση της αξιοπιστίας και της σταθερότητας. Η ένταξη αυτή συνοδεύτηκε από την πίστη ότι η υπηκοότητα της Δημοκρατίας δεν είναι εμπόρευμα, αλλά δεσμός που ενώνει πολίτες και κράτος σε ένα πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Δυστυχώς, η πραγματικότητα της τελευταίας δεκαπενταετίας αποδεικνύει ότι η ευρωπαϊκή ιθαγένεια μετατράπηκε σε προϊόν, που πουλήθηκε χωρίς έλεγχο σε ολιγάρχες, επιχειρηματίες και υπόπτους, αφήνοντας πίσω μια χώρα με κλονισμένη αξιοπιστία και πολίτες που κινδυνεύουν να χάσουν το βασικότερο πολιτικό τους δικαίωμα: την υπηκοότητά τους.

Τα «χρυσά διαβατήρια» ήταν το απόγειο αυτής της πρακτικής. Η Κύπρος παραχώρησε περίπου 7.000 διαβατήρια σε επενδυτές χωρίς πραγματική σχέση με τη χώρα, χωρίς να απαιτείται η ελάχιστη διαμονή που προβλέπεται σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η Μάλτα, που είχε ένα ανάλογο πρόγραμμα, τιμωρήθηκε πρόσφατα από το Δικαστήριο της ΕΕ για την εμπορευματοποίηση της ιθαγένειας. Η Κύπρος, αν και πρόλαβε να καταργήσει το πρόγραμμα, φέρει ακόμη τις συνέπειες μιας πολιτικής που αγνόησε προειδοποιήσεις, διεθνείς εκθέσεις και ακόμα και τις ίδιες τις αρχές της Ένωσης.

Η ουσία της απόφασης του ΔΕΕ είναι ξεκάθαρη: η ιθαγένεια δεν είναι αντικείμενο συναλλαγής. Είναι δεσμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνδέει το κράτος με τον πολίτη του. Όταν ένα κράτος την πουλά, μεταθέτει τις συνέπειες των δικών του επιλογών στους υπόλοιπους πολίτες της Ευρώπης και διακινδυνεύει τη θεσμική του αξιοπιστία. Οι χιλιάδες των διαβατηρίων, αρκετά από τα οποία δόθηκαν σε φυγόδικους ή σε άτομα με αμφίβολη φήμη, δεν είναι απλώς οικονομικό ή πολιτικό λάθος· είναι θεσμική απάτη σε ευρωπαϊκή κλίμακα.

Η σημερινή διαδικασία ανάκλησης των παράνομων διαβατηρίων δεν λύνει το πρόβλημα. Το άρθρο 113(3)(ε) του νόμου περί Αρχείου Πληθυσμού προβλέπει στέρηση υπηκοότητας για όποιον είναι «καταζητούμενος», ακόμα κι αν δεν έχει καταδικαστεί. Πρόκειται για διάταξη που παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας, μια βασική αρχή του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η απλή ύπαρξη εντάλματος σύλληψης ή red notice από διεθνείς ή ξένες αρχές δεν συνιστά ποινή ούτε απόδειξη ενοχής. Η εφαρμογή της οδηγεί σε αυθαίρετες αποφάσεις που μπορούν να αφήσουν πολίτες χωρίς διαβατήριο, χωρίς να έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα.

Στο σημερινό πλαίσιο, η διαφορά μεταξύ πολιτογραφημένων και εκ γενετής πολιτών δημιουργεί πολίτες β’ κατηγορίας. Οι εκ γενετής Κύπριοι δεν κινδυνεύουν, ενώ οι πολιτογραφημένοι παραμένουν υπό συνεχή απειλή. Η διάκριση αυτή αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και ακυρώνει την έννοια της κυπριακής υπηκοότητας ως κοινού δεσμού. Η υπηκοότητα δεν μπορεί να είναι όμηρος πολιτικών σκοπιμοτήτων ή επιπόλαιων αποφάσεων του παρελθόντος.

Τα σενάρια που μπορούν να συμβούν υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο είναι ανησυχητικά. Φανταστείτε ότι η Συρία εκδίδει ένα ένταλμα σύλληψης για πολιτικούς λόγους, χωρίς κατηγορίες. Σύμφωνα με τον νόμο μας, ακόμη κι αυτό το έγγραφο θα μπορούσε να προκαλέσει στέρηση υπηκοότητας σε έναν Κύπριο και στην οικογένειά του, παρόλο που δεν έχει διαπράξει κανένα αδίκημα. Αντίστοιχα, η Ρωσία έχει εκδώσει στο παρελθόν εντάλματα για πολιτικούς ή οικονομικούς λόγους. Η χώρα δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και οι αποφάσεις της μπορεί να εφαρμοστούν αυθαίρετα εναντίον Κυπρίων πολιτών υπό το σημερινό καθεστώς. Το πρόβλημα πολλαπλασιάζεται από τη συμμετοχή σχεδόν 200 κρατών στην Interpol: μια πολιτική απόφαση οποιουδήποτε κράτους μπορεί να έχει συνέπειες για την υπηκοότητα Κυπρίων.

Η Κύπρος βρίσκεται έτσι μπροστά σε δύο βασικά διλήμματα: πώς να προστατεύσει την κοινωνία από πραγματικά εγκλήματα και ταυτόχρονα πώς να διαφυλάξει τα δικαιώματα των πολιτών της. Ασφάλεια χωρίς δικαιώματα δεν είναι ασφάλεια· είναι αυθαιρεσία. Η στέρηση υπηκοότητας χωρίς καταδίκη όχι μόνο πλήττει τα άτομα, αλλά υπονομεύει την εικόνα της χώρας διεθνώς. Οι επενδυτές, οι επιστήμονες και οι επιχειρήσεις χρειάζονται ασφάλεια δικαίου, σταθερότητα και προβλεψιμότητα. Ένα κράτος που μπορεί να αφαιρέσει υπηκοότητα χωρίς δίκη δεν προσφέρει τίποτα από αυτά.

Ο νόμος πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε η ανάκληση διαβατηρίου να προϋποθέτει τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Οι περιορισμοί πρέπει να βασίζονται σε σαφή και αντικειμενικά κριτήρια, εφαρμόσιμα μόνο από κράτη που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μόνο έτσι θα διασφαλιστεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν τιμωρεί πολίτες με πολιτικές αποφάσεις, αλλά εφαρμόζει το Σύνταγμα και το κράτος δικαίου.

Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση αφήνει ανοικτό το δρόμο για κατάχρηση εξουσίας και δημιουργεί μια κοινωνία ανασφαλή και διχασμένη. Η εμπειρία των χρυσών διαβατηρίων αφήνει πίσω μια βαθιά πολιτική και ηθική παρακαταθήκη. Η Κύπρος κέρδισε έσοδα δισεκατομμυρίων, αλλά έχασε την αξιοπιστία της, την εμπιστοσύνη των πολιτών της και την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων εταίρων. Η προσπάθεια ανάκλησης διαβατηρίων πρέπει να συνοδεύεται από διαφάνεια, λογοδοσία και σαφή νομικά πλαίσια, διαφορετικά η χώρα θα συνεχίσει να πληρώνει το τίμημα των αποφάσεών της δεκαετίας του 2010.

Η πολιτική αλαζονεία του παρελθόντος, οι επικοινωνιακές «ασπίδες» και η αργή εφαρμογή των ανακλήσεων δημιούργησαν κλίμα αβεβαιότητας. Ο πολίτης σήμερα αναρωτιέται: Πόσο ασφαλής είναι η υπηκοότητά μου; Μπορεί μια πολιτική απόφαση ή ένα ξένο ένταλμα σύλληψης να με αφήσει χωρίς διαβατήριο; Η αίσθηση ότι η Δημοκρατία τιμωρεί αυθαίρετα πολίτες β΄ κατηγορίας υπονομεύει τη συνοχή της κοινωνίας και τη σχέση κράτους–πολίτη.

Η ΕΕ παρακολουθεί με προσοχή. Η ιθαγένεια είναι πλέον υπό την αυστηρή εποπτεία των ευρωπαϊκών θεσμών και η Κύπρος δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από νομοθετικά παραθυράκια. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι τα δισεκατομμύρια που κερδήθηκαν, αλλά η αξιοπιστία που χάθηκε και η δυνατότητα να ξανακερδηθεί. Η χώρα πρέπει να αποδείξει με πράξεις ότι η Δημοκρατία μαθαίνει από τα λάθη της και ότι η υπηκοότητα δεν είναι εμπόρευμα, αλλά θεμελιώδες δικαίωμα όλων των πολιτών.

Η αποκατάσταση της αξιοπιστίας απαιτεί πολιτική βούληση, νομική σαφήνεια και σεβασμό στις βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Οποιαδήποτε στροφή προς αυθαίρετες διαδικασίες ή η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα λάθη του παρελθόντος με αμφιλεγόμενες διατάξεις θα εντείνει την καχυποψία, όχι μόνο εντός, αλλά και εκτός συνόρων. Η Κύπρος πρέπει να δείξει ότι η υπηκοότητα είναι δεσμός ζωής, όχι εργαλείο πολιτικής ή οικονομικής εκμετάλλευσης.

Η διαδρομή προς μια δίκαιη και ασφαλή πολιτική υπηκοότητας είναι σαφής: η ανάκληση διαβατηρίων πρέπει να βασίζεται σε τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, οι περιορισμοί πρέπει να είναι προβλέψιμοι και αντικειμενικοί, και η προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών πρέπει να αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας. Μόνο έτσι η Κύπρος θα μπορέσει να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών της, να ανακτήσει την αξιοπιστία της στην Ευρώπη και να σταθεί ως κράτος που σέβεται το Σύνταγμα και τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας.

Η Κύπρος έχει πλέον μπροστά της μια ευκαιρία: να μετατρέψει την κρίση σε μάθημα, την αβεβαιότητα σε διαφάνεια και την αδικία σε σταθερές θεσμικές εγγυήσεις. Αν αποτύχει, η κοινωνία θα συνεχίσει να βιώνει μια διαίρεση σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, με την υπηκοότητα να γίνεται εργαλείο διακρίσεων και όχι δεσμός ζωής. Αν επιτύχει, θα δώσει ένα παράδειγμα για ολόκληρη την Ευρώπη, ότι η υπηκοότητα δεν πωλείται, δεν αφαιρείται αυθαίρετα και ότι η αξιοπιστία ενός κράτους χτίζεται πάνω στη δικαιοσύνη και την προστασία των πολιτών του.

paraschos.andreas@gmail.com

Ελεύθερα, 21.9.2025